Για τον Ανθούλλη Δημοσθένους η ενασχόληση με τον Τένεσι Ουίλιαμς είναι κάτι σαν μπούσουλας ζωής.
Εκπαιδευτικός, βυζαντινολόγος, θεατρολόγος, σκηνοθέτης. Έχει πολλές ιδιότητες, αλλά εκείνη που τον γεμίζει περισσότερο, που τον συναρπάζει και ταυτόχρονα τον γειώνει, είναι αυτή του μελετητή του Τένεσι Ουίλιαμς. Εδώ και χρόνια, επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τον ποιητικό και αυτοαναφορικό κόσμο του κορυφαίου Αμερικανού δραματουργού με πεισματική προσήλωση και επιστημονική ενάργεια. Αυτή η εν εξελίξει σπουδή, που μεταξύ άλλων είχε σταθμούς έργα όπως «Η νύχτα της Ιγκουάνα» και το «Τριαντάφυλλο στο στήθος», προσεγγίζει τώρα το αινιγματικό «The Milktrain Doesn’t Stop Here Anymore» που υπό τον τίτλο «Ο άγγελος του θανάτου» ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Κύπρο από το Θέατρο Σκάλα.
– Ποιες θεωρείς αδιαπραγμάτευτες προϋποθέσεις για το ανέβασμα ενός έργου του Τένεσι Ουίλιαμς; Δεν είναι ένας οποιοσδήποτε συγγραφέας. Αποτελεί ένα τεράστιο αίνιγμα για όλους όσοι αποφάσισαν να μελετήσουν το έργο και τη ζωή του. Το ν’ ανεβάσεις στη σκηνή αυτό που λέει στα θεατρικά του είναι αρκούντως απλό. Για ν’ αναδείξεις, όμως, αυτό που εννοεί πρέπει να αφιερώσεις χρόνο και κόπο και να κάνεις βαθιά έρευνα. Συχνά, ακόμη και διάσημοι σκηνοθέτες θεωρούν ότι η μελέτη του έργου και μόνο αρκεί. Δεν θα τους κρίνω εγώ. Τους κρίνει το ίδιο το αποτέλεσμα που είναι επιφανειακό, ρηχό, άψυχο, αυθαίρετο, άκυρο. Γενικά, ο σκηνοθέτης πρέπει να κατανοήσει όσο γίνεται πιο συνολικά τον συγγραφέα μέσα από το έργο του και στη συνέχεια να τεκμηριώσει την καλλιτεχνική του πρόταση. Η έμπνευση δεν πρέπει να προκύπτει από τυχαίες ιδέες που «παντρεύονται» άστοχα με το κείμενο, αλλά από την καθοδήγηση που βρίσκει κανείς μέσα από τη βιβλιογραφία και τα ερμηνευτικά κείμενα.
– Ποια χαρακτηριστικά αναζητούσες σχετικά με τη διανομή; Το κριτήριό μου είναι πάντοτε να συνεργάζομαι με καλούς ηθοποιούς. Καλό ηθοποιό ορίζω εκείνον που είναι επιδεκτικός στη σκηνοθετική καθοδήγηση, εύπλαστος, ζυμάρι στα χέρια του σκηνοθέτη και δεν έχει τη διάθεση ν’ αποδομεί τη σκηνοθετική γραμμή κάνοντας μια παράλληλη σκηνοθεσία.
– Γιατί ανεβάζεις αυτό το έργο στη συγκεκριμένη φάση της ζωής σου; Το έργο αυτό είναι μια πραγματεία για το πώς μπορεί ο θνητός άνθρωπος να νικήσει τον θάνατο. Όταν το πιο αγαπημένο μου πρόσωπο καταδικάστηκε από τους γιατρούς σε επικείμενο τέλος, ήταν σαν να άνοιξε κάτω από τα πόδια μου μια σκοτεινή άβυσσος. Τότε άρχισα μια μακροχρόνια πάλη για να εμποδίσω τον Θάνατο ν’ αρπάξει από κοντά μου αυτό το πρόσωπο, που είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχω. Συνδιαλέγομαι με τον θάνατο κι όλο αυτό το βίωμα ή θα μεταβολιζόταν σε τραύμα ή θα εξελισσόταν σε δημιουργία.
– Ποιο είναι το ζητούμενο για τον θεατή όταν επικοινωνεί με τα μεγάλα κείμενα; Ο θεατής δεν πρέπει ν’ αναζητεί στο θέατρο την εύπεπτη διασκέδαση. Ας ανοίξει την τηλεόραση, ας πάει στον κινηματογράφο, ας παρακολουθήσει ρατσιστικές σάχλες που εκστομίζουν δημοφιλείς σκηνικοί γελωτοποιοί. Προσωπικά, δεν πιστεύω στο γέλιο. Οι άνθρωποι που καταφεύγουν διαρκώς στο γέλιο είναι οι πιο κενοί κι οι πιο δυστυχισμένοι. Το θέατρο είναι ένας ιερός χώρος όπου ο άνθρωπος πρέπει να προσέρχεται για να βαπτιστεί ξανά και ν’ αποχωρήσει μετά το τέλος της παράστασης αναγεννημένος, νέος άνθρωπος. Μια επιτυχημένη παράσταση πρέπει να λειτουργεί ως έκρηξη αγαλλίασης στην ψυχή του θεατή. Ως δυνατότητα για μια άλλη συνειδητότητα του κόσμου και για αναθεώρηση βασικών του πεποιθήσεων. Τα μεγάλα κείμενα προσφέρουν τις δυνατότητες για ουσιαστική παρέμβαση της τέχνης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
– Δεν εστιάζεις στην κωμική αγριότητα του κειμένου; Η σκηνοθετική γραμμή δεν θα μπορούσε να μη λάβει υπόψη το οξύμωρο της κωμικής αγριότητας και να το αξιοποιήσει τόσο στο κτίσιμο των εικόνων, όσο και γενικότερα στο παραστατικό γεγονός. Το έργο αυτό εγκαινιάζει την πορεία του Τένεσι Ουίλιαμς σε μια άλλη περιοχή της δραματουργίας. Ο ίδιος αποκηρύσσει τον ρεαλισμό, γυρίζει την πλάτη στις μεγάλες εμπορικές του επιτυχίες («Γυάλινος κόσμος», «Λεωφορείο ο Πόθος», «Λυσσασμένη γάτα») και υιοθετεί το γκροτέσκ, σουρεαλιστικό και καρτουνίστικο ύφος στη γραφή του. Η μεταβατική φάση τελειώνει με τη «Νύχτα της Ιγκουάνα». Εκεί έχει αναδείξει το καινούριο στυλ γραφής αλλά και τη διάθεση να γίνει ακόμη πιο ριζοσπαστικός. Στο έργο αυτό, που γράφτηκε αμέσως μετά την «Ιγκουάνα», ξεκινούν όλοι οι υπαινιγμοί για τα σπουδαία κείμενα που θα δώσει στην ύστερη περίοδο της θεατρικής του πορείας: φαντάσματα, παράνοια, κλοουνίστικοι χαρακτήρες, ψυχεδελικό περιβάλλον, φρενίτιδα, υστερία, φουτουρισμός, μινιμαλισμός, αισθητική του γκροτέσκ, συμβολισμός. Επηρεασμένος από το θέατρο του παραλόγου, απελευθερώνει μέσα του δυνάμεις που ήταν φυλακισμένες στα στενά πλαίσια της συγγραφής μελοδραματικών έργων που συγκινούσαν το κοινό και επιφανειακά προκαλούσαν συναισθηματική φόρτιση.
– Δεν τον ενδιαφέρει η συγκίνηση; Από τη «Νύχτα της Ιγκουάνα» κι έπειτα ο Ουίλιαμς ενδιαφέρεται να προβληματίσει κι όχι να συγκινήσει. Οδηγεί τον θεατή σε μια πιο δύσκολη διαδρομή. Το έργο αυτό όταν πρωτοπαρουσιάστηκε δεν είχε εμπορική επιτυχία ακριβώς γιατί στα 1963 το κοινό ανέμενε άλλον ένα «Γυάλινο κόσμο» κι όχι μια κατάβαση στις αλήθειες της μεταφυσικής. Αυτό το ξένισε και το απογοήτευσε αφάνταστα.
– Ποια η θέση της κυρίας Γκόφορθ στο σύμπαν εμβληματικών χαρακτήρων του Ουίλιαμς; Αποτελεί ένα παράδοξο. Είναι φοβερή και κωμική ταυτόχρονα. Στα λόγια της εντοπίζουμε τον πρωτότυπο τίτλο του έργου. Θεωρεί εαυτόν παντοδύναμο επειδή έχει χρήματα, τα οποία όμω, θέλει να κρατήσει για τον εαυτό της. Δηλώνει πως σταματά να παρέχει φιλοξενία σε όσους εκμεταλλεύονταν τη γενναιοδωρία της. Ο «γαλατάς» παύει να προσφέρει στους τυχοδιώκτες τα μέσα επιβίωσης. Η προσωπικότητά της, κράμα υπεροψίας, μεγαλομανίας, σνομπισμού, εγωκεντρισμού αλλά και αρετής, έχει συχνές εκφάνσεις αγριότητας, αφού κακοποιεί με όλους τους τρόπους τους ανθρώπους που εργοδοτεί. Αυτό, όμως, γίνεται με τρόπο κωμικό για τον θεατή, αφού το έργο είναι ένα εφιαλτικό παραμύθι, αλλά όχι εφιάλτης. Σ’ αυτό το παραμύθι για μεγάλους η κακιά μάγισσα ηττάται, τα τέρατα καταποντίζονται και η πριγκίπισσα σώζεται από το παλληκάρι.
– Τι κρύβεται πίσω από την επιλογή του να ονομάσει την ηρωίδα του «Γκόφορθ» (Goforth); Είναι απλό. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε ένα motto στη ζωή του: «en avant!». Προχώρα μπροστά έλεγε στον εαυτό του και στους άλλους. Η κυρία Γκόφορθ αρνείται να αποδεχθεί την πραγματικότητα και δεν προετοιμάζεται για το επέκεινα στο οποίο θα βρεθεί πολύ σύντομα. Δράττομαι της ευκαιρίας να αναφέρω ότι η σκηνική της απεικόνιση ξεκινά με την αναγνώριση του κόσμου της. Η Τζούντιθ Τόμσον εξηγεί πώς η κυρία Γκόφορθ αποτελεί αλληγορία του γρύπα, ενός μυθολογικού πλάσματος που φτιάχνει τη φωλιά του σε ψηλό και απρόσιτο σημείο πλέκοντας κομμάτια χρυσού και στη συνέχεια παραμένει μόνο σ’ αυτήν για να τη φρουρεί από λωποδύτες. Έτσι, παραπετάσματα σε χρυσό έρχονται να υπαινιχθούν τη φωλιά του γρύπα.
– Ποια η συνδρομή του σκηνικού στην όλη προσέγγιση; Οπτικοποιεί κυρίως την αντάρα της ψυχής της ηρωίδας, αλλά και τη βαρυφορτωμένη με χρυσό (υλικά βαρίδια) συνείδησή της. Ο Κρις, ως άλλος άγιος Χριστόφορος, θα την οδηγήσει στο να απαλλαγεί απ’ όλα αυτά τα βαρίδια που την εμποδίζουν να έρθει σε επαφή με την πραγματικότητα. Στο τέλος, εκείνη συγκατατίθεται στο να της αφαιρέσει τα πολύτιμα δακτυλίδια της αναγνωρίζοντας πως δεν τα χρειάζεται πια. Εκείνο που χρειάζεται είναι η ανθρώπινη καλοσύνη, την οποία βρίσκει στο πρόσωπο του Κρις. Το σκηνικό σταδιακά εξαϋλώνεται. Ο θάνατος είναι παρών. Ωστόσο, το τέλος του έργου δεν είναι βαρύ και ψυχοπλακωτικό. Απεναντίας, είναι αισιόδοξο και πανέμορφο αφού η απελπισία της εφήμερης ζωής αποσύρεται και τη θέση της παίρνει η μακαριότητα της αιωνιότητας.
– Γιατί πιστεύεις ότι ο Τένεσι Ουίλιαμς έβαλε στην προμετωπίδα του έργου απόσπασμα από το «Ταξίδι στο Βυζάντιο» του Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς; Στο Βυζάντιο βρίσκεται η αποκωδικοποίηση της «κηδείας» της κυρίας Γκόφορθ. Οι αφόρητοι πόνοι που βασανίζουν την ηρωίδα γίνονται το μαρτύριο εξιλέωσής της και την καθιστούν σεπτή μορφή. Η σορός της μετουσιώνεται σε σκήνωμα. Ο Κρις, ως κεντρική μορφή της εικονογραφίας της Κοίμησης της Θεοτόκου, υποδηλοί τον Χριστό ο οποίος παρίσταται στη σύναξη αυτή, καθώς οι άλλοι χαρακτήρες τελετουργικά πλησιάζουν, ως άλλοι απόστολοι, εκ περάτων για να θρηνήσουν το τέλος της επίγειας ζωής μιας γυναίκας που λίγο πριν φύγει αναγνώρισε μέσα της τον Θεό και εξαργύρωσε τα κρίματά της με τρομερούς σωματικούς πόνους, που την κατέστησαν μάρτυρα.
– Αναδεικνύεις τη συγκεκριμένη ερμηνεία; Η ερμηνεία αυτή δεν αποτελεί σκηνοθετική αυθαιρεσία αλλά τεκμηριωμένη πρόταση που στηρίζεται στη σύγχρονη έρευνα πληθώρας ειδικών που έχουν με τα πορίσματά τους αναθεωρήσει πολλές από τις παγιωμένες αντιλήψεις γύρω από το τι εννοούσε ο συγγραφέας στα έργα του. Ειδικά ο συμβολισμός του ονόματος του Κρίστοφερ έχει επισημανθεί επανειλημμένα στην βιβλιογραφία, σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι το συγκεκριμένο έργο αξίζει μιας επαναδιαπραγμάτευσης στη βάση του θρησκευτικού δράματος.
– Ο συγγραφέας σημείωνε ότι η Φλώρα Γκόφορθ «δεν είναι άνθρωπος αλλά οικουμενική ανθρώπινη κατάσταση». Πώς το εννοούσε; Είναι, νομίζω, σαφές πως η καταναλωτική κοινωνία επικεντρώνεται όχι στο ποιος είσαι αλλά στο πόσα έχεις. Αυτός ήταν κι ο στόχος της κυρίας Γκόφορθ: να γίνει «κάποια». Αυτή την υπόσταση που αποζητούσε δεν την κατηύθυνε σε κάτι πνευματικό, αλλά στο να γίνει πλούσια με οποιοδήποτε κόστος. Καταβαραθρώνεται ηθικά για ν’ αναρριχηθεί κοινωνικά. Αυτό το φαινόμενο είναι κυρίαρχο. Στον τόπο μας πολιτικά πρόσωπα δεν σκέφτηκαν την αξιοπρέπεια και την υπόληψή τους προκειμένου να αυξήσουν τα νούμερα του τραπεζικού τους λογαριασμού. Τελικά, έγιναν οι ίδιοι νούμερα, αφού απογοήτευσαν το υγιές κομμάτι της κοινωνίας, που ακόμη θεωρεί ότι αυτοί που αποκτούν αξιώματα πρέπει να υπηρετούν το κοινό καλό -«να αποβαίνουν εις το λυσιτελές» όπως γράφει και ο Μιχαήλ Ψελλός- κι όχι να ικανοποιούν μόνο τη ματαιοδοξία και τη φιλαργυρία τους.
– Το έργο γράφτηκε την εποχή που ο πρώην σύντροφος του συγγραφέα, Φρανκ Μέρλο, είχε διαγνωστεί με καρκίνο. Συνδέεται αυτό με τους προβληματισμούς που θέτει το έργο; Ο Φράνκ Μέρλο δεν έπαψε να είναι σημαντικός στη ζωή του, ακόμη κι όταν είχαν χωρίσει. Ο πρόωρος θάνατός του ήταν ένα τραύμα στην ψυχή του συγγραφέα που δεν έκλεισε ποτέ. Στο έργο, βέβαια, ο παραλληλισμός με την κυρία Γκόφορθ δεν αφορά τόσο τον Μέρλο όσο τον ίδιο τον Ουίλιαμς που διολίσθαινε σε μια τρομακτική ψύχωση/ ιδεοληψία ότι πρόκειται να πεθάνει πολύ σύντομα.
– Πιστεύεις ότι αντιμετώπιζε τον χρόνο ως έννοια μεταφυσική; Σε κάποιο σημείο του έργου αναφέρεται ότι τα απομνημονεύματα της κυρίας Γκόφορθ «θ’ αποδειχθούν ισάξια και μάλλον θα ξεπεράσουν το έργο του Προυστ ‘Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο’ γιατί θα είναι η πιο πρόσφατη κοινωνική κατάθεση στον πολιτισμένο χώρο». Φυσικά, αντιλαμβάνεται κανείς πως ο χρόνος έχει καταλυτική σημασία στη διαμόρφωση της μνήμης και κατά συνέπεια της ζωής. Ο χρόνος ως επίγειος, συμβολικός, μεταφυσικός, αιώνιος παράγοντας μέσα στον οποίο κινείται η ανθρώπινη ύπαρξη. Το έργο που προτείνεται είναι σαφώς δύσκολο στην πρόσληψή του. Γι’ αυτό άλλωστε η παρούσα πρόταση οδηγεί σε παγκύπρια πρεμιέρα για ένα κλασικό έργο του μεγαλύτερου ίσως θεατρικού συγγραφέα του 20ου αιώνα. Η πιθανότητα ν’ απορριφθεί από το κοινό επειδή δεν θα γίνει κατανοητό δεν είναι μικρή.
– Αυτό από μόνο του δεν συνιστά τόλμημα ολκής και θεατρική πρωτοπορία; Ασφαλώς. Επιχειρείται το φιλόδοξο ανέβασμα ενός έργου που απαιτεί από τον θεατή να διανύσει όχι μόνο μια συναισθηματική διαδρομή, αλλά κυρίως μια διανοητική κατάβαση σ’ ένα συμβολικό κόσμο, που διαρκώς φέρνει τον καθένα αντιμέτωπο με άβολες αλήθειες γύρω από την έννοια του χρόνου κι όχι μόνο. Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα μάς λέει ο «ιεροκήρυκας» Ουίλιαμς από τον σκηνικό του άμβωνα. Είμαστε, όμως, έτοιμοι να δεχθούμε πως όλα αυτά για τα οποία κοπιάζουμε και κάνουμε ενίοτε μεγάλες θυσίες είναι επουσιώδη και μάταια; Το ανέβασμα αυτού του έργου δεν εισάγει απλά μια νέα, πρωτοποριακή ανάγνωση. Η θεατρική πράξη, που αφορά στη μεταλαμπάδευση των μηνυμάτων του έργου στην κοινωνία στοχεύει στη διάνοιξη νέων οριζόντων κατανόησης του θεάτρου. Το έργο, με τα κωμικά και τα δραματικά στοιχεία του, δεν αποποιείται το βάθος της πραγμάτευσης του θέματος της διαχείρισης του θανάτου, αλλά αντίθετα η σκηνοθεσία στοχεύει να υπογραμμίσει την αλλόκοτη φύση του κειμένου, ώστε να εκμαιεύσει την εξοικείωση του κοινού με το θέατρο που οδηγεί στην πνευματικότητα- με την ευρεία σημασία της.
– Ποια είναι η δική σου σχέση με την ιδέα του χρόνου και της φθοράς; Πρόσφατα έγινα 45 ετών. Βλέπω ότι οι δυνατότητες του σώματός μου περιορίζονται. Η πυγμαχία που λειτουργούσε ως βαλβίδα εκτόνωσης είναι πλέον απαγορευμένη για μένα. Εντούτοις, δεν θα άλλαζα ποτέ τις ψυχικές αντοχές, τη διάνοιξη πνευματικών οριζόντων, τη γαλήνη και την ισορροπία που μου προσφέρθηκε ως αντιστάθμισμα όταν μπήκα στο κλαμπ των σαραντάρηδων. Δεν υπήρξα ποτέ όμορφος και δεν έχω να θρηνήσω για κάτι που δεν έχω πια όπως η κυρία Γκόφορθ. Η εσωτερική δύναμη που ενισχύεται καθώς περνούν τα χρόνια είναι ένα θαύμα που μεγαλώνει μέσα σου και σε κάνει να στέκεσαι πάνω από τις «συχνές εκρήξεις της ανθρώπινης αθλιότητας». Αυτό είναι ανεκτίμητο.
– Ποιο θα ιεραρχούσες ως το σημαντικότερο πρόβλημα στην κυπριακή θεατρική πραγματικότητα; Θα έλεγα το θεατρικό κατεστημένο. Όμως, επειδή έχω ακούσει ανθρώπους που ανήκουν σ’ αυτό να το καταγγέλλουν κιόλας, θα ήθελα να γίνω λίγο πιο περιγραφικός και συγκεκριμένος. Προϋπόθεση για ν’ ανήκεις σ’ αυτή την ομάδα που καθορίζει το θεατρικό μας γίγνεσθαι είναι να κατέχεις θέση που σου δίνει συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Αυτό αμέσως δίνει ονοματεπώνυμο στα μέλη αυτής της άτυπης συμμορίας. Η τέχνη του θεάτρου είναι μια ακριβή τέχνη. Ποιοι έχουν τη στρόφιγγα στα χέρια και ανοιγοκλείνουν τη ροή των πόρων προς συγκεκριμένους προορισμούς; Σ’ αυτούς να αναζητήσετε το σημαντικότερο πρόβλημα στην κυπριακή θεατρική πραγματικότητα. Αυτοί εκούσια ή ακούσια αδικούν, παρατυπούν, αστοχούν, εγκληματούν, καταδικάζουν, αυθαιρετούν. Αυτοί οι φαύλοι, οι ανάξιοι και διεφθαρμένοι είναι ο καρκίνος του κυπριακού πολιτισμού. Αυτοί, οι «προκομμένοι», όπως θα έλεγε κι ο Εγγονόπουλος.
* «Ο άγγελος του θανάτου», Λάρνακα, Θέατρο Σκάλα από 12/2 κάθε Σάββατο 8μ.μ. & Κυριακή 6.30μ.μ. μέχρι 13/3, Λευκωσία, Θέατρο Δέντρο, 10 & 11/3, 8μ.μ. 24652800
Φιλελεύθερα, 6.2.2022