Το νουάρ μυθιστόρημα «κεχριBARι» είναι το τρίτο βιβλίο του Κύπριου συγγραφέα Δώρου Αντωνιάδη, ο οποίος ζει, εργάζεται και γράφει στην Αθήνα. Στον συγγραφέα αρέσει το συνεχές διανοητικό παιχνίδι και οι ανατροπές. Η υπόθεση εκτυλίσσεται στην Άνδρο, όπου σχηματίζεται ένα ερωτικό τρίγωνο, μέχρι που το παρελθόν χτυπάει την πόρτα των τριών ηρώων και οι σκελετοί αρχίζουν να βγαίνουν από την ντουλάπα του καθενός, διψώντας μονάχα για αίμα.

– Ποιο ήταν το σημείο εκκίνησης για το «ΚεχριBARι»; Το 2014 είχα γράψει στο προσωπικό μου μπλογκ μια πρώτη έκδοση της ιστορίας αυτής, ένα διήγημα χιλίων λέξεων περίπου, για μια συνάντηση δύο -κατά τα φαινόμενα- αγνώστων ανδρών στο παγκάκι ενός λιμανιού. Το 2019 πήρα αυτό το διήγημα, το εμπλούτισα και το έφερα στις πέντε χιλιάδες λέξεις, επειδή ήθελα να το στείλω σε έναν διαγωνισμό της Κοινοπολιτείας. Η δεύτερη αυτή έκδοση, ενώ είχε βεβαίως την κεντρική ιστορία ολοκληρωμένη, όμως λόγω μικρής και πάλι έκτασης άφηνε στη φαντασία του αναγνώστη το σκοτεινό παρελθόν των ηρώων, το πώς κατέληξαν να είναι αυτοί οι χαρακτήρες και ποια ήταν η πραγματική μεταξύ τους σχέση. Την περίοδο της πανδημίας, βρήκα τον χρόνο -αλλά και τη διάθεση- να πιάσω την ιστορία από την αρχή, απαντώντας στον αναγνώστη (και στον εαυτό μου κυρίως!) όλα τα «γιατί», ξεκαθαρίζοντας έτσι πλήρως και το παρελθόν των ηρώων. Με αυτό τον τρόπο προέκυψε η τρίτη έκδοση, ένα νουάρ μυθιστόρημα, με τον τίτλο «κεχριBARι».

– Τι είναι αυτό που σε ελκύει στο είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος; Μου αρέσει το συνεχές διανοητικό παιχνίδι και οι ανατροπές. Η δράση, είτε η άμεση και συνήθως βίαιη που διαβάζουμε στα λεγόμενα hard boiled, είτε η πιο αργή και υπόγεια που συναντάμε συνήθως στα νουάρ. Το έγκλημα δηλαδή δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά εξυπηρετεί. Γύρω απ’ αυτό χτίζεται η πλοκή που προτιμώ και να διαβάζω αλλά και να γράφω.

– Πώς λειτουργείς πνευματικά μέσα στον μυστηριώδη και βίαιο κόσμο της μυθοπλασίας; Όταν γράφω, ο νέος κόσμος που πλάθω με απορροφά σχεδόν ολοκληρωτικά. Αυτό λειτουργεί μάλλον λυτρωτικά, γιατί μέσα από τις καταστάσεις που δημιουργώ για τους ήρωές μου εκτονώνομαι και εξωτερικεύω τα διάφορα άγχη καθώς και τις ανησυχίες μου. Η βία που αποτυπώνεται στο χαρτί θα έλεγα τελικά πως με ισορροπεί.

– Τι σε ζορίζει περισσότερο κατά τη διαδικασία συγγραφής; Δεν ξέρω αν το ρήμα «ζορίζει» είναι το κατάλληλο στην περίπτωσή μου. Υπάρχουν στιγμές, ώρες ή μπορεί και μέρες που κάτι θα με απασχολήσει ή θα με δυσκολέψει, κάτι που συνήθως αφορά την πλοκή, ένα αδιέξοδο που συναντώ, αλλά είναι ένα «ευχάριστο» ζόρι αυτό, επειδή εκείνη τη στιγμή λειτουργώ ως ένας μικρός Θεός. Αν κάτι δεν μου αρέσει ή δεν προχωράει, το σβήνω και το φτιάχνω από την αρχή, όσες φορές θέλω. Νομίζω πως όταν γράφω πιο πολύ ζορίζεται η οικογένειά μου η οποία πρέπει να με ανεχτεί να περιφέρομαι σαν ζόμπι, μιας και όσο διαρκεί το γράψιμο ζω περισσότερο χρόνο μέσα στον μυθιστορηματικό κόσμο που μόλις έπλασα, παρά στον αληθινό.

– Πού υστερεί το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα σε σχέση με το ευρωπαϊκό ή το αμερικάνικο και δεν βρίσκει ανάλογη ανταπόκριση; Δε θα έλεγα ότι υστερεί κάπου. Υπάρχει τεράστια άνθηση τα τελευταία χρόνια με πολύ αξιόλογες πέννες μάλιστα. Η γλώσσα είναι σίγουρα ένα πρόβλημα και σίγουρα η μη συντονισμένη εξωστρέφεια των τελευταίων ετών δε βοήθησε στο να γίνουν μεταφράσεις και να προωθηθούν κατάλληλα τα βιβλία στο εξωτερικό, κάτι που δείχνει όμως να αλλάζει. Η γνώμη μου είναι πως την επόμενη τριετία θα δούμε στα ράφια ξένων βιβλιοπωλείων αρκετά βιβλία Ελλήνων συγγραφέων και μάλιστα όχι μόνο της αστυνομικής λογοτεχνίας.