Βαραίνω: «Α, βαραίνω πολύ εύκολα. Εύκολα παίρνω το βάρος κάποιου άλλου, μπαίνω στη διαδικασία να φτιάξω ό,τι είναι κακό ή στραβό και εκεί βαραίνω. Επίσης, με βαραίνει πολύ όταν δεν γίνεται το καλό και το σωστό, ειδικά όταν είναι αυτονόητα».
Γεννήθηκα: «Γεννήθηκα στον Πειραιά, στις 8 Μαρτίου του ’55. Λίγους μήνες μετά τη γέννησή μου νοσηλεύτηκα στο νοσοκομείο. Οι γιατροί με είχαν για τελειωμένο, οπότε η μητέρα μου αποφασίζει να με πάρει σπίτι για τις τελευταίες φροντίδες. Επειδή στο νοσοκομείο έκανα κάποια ειδική δίαιτα, λέει “θα κάνω στο παιδί την κρέμα που του αρέσει, μπανάνες, μπισκότα και γάλα Βλάχας, για να φύγει χορτάτο”. Ε, δεν ξέρω τι έγινε, αλλά από τότε και μετά γινόμουν όλο και καλύτερα και εκεί που ήμουν για φευγιό, έχω φτάσει αισίως εδώ που είμαστε σήμερα. Φανταστείτε μετά από πολλά χρόνια, όταν πήγαινα στην Κοκκινιά, με φώναζαν Λάζαρο». (χαμογελά)
Δώρο: «Η ζωή μού έχει δώσει αρκετά δώρα. Για παράδειγμα, το θέατρο. Εγώ δεν είχα καμία σχέση με την υποκριτική. Μέχρι τα 20 μου που πήγα στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη ούτε που είχα πατήσει το πόδι μου σε θεατρική παράσταση, ούτε που ήξερα καν τι σημαίνει δραματική σχολή. Συμπτωματικά βρέθηκα στη δραματική σχολή, λόγω μιας κοπέλας που σπούδαζε εκεί. Συμπτωματικά βρέθηκα μετά στη θεατρική ομάδα του Σπύρου Ευαγγελάτου. Συμπτωματικά παρέμεινα στο θέατρο. Και παρότι δούλευα συνεχώς στο θέατρο, για πολλά χρόνια αισθανόμουν ότι ήμουν με το ένα πόδι εκτός. Ίσως γιατί παράλληλα τα πρωινά δούλευα ως εργάτης όπου έβρισκα; Ίσως γιατί νόμιζα ότι δεν ανήκω πραγματικά στο θέατρο; Δεν ένιωθα ηθοποιός. Όμως, τελικά, με κέρδισε αυτό που έκανα».
«Δείπνο ηλιθίων»: «Πάντα σε κάθε έργο που ανεβάζω θέλω να έχω ένα κίνητρο. Με το “Δείπνο ηλιθίων” ήθελα να μιλήσω για τις ταμπέλες που βάζουμε εύκολα στους συνανθρώπους μας, για τον κοινωνικό ρατσισμό. Σε κάποια στιγμή της ζωής όλοι μας, για κάποιο λόγο, έχουμε υπάρξει ηλίθιοι, αδέξιοι, εύπιστοι, αφελείς. Αυτά τα ζητήματα ήθελα να θίξω με αυτή την παράσταση η οποία φαίνεται ότι λειτούργησε στον κόσμο, αφού φέτος είμαστε στην τέταρτη σεζόν της».
Ενοχές: «Φουλ της ενοχής! Είμαι πάρα πολύ ενοχικός άνθρωπος. Έχω το ένζυμο της ενοχής βαθιά ριζωμένο μέσα μου. Βάζω συνέχεια τον εαυτό μου να φταίει για όλα. Είμαι πάντα έτοιμος να άρω όλες τις αμαρτίες του κόσμου πάνω μου. Ίσως οφείλεται στο ότι λάτρευα τη γιαγιά μου, η οποία ήταν άνθρωπος της εκκλησίας και μάλλον μου πέρασε πως ό,τι κι αν κάνω με βλέπει πάντα το μάτι του Θεού».
Ευτυχία: «Α, μου είναι πολύ εύκολο να νιώσω ευτυχισμένος. Αυτή είναι και η ισορροπία μου σε σχέση με τα βάρη και τις ενοχές μου που συζητούσαμε προηγουμένως. Είμαι ευτυχισμένος με τη βάρκα μου, είμαι ευτυχισμένος όταν είμαι πάνω στη σκηνή, είμαι ευτυχισμένος με τους ανθρώπους που έχω δίπλα μου και δη με τους φίλους μου γένους αρσενικού».
Ζηλεύω: «Όχι, δεν ζηλεύω, δεν κάνω σκηνές σε επίπεδο ερωτικό. Από μικρός έλεγα, “άσε, ρε παιδί μου, τον καθένα να κάνει ό,τι θέλει, αρκεί να είναι ευτυχισμένος”».
Ήρωες: «Ο “Μικρός Ήρωας”, ο Γιώργος Θαλάσσης, ήταν ο πρώτος και απόλυτος ήρωάς μου. Στην πραγματική ζωή για μένα ήρωες είναι άνθρωποι που δεν τους φαίνεται το ηρωικό στοιχείο. Άνθρωποι εσωτερικής καύσης που κάνουν σπουδαία πράγματα χωρίς να το διατυμπανίζουν. Θυμάμαι όταν ήμουν 20 ετών είχα διαβάσει για έναν καταπληκτικό Ιάπωνα, ο οποίος είχε ένα λαχανόκηπο ανάμεσα στους ουρανοξύστες του Τόκυο και του έδιναν οι πολυεθνικές τρισεκατομμύρια για να φύγει και έλεγε, “μα, δεν μπορώ, έχω τα λάχανά μου”».
Ήττες: «Είμαι φαν της ήττας. Η ζωή μου είναι συνυφασμένη με την ήττα. Μεγάλωσα σε φτωχικό περιβάλλον, χωρίς προοπτικές, το ταξικό ζήτημα ήταν πολύ σοβαρό, τους πατεράδες μας τους διώκανε λόγω αριστερών φρονημάτων. Ζούσαμε για το σήμερα, γιατί δεν ξέραμε αν θα τη βγάζαμε μέχρι την επόμενη μέρα. Όχι μόνο, λοιπόν, είμαι συμφιλιωμένος με τη δυνητικότητα της ήττας, αλλά κάποιες φορές φτάνω και στη διαστροφή να μου αρέσει να χάνω. Τώρα, τις μόνες ήττες που δεν αντέχω είναι αυτές του Ολυμπιακού. Όταν χάνουμε, υποφέρω. Αλλά ευτυχώς δεν γνωρίζουμε συχνές ήττες με την ομάδα».
Θάνατος: «Φίλος μου. Αποδεδειγμένα. Από μικρό παιδί, όπως σας έλεγα, βρεθήκαμε πολύ κοντά. Μετά, δύο-τρεις φορές με τη μηχανή έχουμε φτάσει πάλι πολύ κοντά, μετά από σοβαρά ατυχήματα. Στη μία περίπτωση μάλιστα είχα θεωρήσει ότι ήταν θέμα λεπτών να πεθάνω. Και θυμάμαι ήμουν ψύχραιμος, ήρεμος και είχα πει, “εντάξει, μέχρι εδώ ήταν”. Δεν ήταν τελικά. Ούτε και με μια περιπέτεια υγείας που είχα πρόσφατα. Ακόμα εδώ είμαι». (χαμογελάει)
Ισορροπώ: «Το μυαλό μου είναι πάντα στη χρυσή τομή, στην ισορροπία. Τα άκρα πάντα με απωθούσαν. Μόνο όσον αφορά τις κοπέλες έχω κάνει ακραία πράγματα. (χαμογελά) Στη δουλειά μου, όμως, ποτέ δεν έχω ψάξει για κάποιο ακραίο έργο που να “ταράξει το θέατρο συθέμελα”. Προτιμώ απλώς να πω την ιστορία καθαρά για να ακουστεί το όποιο νόημά της».
Καθρέφτης: «Δεν έχω καμία σχέση με τον καθρέφτη. Δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να μου αρέσει ή να μη μου αρέσει η φάτσα μου. Ακόμα και ως έφηβος δεν κοίταξα ποτέ τον εαυτό μου στον καθρέφτη να δω αν είμαι ωραίος για τα κορίτσια. Τώρα, όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη, βλέπω να με κοιτάζει ένας μεγάλος σε ηλικία τύπος. Αρκετά μεγαλύτερος, τέλος πάντων, από όσο πραγματικά νιώθω».
Λιμάνι: «Από μικρό παιδί για λιμάνι είχα τους φίλους μου. Είχα δύο τρομερά στοργικούς γονείς, οι οποίοι όμως δεν ήξεραν γράμματα, και ουσιαστικά με μεγάλωσαν οι φίλοι μου. Πάντα είχα φίλους δίπλα μου. Ο πατέρας μου μού έλεγε: “Δεν ξέρω τι θα γίνεις, τι θα κάνεις, να έχεις πάντα φίλους”».
Μάνα: «Η μαμά μου ήταν μία απίστευτη τύπισσα, αεικίνητη, βρισκόταν παντού, όπου υπήρχε ανάγκη. Ήταν η Μητέρα Τερέζα της γειτονιάς. Πάντα μια μεγάλη αγκαλιά. Κανένας φίλος μου δεν έλεγε τη μάνα μου “κυρία Τούλα”. Όλοι την αποκαλούσαν “μαμά”. Επίσης, έβλεπε πάντα την αστεία, τη θετική πλευρά των πραγμάτων. Γελούσε με το τίποτα. Έκανε πλάκα με τη ζωή. Νομίζω ότι αυτό το χαρακτηριστικό της το έχω πάρει και εγώ».
Ντρέπομαι: «Ντρέπομαι συχνά για διάφορα πράγματα που συμβαίνουν. Και στενοχωριέμαι ταυτόχρονα βαθιά. Γενικώς, πάντως, δεν βλέπω να ντρέπονται συχνά οι άνθρωποι στην Ελλάδα για όσα κάνουν. Δεν λένε καν συγγνώμη όταν σφάλλουν. Φωνάζουν. Και θορυβούν. Αντί να ντρέπονται».
Ξαγρυπνώ: «Παιδιόθεν. Από 12 ετών που είχα αποκτήσει ένα τρανζιστοράκι και το είχα καβάτζα κάτω από το μαξιλάρι μου άκουγα κρυφά από τους γονείς μου μουσική μέχρι τις 3.00-4.00 το ξημέρωμα, όταν στις 7.00 έπρεπε να ξυπνήσω για το σχολείο. Πάντα μου άρεσε τρομερά η νύχτα. Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να κοιμηθώ πριν τις 5.00 το πρωί».
Όνειρα: «Ένα όνειρο που βλέπω από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι τώρα είναι ότι έχω φτερά και πετάω και νιώθω απεριόριστα ευτυχισμένος. Όσο για τους εφιάλτες που βλέπω είναι οι κλασικοί των ηθοποιών: ότι έχω ανέβει στη σκηνή και έχω ξεχάσει τα λόγια μου ή ότι έχω πάει σε άλλο έργο να παίξω».
Όχι: «Στη ζωή μου δεν έχω επιμείνει ποτέ και για τίποτα. Μόλις μου πεις “όχι”, έχω φύγει. Δεν θα επιμείνω ούτε να σε πείσω ούτε να κάνω το δικό μου. Παίρνω τα πράγματα όπως έρχονται. Δεν παρεμβαίνω στη ροή της ζωής».
Παιδική ηλικία: «Ήμουν αυτό που λένε καλό παιδί. Καλός μαθητής, με καλούς τρόπους, αλλά και πολύ άτακτος. Έτρωγα συχνά ξύλο στο σπίτι, γιατί δεν άκουγα. Πήγα να σκοτωθώ κάποιες φορές πηδώντας από παράθυρα, ανέβαινα σε ένα διώροφο από μία περικοκλάδα για να δω τζάμπα σινεμά σε ένα θερινό, τσάκισα το πόδι μου μια φορά –το ότι δεν έμεινα κουτσός οφείλεται σε ευτυχή σύμπτωση, και φυσικά ποτέ δεν επέστρεφα σπίτι την ώρα που μου έλεγαν».
Ρίζες: «Η μητέρα μου ήταν από τη Νάξο και ο πατέρας μου από τα Καλάβρυτα. Τη Νάξο τη λατρεύω, γιατί από μικρό με έστελνε εκεί η μητέρα μου να περνάω το καλοκαίρι σε ένα μοναστήρι με καλόγριες. Όταν έχασα τη μάνα μου, πήγα και πήρα ένα σπιτάκι στη Νάξο για να κρατήσω τη ρίζα».
Σκέψεις: «Συχνά σκέφτομαι ότι είναι αστείο να παίρνουμε τον εαυτό μας στα σοβαρά. Δεν είμαστε τόσο σοβαρές περιπτώσεις όσο νομίζουμε ή όσο θέλουμε να νομίζουμε».
Τύχη: «Οφείλω πολλά σε αυτή τη θεά. Μπορεί να ήμουν πάντα άτυχος σε οποιοδήποτε τυχερό παιχνίδι, να μην μου έπεσε ποτέ το φλουρί της πρωτοχρονιάτικης πίτας στο πατρικό μου, οι φίλοι μου να έχουν γελάσει πολύ με τις διάφορες γκίνιες μου, όμως όλες αυτές τις συμπτώσεις που έχουν αποφασίσει για το πώς θα πορευτώ στη ζωή μου μόνο ως καλή τύχη μπορώ να τις εκλάβω. Το ότι ζω μέχρι σήμερα επίσης τύχη είναι».
Υγεία: «Δεν τη φρόντισα ποτέ την υγεία μου. Αλλά με τα χρόνια οι γιατροί με έχουν πείσει ότι αυτή η στάση είναι δείγμα έλλειψης πολιτισμού. Είμαι απολίτιστος στο θέμα της υγείας, αλλά έχω αρχίσει να κάνω προσπάθειες. Προσπαθώ να προσέχω περισσότερο, να κάνω εξετάσεις, να μην κάνω χοντράδες». (χαμογελά)
Φοβάμαι: «Φοβάμαι πως μερικές φορές δεν φοβάμαι αρκετά. Και το έχω πληρώσει ακριβά. Ίσως να υπάρχει κάποιο εγωιστικό θέμα εκεί που με παρασύρει και λειτουργώ σαν να έχω άγνοια κινδύνου. Δεν φοβάμαι την ώρα που πρέπει να φοβηθώ ή δεν φοβάμαι αυτό που πρέπει να φοβηθώ».
Χρήματα: «Δεν το έχω καθόλου με τα χρήματα. Μάλλον είναι ενοχική η σχέση μου μαζί τους. Ενώ δουλεύω από 12 ετών και πάντα έλεγα να έχω κάτι στην άκρη σε περίπτωση ανάγκης, δεν κατάφερα ποτέ μου να αποταμιεύσω. Τα σκορπάω, τα δίνω, σαν να είναι αμαρτία να έχω χρήματα. Είναι το ενοχικό που λέγαμε. Επειδή μεγάλωσα φτωχικά, επειδή είμαι αριστερός, σαν να μην τα δικαιούμαι».
Ψέματα: «Αμέ, ναι, λέω. Από μικρό παιδί το είχα πολύ εύκολο το ψέμα. Είχα πολλή φαντασία και εφευρετικότητα. Όταν έκανα μια ζημιά, για να αποφύγω την τιμωρία, έβρισκα πολύ πειστικά ψέματα. Μεγαλώνοντας με έπιασε ο εγωισμός, “σιγά τώρα, θα πω ψέματα γιατί θα φοβηθώ;”. Και έχω πάει στο άλλο άκρο και έχω κάνει χοντράδες λέγοντας την αλήθεια, γιατί υπάρχουν και ψέματα που πρέπει να λέγονται για το καλό όλων».
Ωραίοι Έλληνες: «Υπάρχει ένα 5-6% Ελλήνων στους οποίους πρέπει να αισθανόμαστε ευγνώμονες που κρατάνε ακόμα όρθια αυτή τη χώρα. Γιατί η συντριπτική πλειοψηφία μας είναι άνθρωποι αγενείς, μικρόψυχοι, με τεράστια Εγώ τα οποία δεν δικαιολογούνται από πουθενά και με τη βασική πεποίθηση ότι τους χρωστά όλος ο κόσμος για να περνούν αυτοί καλά».
* Ο Σπύρος Παπαδόπουλος πρωταγωνιστεί στην πολυβραβευμένη κωμωδία του Φρανσίς Βεμπέρ «Δείπνο Ηλιθίων» η οποία παρουσιάζεται στο αθηναϊκό θέατρο Κάππα στην Αθήνα, για 4η συνεχή σεζόν, μετά από 580 παραστάσεις και 180.000 θεατές.
iob29@yahoo.com