Η Κύπρια πανεπιστημιακός νιώθει ότι δεν διαφέρει και πολύ η δουλειά του ιστορικού απ’ αυτή του ηθοποιού ή του σκηνοθέτη.

Στην πρώτη του έκδοση στα αγγλικά το 2018, το βιβλίο της «Τραυλίζοντας το έθνος» έλαβε τρία περίοπτα διεθνή ακαδημαϊκά βραβεία, στους τομείς των νεοελληνικών, ιταλικών και μεσογειακών σπουδών. Στο βιβλίο αυτό, η επίκουρη καθηγήτρια ιταλικής και μεσογειακής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης επανεξετάζει το ξεχασμένο σύμπαν μιας γενιάς Επτανήσιων διανοουμένων, επιφανών μαρτύρων της μακράς μετάβασης από έναν κόσμο αυτοκρατοριών σ’ έναν κόσμο εθνών-κρατών, με φόντο την εποχή των επαναστάσεων. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον «μακρύ 19ο αιώνα», η Κωνσταντίνα Ζάνου μελετά την ιστορία του πνεύματος και της λογοτεχνίας αλλά και τις τροχιές και τις ιδέες των μετακινούμενων ανθρώπων. Η ίδια θεωρεί την ιστορία λογοτεχνικό είδος και πιστεύει ότι όσο πιο καλός ιστορικός είναι κανείς, τόσο πιο λίγα πράγματα μπορεί να πει με σιγουριά. Αισθάνεται επίσης ότι η πατρίδα αλλάζει αναλόγως με το πού βρισκόμαστε. Με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου της στα ελληνικά, εξηγεί τη σύνδεση των εννοιών του έθνους και της πατρίδας με την πολιτική μας ύπαρξη και δεν παραλείπει ν’ αναφερθεί στους «ηττημένους εθνικισμούς» της Κύπρου.

– Το «τραύλισμα» του τίτλου αναφέρεται στον Ούγο Φώσκολο που έγραφε μεταφορικά ότι «τραυλίζει τα ιταλικά». Γιατί θεωρήσατε το σχήμα τόσο ουσιώδες για να δώσει τον τίτλο στο βιβλίο; Ο Ούγο Φώσκολο, Ζακυνθινός που έμαθε τα ιταλικά σε μεγάλη ηλικία, θεωρείται σήμερα ένας από τους εθνικούς ποιητές της Ιταλίας. Ωστόσο, όπως λέει ο ίδιος, «τραύλιζε» σ’ αυτή τη γλώσσα. Δυο άλλοι Ζακυνθινοί που γεννήθηκαν την ίδια περίπου περίοδο με τον Φώσκολο, ο Ανδρέας Κάλβος κι ο Διονύσιος Σολωμός, κατέληξαν να γίνουν εθνικοί ποιητές της Ελλάδας ενώ «τραύλιζαν» τα ελληνικά. Αυτοί, όπως κι όλοι οι χαρακτήρες του βιβλίου, ήταν άτομα που γεννήθηκαν μέσα στο πολυγλωσσικό σύμπαν της Βενετικής Αδριατικής. Με την κατάρρευσή του, ταυτίστηκαν μ’ ένα από τα έθνη- κράτη που δημιουργήθηκαν στην περιοχή. Ενώ όμως προηγουμένως, στον καιρό των αυτοκρατοριών, η γλώσσα δεν υποδήλωνε παρά μόνο την κοινωνική θέση του καθενός, πλέον ήταν συνυφασμένη με την εθνική ταυτότητα. Όσο πιο πολύ η γλώσσα αποκτούσε συμβολική βαρύτητα, τόσο περισσότερο αυτά τα άτομα άκουγαν την ομιλία τους να βγαίνει ως «τραύλισμα». Ένιωθαν δηλαδή μια ασυμφωνία ανάμεσα στη γλώσσα τους και τους νεογέννητους πατριωτισμούς τους. Το βιβλίο περιγράφει ακριβώς αυτή την ξεχασμένη ιστορική περίοδο του «τραυλίσματος», όταν οι άνθρωποι ένιωθαν τον κόσμο που ήξεραν να χάνεται κάτω από τα πόδια τους και προσπαθούσαν να ψελλίσουν τη νέα γλώσσα του έθνους.

– Συμφωνείτε με την άποψη του Αντώνη Λιάκου ότι η ποίηση και γενικότερα η λογοτεχνία αποτυπώνουν την ελληνική ταυτότητα πριν από την Ιστορία; Πού το αποδίδετε αυτό; Ο Αντώνης Λιάκος είναι ο μεγαλύτερος δάσκαλος που είχα- και πλέον ένας αγαπημένος φίλος και συνομιλητής. Από εκείνον έμαθα στο πρώτο έτος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών ότι η ερμηνεία προηγείται του ιστορικού γεγονότος κι όχι το αντίθετο. Δηλαδή, τα «ιστορικά γεγονότα» τα φτιάχνουν οι ιστορικοί μ’ αυτά που αφηγούνται, με όσα δηλαδή επιλέγουν να ψαρέψουν από τη θάλασσα των άπειρων συμβάντων του παρελθόντος, με τον τρόπο που τα εξετάζουν, με τα ερωτήματα που θέτουν, με τις ερμηνείες που δίνουν. Ξέρω καλά, για παράδειγμα, ότι ενώ το βιβλίο μου πραγματεύεται αληθινά γεγονότα, είναι όπως όλα τα βιβλία κατά μεγάλο μέρος αυτοβιογραφικό· εκκινεί δηλαδή από ερωτήματα της εποχής μου και λέει πολύ περισσότερα για μένα παρά για τους χαρακτήρες μου καθαυτούς. Επομένως, επιστρέφοντας στη θέση του Αντώνη για την οποία με ρωτάτε, εγώ θα έλεγα ότι θεωρώ την ίδια την ιστορία ως λογοτεχνικό είδος. Δεν υπάρχει δηλαδή «Ιστορία» με κεφαλαίο, που γράφεται μια και διαπαντός, αλλά ιστορίες που αλλάζουν με τις μεταβαλλόμενες ταυτότητές μας- ελληνικές ή άλλες.

– Με ποιον τρόπο η ιστορία συνδυάζεται με τον μαγικό κόσμο του θεάτρου; Ποια η συμβολή του πατέρα σας, Χρίστου Ζάνου, στη διαμόρφωση αυτής σας της πεποίθησης; Η συμβολή του πατέρα μου ήταν καθοριστική! Όταν πριν από αρκετά χρόνια διάβασε το πρώτο προσχέδιο ενός κεφαλαίου που είχα ετοιμάσει, μού λέει «καλό είναι αλλά πού είναι οι χαρακτήρες σου;» Από τότε λοιπόν άρχισα να βλέπω αυτό που έγραφα ως ιστορικό δράμα που πρέπει να ειπωθεί μέσα από τις ματιές των ανθρώπων που το βίωσαν, παρά μέσα από την αποστασιοποιημένη ματιά της ιστορικού. Έπρεπε να ζωντανέψω τους χαρακτήρες, να βάλω στο κέντρο της σκηνής τα πρόσωπα του δράματος. Έτσι λοιπόν, το βιβλίο μου κατέληξε να είναι μια μελέτη των μεγάλων ιστορικών αλλαγών ειπωμένη όμως μέσα από τις μικρές ιστορίες συγκεκριμένων ανθρώπων. Γι’ αυτό και νομίζω πως διαβάζεται σαν μυθιστόρημα -το ελπίζω δηλαδή! Βέβαια, οι προηγούμενες σπουδές μου στο θέατρο έπαιξαν επίσης κάποιο ρόλο σ’ αυτό. Νιώθω πια ότι δεν διαφέρει και πολύ η δουλειά της ιστορικού απ’ αυτή της ηθοποιού ή του σκηνοθέτη.

– Είναι αντιφατική η έννοια «διεθνικός πατριωτισμός»; Κατέληξε να είναι αντιφατική από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής. Δεν ήταν αντιφατική στην εποχή που περιγράφω, αυτό προσπαθώ να δείξω στο βιβλίο. Τα έθνη γεννήθηκαν χέρι- χέρι με το όραμα της ελευθερίας και των συνταγματικών δικαιωμάτων, δηλαδή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Το έθνος ήταν κάποτε η πιο διεθνική ιδεολογία. Ο εθνικισμός δεν είχε πάρει ακόμα την αποκλειστική, επιθετική και ρατσιστική χροιά που έλαβε αργότερα, αλλά ήταν μια έννοια ανοιχτή και αδελφική. Ο Νικολό Τομαζέο για παράδειγμα, ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου μου, έλεγε ότι όσο πιο πατριώτης είναι κανείς, τόσο πιο πολύ πρέπει ν’ αγαπάει την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Πεποίθησή του ήταν ότι κανένα έθνος δεν είναι ανώτερο απ’ οποιοδήποτε άλλο κι ότι καθένα θα πρέπει να αναπτύσσεται βοηθώντας, στηρίζοντας και σεβόμενο τα άλλα. Πολλοί από τους χαρακτήρες που παρελαύνουν στο βιβλίο, έφεραν πολλαπλές εθνικές ταυτίσεις. Δεν ήταν ανάγκη ακόμα, για παράδειγμα, να είσαι είτε Έλληνας είτε Ιταλός. Μπορούσες να είσαι και τα δύο. Αυτή η στιγμή του «διεθνικού πατριωτισμού» κράτησε όμως πολύ λίγο. Μετά η ιστορία τράβηξε μόνο ένα από τα δυνητικά μονοπάτια που άνοιξαν με την πτώση των αυτοκρατοριών. Υπό αυτή την έννοια, το βιβλίο αφηγείται την ιστορία ενός «χαμένου μέλλοντος» του παρελθόντος, μιας ήττας.

– Τι σημαίνει να είσαι διεθνικός πατριώτης στην εποχή μας; Ποια είδη διεθνισμού θεωρείτε θεμιτά και εφικτά; Υπάρχουν όντως στην εποχή μας είδη διεθνισμού ή πολυεθνισμού. Κι αυτό διότι παρόλη τη διάσπαση του κόσμου σε κλειστά και αλληλοαποκλειόμενα έθνη- κράτη με αδιαπέραστα σύνορα, οι άνθρωποι κινούνται- όπως κινούνταν άλλωστε πάντοτε. Υπάρχουν βεβαίως διάφορα είδη κίνησης, περισσότερο ή λιγότερο προνομιούχα. Προνομιούχοι ακαδημαϊκοί ή καλλιτέχνες σαν εμένα, για παράδειγμα, ζουν ανάμεσα σε διάφορες χώρες και γλώσσες, έχουν πάνω από ένα διαβατήρια, διδάσκουν σε πανεπιστήμια παγκόσμιας εμβέλειας με φοιτητές από όλο τον κόσμο που μιλούν 3-4 γλώσσες ο καθένας, έχουν φίλους σε κάθε άκρη της γης, και ταυτίζονται με διάφορα πολιτικά ζητήματα που απασχολούν τους ανθρώπους σε διεθνικό επίπεδο. Στις ζωές αυτών των ανθρώπων το τοπικό εμπλέκεται με το παγκόσμιο. Υπάρχουν όμως λιγότερο προνομιούχοι άνθρωποι εν κινήσει, οι πρόσφυγες για παράδειγμα, που δεν έχουν την πολυτέλεια του κοσμοπολιτισμού. Παρόλα αυτά, όταν αναγκάζεσαι να φύγεις από τον τόπο σου, ο κόσμος σου αναποδογυρίζεται, καλείσαι να αμφισβητήσεις πολλά από όσα θεωρούσες δεδομένα και θέτεις ερωτήματα που δεν είχες σκεφτεί ποτέ, για τη φυσικότητα των εθνικών ταυτοτήτων και τη βιαιότητα των συνόρων για παράδειγμα. Μπορεί σήμερα να είμαι μια προνομιούχα κοσμοπολίτισσα, αλλά τα ερωτήματα αυτά μου δημιουργήθηκαν διότι μεγάλωσα ως πρόσφυγας στο κατακερματισμένο από σύνορα και ταυτότητες τοπίο της Λευκωσίας. Επομένως, είδη διεθνικού πατριωτισμού γεννιούνται μέσα από την κίνηση των ανθρώπων, προνομιούχα ή μη, που είναι και το μόνιμο χαρακτηριστικό της ιστορίας. 

– Νοείται σήμερα πατρίδα χωρίς έθνος; Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς κάτι τέτοιο, διότι από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής αυτές οι δύο έννοιες ταυτίστηκαν. Παρόλα αυτά, το τι νόημα έχει το έθνος και πώς το συνδέουμε με την πολιτική μας ύπαρξη είναι μια υπόθεση ανοιχτή. Πολύ διαφορετικά, για παράδειγμα, βιώνεται το έθνος σε μια ομοσπονδιακή και αχανή χώρα όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία είναι στην καρδιά της φτιαγμένη από μετανάστες, παρά σε μια χώρα όπως η Κύπρος. Από την άλλη, η πατρίδα στην καθημερινότητά μας μπορεί να είναι μια πόλη (ας πούμε η σχέση των Νεοϋρκέζων με την πόλη τους), ένα χωριό, μια γειτονιά (για παράδειγμα η σχέση των Αγλαντζιωτών με την Αγλαντζιά), ένα νησί, ένα κράτος, ή ακόμα μια ολόκληρη ήπειρος. Επίσης, η πατρίδα αλλάζει αναλόγως με το πού βρίσκεται ο καθένας. Εγώ ας πούμε όταν είμαι στην Καλιφόρνια νιώθω Ευρωπαία, όταν είμαι στη βόρεια Ευρώπη νιώθω Μεσογειακή, όταν είμαι στην Ελλάδα νιώθω Κύπρια, όταν είμαι στη Λεμεσό νιώθω Λευκωσιάτισσα κι όταν είμαι στη Λευκωσία νιώθω Νιουγιορκέζα! Υπάρχουν μικρές και μεγάλες πατρίδες. Πρέπει να είμαστε ανοιχτοί στα να αναγνωρίζουμε τη ρευστότητά τους. 

– Γιατί ο ιστορικός David Armitage θεωρεί «λιγότερο κατανοητή εξέλιξη στη νεότερη ιστορία» τις γενεσιουργές διαδικασίες των εθνών κρατών που αντικατέστησαν τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες; Τώρα είμαστε τόσο πολύ εμποτισμένοι με την ιδεολογία του έθνους που δεν μπορούμε να φανταστούμε τον κόσμο έξω από αυτό. Τα πάντα, από τη γλώσσα και την ιστορία μας, μέχρι την ταυτότητά μας, τις λογοτεχνικές μας παραδόσεις, την παιδεία μας και τους πολιτικούς μας θεσμούς, τα καταλαβαίνουμε μέσα από το πρίσμα του έθνους. Ξεχνάμε όμως ότι για χιλιάδες χρόνια, μέχρι δηλαδή τα τέλη του 18ου αιώνα, οι άνθρωποι ζούσαν μέσα σε τεράστιες πολυεθνοτικές αυτοκρατορίες ή σε περιορισμένης έκτασης δουκάτα και πόλεις- κράτη. Το πώς το έθνος- κράτος έχει επιβάλει τόσο δυναμικά την παρουσία του στην σκηνή της ιστορίας τα τελευταία 200 χρόνια είναι ένα γεγονός ακόμα κατά πολλοίς ακατανόητο. Οι ιστορικοί προσπαθούν να εξηγήσουν πώς τόσα εκατομμύρια άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για μια τόσο αφηρημένη ιδέα όπως αυτή του «έθνους». Η προσπάθειά μας είναι να κατανοήσουμε όχι μόνο τις ευρύτερες εξελίξεις που οδήγησαν στη γένεση της ιδέας αυτής, αλλά και το νόημα με το οποίο οι άνθρωποι τη γεμίζουν.

– Πώς έφτασε ο όρος «φιλελεύθερος» και «φιλελευθερισμός» να είναι παρεξηγήσιμος στην εποχή μας; Νομίζω ότι αυτός που είναι παρεξηγήσιμος είναι ο όρος «νεοφιλελεύθερος» και μάλιστα όχι απ’ όλους, αλλά από τους αριστερούς. Ο «φιλελευθερισμός» τον οποίο πραγματεύεται το βιβλίο μου δεν έχει να κάνει τόσο με την οικονομία (αν και συνδέθηκε και μ’ αυτήν σε ορισμένες περιπτώσεις) όσο με την έννοια των συνταγματικών δικαιωμάτων. Φιλελεύθεροι (Liberali) δηλαδή ονομάζονταν στις αρχές του 19ου αιώνα όλοι όσοι υποστήριζαν τα συντάγματα έναντι της απολυταρχικής εξουσίας των μοναρχών και της αυθαίρετης εξουσίας της Εκκλησίας. Ήταν φιλελεύθεροι με την ετυμολογική έννοια της λέξης, αγαπούσαν δηλαδή την ελευθερία. Οι Φιλελεύθεροι αυτή την εποχή αντιπαρατίθενται με τους αντιδραστικούς, τους αντεπαναστάτες και κάποτε τους συντηρητικούς. Στο βιβλίο μου βέβαια δείχνω ότι όλοι αυτοί οι διαχωρισμοί δεν ήταν κάθετοι και αλληλοαποκλειόμενοι.

– Διακρίνετε να έχει εδραιωθεί σήμερα μια εντονότερη επιφυλακτικότητα κι ένας σκεπτικισμός απέναντι στην ιστορική επιστήμη; Υπάρχει ένας σκεπτικισμός απέναντι κυρίως στις θετικές επιστήμες θα έλεγα. Το είδαμε με την πανδημία. Υπάρχει μια τάση να μειώνεται η σημασία των πανεπιστημιακών σπουδών αφού ο καθένας νομίζει ότι μπορεί να βρει ό,τι πληροφορία θέλει στο διαδίκτυο. Άρα, ο καθένας μιλάει ως επιστήμονας (ή ως ιστορικός αφού με ρωτάτε για την ιστορία) με τρομερή αυτοπεποίθηση. Στο πανεπιστήμιο όμως πας όχι για να συσσωρεύσεις πληροφορίες, αλλά για να μάθεις να σκέφτεσαι διαφορετικά. Όσο πιο καλός ιστορικός είναι κανείς, τόσο πιο λίγα πράγματα μπορεί να πει με τη σιγουριά που έχει ένας αδαής. Το πανεπιστήμιο σε διδάσκει πώς να αμφισβητείς, πρώτα και κύρια τον εαυτό σου. Εν οίδα ότι ουδέν οίδα, έλεγε ο Σωκράτης. 

– Γιατί πιστεύετε ότι οι Κύπριοι ταλανίζονται ακόμη από ζητήματα ταυτότητας; Πρώτα απ’ όλα, διότι η Μεγάλη Ιδέα δεν πέθανε με την Μικρασιατική Καταστροφή. Υπάρχει δηλαδή ζωντανή ακόμα η πεποίθηση ότι το ελληνικό έθνος είναι πολύ μεγαλύτερο από τα πολιτικά του σύνορα κι ότι απλώνεται σ’ έναν απροσδιόριστο χώρο που αντιστοιχεί πάνω- κάτω στην άλλοτε Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Κύπρος θεωρείται βεβαίως μέρος του «αλύτρωτου» αυτού ελληνισμού. Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, ο ελληνοκυπριακός- αλλά κι ο τουρκοκυπριακός, για άλλους λόγους- είναι εθνικισμοί ηττημένοι, που δεν βρήκαν πραγμάτωση μέσα από την ταύτιση του έθνους με το κράτος όπως έγινε στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Υπάρχουν όμως και πολλά άλλα πράγματα που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ιστορία αυτού του τόπου, όπως η βία και η μνησικακία, τα οποία εξηγεί πολύ καλά ο Νιαζί Κιζίλγκιουρεκ στο τελευταίο του βιβλίο.

– Είναι υπερβολικό να πούμε ότι πάσχουν από βαριάς μορφής ιστορική σχιζοφρένεια; Υπάρχει πάντως σίγουρα μια σχιζοφρένεια κυρίως σε ό,τι αφορά το κατακερματισμένο τοπίο αυτού του νησιού και τα πολλαπλά καθεστώτα εξαίρεσης εντός των συνόρων του. Εμένα τουλάχιστον, αυτή η σχιζοφρένεια με καθόρισε ως άνθρωπο κι ως ιστορικό. Έννοιες όπως η πατρίδα, το σύνορο, η ιδιοκτησία και η αίσθηση του συνανήκειν τίθενται ως ερωτηματικά όταν κανείς μεγαλώνει σ’ αυτό τον τόπο.

– Έχει βάση η παράδοξη ιδέα ότι κάποιες φορές οι άνθρωποι διατηρούν τον πατριωτισμό τους μόνο εγκαταλείποντας την πατρίδα τους; Ο «μύθος της εξορίας», τον οποίο αναλύω στο βιβλίο, συνδέθηκε με την ιδέα του έθνους κατά την περίοδο του Ρομαντισμού (αρχές, δηλαδή, του 19ου αιώνα) αλλά προϋπάρχει σε πολλές αρχαίες λογοτεχνικές παραδόσεις, ξεκινώντας από την Οδύσσεια, τη Βίβλο και αργότερα την Αινειάδα. Βασίζεται στην ιδέα ότι όπου δεν υπάρχει ελευθερία δεν υπάρχει ούτε πατρίδα κι επομένως οι άνθρωποι είτε που γίνονται εξόριστοι στο ίδιο τους το σπίτι είτε που φεύγουν για να ανακτήσουν την ελευθερία τους και εντέλει τον πατριωτισμό τους. Όπως πολλά ρομαντικά μοτίβα, έτσι κι αυτό καλά κρατεί στις συλλογικές και ατομικές μας φαντασιώσεις. Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι, για παράδειγμα, που νιώθουν μόνιμα ότι ανήκουν «κάπου αλλού» από ‘κει που είναι, σε μια άλλη κοινωνία ή ακόμα σε μια άλλη ζωή. Το αίσθημα της εξορίας και η νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες και τις μη βιωμένες ζωές είναι κάτι που γνωρίζουμε πολύ καλά στην Κύπρο.

– Ζώντας πλέον μακριά από την Κύπρο, νιώθετε να επιβεβαιώνεται και σε προσωπικό επίπεδο ο «μύθος της εξορίας»; Μια ζωή εν κινήσει όπως η δική μου, που ξεκίνησε από μια κατάσταση εξορίας (την προσφυγιά) και που τώρα διάγεται σε πολλές πατρίδες, γλώσσες και πολιτισμικά πλαίσια, είναι βέβαια εμποτισμένη συχνά με νοσταλγική διάθεση. Πολλές φορές μάλιστα αυτή η νοσταλγία λειτουργεί ως καταφύγιο: όταν για παράδειγμα δεν μου αρέσουν κάποιες συμπεριφορές στη Νέα Υόρκη, σκέφτομαι πως εγώ δεν έχω καμία σχέση μ’ αυτά γιατί είμαι Κύπρια, ενώ όταν με πνίγει η Κύπρος σκέφτομαι πως είμαι Νιουγιορκέζα και ανακουφίζομαι. Γενικότερα, πάντως, δεν είμαι νοσταλγικός τύπος και δεν νιώθω εξόριστη. Δεν θα ήθελα να είμαι πουθενά αλλού από τον τόπο που είμαι σήμερα, δηλαδή ανάμεσα Κύπρου -ολόκληρης, όχι μόνο της «δικής μας» πλευράς-, Νέας Υόρκης, Ιταλίας και Ελλάδας. Αυτά όλα μαζί είναι η πατρίδα μου κι όχι ξεχωριστά το καθένα μόνο του.

– Ποιο θα ιεραρχούσατε ως το μεγαλύτερο ιστορικό έγκλημα του 21ού αιώνα; Πρώτα απ’ όλα, που καταστρέψαμε τον πλανήτη και δεν φαίνεται να μας πολυνοιάζει. Αλλά και το ότι αναβιώσαμε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αυτή τη φορά με τους πρόσφυγες και τους απανταχού κατατρεγμένους κλεισμένους εκεί μέσα. Το ότι σπρώχνουμε τα φουσκωτά πίσω στη θάλασσα και αφήνουμε γυναίκες και αβοήθητα παιδιά να πνιγούν στα νερά της Μεσογείου χωρίς ίχνος ντροπής. Κοινωνίες και άνθρωποι που πέρασαν τα ίδια πριν ούτε καν από 100 χρόνια. Ας θυμηθούμε, αφού είναι κι η επέτειος, τι γινόταν στις ακτές της Σμύρνης το 1922, πόσοι άνθρωποι έμειναν αβοήθητοι τότε να πνιγούν ή να καούν.

– Αν η ιστορία μας διδάσκει, γιατί μοιάζει να κάνει κύκλους; Έχουν νόημα οι ιστορικές συγκρίσεις; Η ιστορία δεν μας διδάσκει τίποτα. Αυτό που κάνει η ιστορία είναι να μας εξοικειώνει με διαφορετικούς και ανοίκειους τρόπους σκέψης και οργάνωσης των κοινωνιών. Μας δείχνει πως τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε κι αλλιώς και πως αυτά που θεωρούμε σήμερα ως ιερά και όσια δεν είναι παρά μόνο πρόσφατες ιστορικές κατασκευές. Η ιστορία είναι κυρίως χώρος εξάσκησης φαντασίας, η οδός μέσα από την οποία καταφέρνουμε να δούμε εναλλακτικά τον κόσμο- να τον αμφισβητήσουμε και να τον αλλάξουμε. Μ’ αυτή και μόνο την έννοια οι ιστορικές συγκρίσεις, όταν γίνονται προσεκτικά, έχουν όντως κάποιο νόημα. 

 

Ελεύθερα, 5.6.2022