Μαζί με την Ελένη Νικήτα ακολουθούμε τα βήματα της σπουδαίας ζωγράφου, μιας δυναμικής γυναίκας που έδρασε έξω από τα στερεότυπα της δεκαετίας του 30’ και τον ανδροκρατούμενο χώρο της τέχνης.

«Ένας ανατέλλων αστήρ είναι μία νεαρά ζωγράφος εκ Κύπρου, η Δ/νίς Λουκία Νικολαΐδου. Ειργάζετο μέχρι τούδε αθορύβως και άγνωστος εις τους πολλούς. Έξαφνα, εις την τελευταίαν Έκθεσιν του Salon d’ Automne, εκθέτει απλούν αιθέριον και συγκινητικόν πίνακα «Η μικρά Νορμανδίς» και ελκύει την προσοχήν των παρισινών τεχνοκριτικών, οι οποίοι έγραψαν επαινετικώτατα διά το έργον της». Το απόσπασμα από την εφημερίδα «Κήρυξ του Παρισιού», το οποίο αναδημοσίευσε κυπριακή εφημερίδα, είναι ένα από τα πολλά ντοκουμέντα που περιλαμβάνονται στη μονογραφία για το έργο της πρωτοπόρου Κύπριας ζωγράφου Λουκίας Νικολαΐδου (1909-1994), η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα, σε έρευνα και συγγραφή της ιστορικού Τέχνης δρος Ελένης Νικήτα.

 Η Λεβέντειος Πινακοθήκη σχεδίαζε μια έκθεση για τη Λουκία Νικολαΐδου, η πανδημία όμως ανέτρεψε τα σχέδιά της αφού ήταν δύσκολο να μεταφερθούν στην Κύπρο έργα από μουσεία και συλλογές του εξωτερικού. Έτσι, προχώρησε στην έκδοση μιας μονογραφίας η οποία, όπως σχολιάζει η διευθύντρια της Πινακοθήκης Λουκία Λοΐζου Χατζηγαβριήλ, έρχεται να συνεισφέρει στην αναγνώριση και την ανάδειξη του έργου, της ζωής και της ιστορίας της. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε έπειτα από πολύχρονη έρευνα της Ελένης Νικήτα, επιμελήτριας της Κυπριακής Συλλογής της Λεβεντείου Πινακοθήκης, η οποία είχε την τύχη να γνωρίσει απο κοντά την εικαστικό στο σπίτι της, στο Penn της Αγγλίας. Η κ. Νικήτα εντόπισε το 1987, στο εγκαταλελειμμένο πατρικό σπίτι της στη Λεμεσό, μια σειρά έργων τα οποία αγοράστηκαν για την Κρατική Συλλογή Σύγχρονης Κυπριακής Τέχνης. Συνδέθηκε στενά με την ίδια και τις τρεις κόρες της, αγοράζοντας και άλλα έργα για την Πινακοθήκη. Η ζωγράφος δώρισε κάποια έργα της στην Πινακοθήκη, ενώ και οι κόρες της προχώρησαν σε δωρεές μετά τον θάνατό της το 1994. 

Σύμφωνα με την έρευνα της συγγραφέως, η Λουκία Νικολαΐδου μεγάλωσε σε μια οικογένεια που κατατάσσεται στην ανώτερη αστική τάξη της Λεμεσού. Ήταν θυγατέρα του οινοβιομήχανου Λοΐζου Νικολαΐδη, ο οποίος διετέλεσε και διευθυντής της Λαϊκής Τράπεζας Λεμεσού που ιδρύθηκε το 1924. Προερχόμενη από τα ανώτερα οικονομικά και μορφωτικά στρώματα της λεμεσιανής κοινωνίας, το 1929 αναχώρησε για το Παρίσι για να ζήσει το όνειρό της. Έγινε η πρώτη Κύπρια που ακολούθησε και ολοκλήρωσε σπουδές σε σχολή Καλών Τεχνών. «Από μια κλειστή, συντηρητική κοινωνία, θα μεταφερθεί στην ανοιχτή και φιλελεύθερη κοινωνία του Παρισιού και θα κληθεί να ζήσει και να προσαρμοσθεί στο ελευθεριάζον πνεύμα του Montparnasse. Το πολιτισμικό σοκ θα ήταν, υποθέτω, μεγάλο», γράφει η Ελένη Νικήτα. 

Επιστρέφοντας στην Κύπρο μετά τις σπουδές της στη Γαλλία, παρουσίασε τέσσερις εκθέσεις μεταξύ 1933-1937. «Επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια η Λουκία προσπάθησε να δημιουργήσει μια ιδιόλεκτη τέχνη… Έπειτα από τις καθοριστικές εμπειρίες που της χάρισε το Παρίσι, βίωσε στην Κύπρο, ως μοναχική καβαλάρης, τη διαφορετικότητα και ταυτόχρονα την προσπάθεια του κατεστημένου να την αφομοιώσει», σχολιάζει η κ. Νικήτα. Στη συνέχεια αναζήτησε ένα καλύτερο μέλλον στο Λονδίνο, όπου το 1937 παντρεύτηκε τον Ιωάννη Βασιλείου. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το ζευγάρι, μαζί με τις δυο του κόρες που απέκτησε το 1940 και 1941, μετακόμισε από το Λονδίνο στο Penn. Εκεί το 1946 απέκτησαν και την τρίτη τους κόρη. Μακριά από τα εικαστικά δρώμενα του Λονδίνου με τις τρεις μικρές κόρες, αναγκάστηκε να αποσυρθεί από την ενεργή καλλιτεχνική ζωή. Παρ’ όλα αυτά δεν σταμάτησε να ζωγραφίζει στο εργαστήρι της που διατηρούσε στον κήπο του σπιτιού της. Η καλλιτέχνης πέθανε ήσυχα στο σπίτι της στο Penn στις 5 Ιανουαρίου 1994. 

Ελένη Νικήτα: Η Λουκία μπολιάστηκε από το φιλελεύθερο κλίμα του Παρισιού

Η Ελένη Νικήτα μιλά για τη γνωριμία της με τη ζωγράφο και την προσπάθειά της να εξασφαλίσει σημαντικά έργα της για την Κρατική Πινακοθήκη. Παράλληλα μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής και της δύσκολες συνθήκες στις οποίες δημιουργούσε σε μια εποχή που στην Κύπρο «όλα τα εδραιωμένα στερεότυπα ήθελαν τη γυναίκα να ασχολείται με τις «ταπεινές» οικιακές χειροτεχνίες και μόνο τους άνδρες με την υψηλή τέχνη».

– Ποια ήταν η αρχή του μίτου για να ερευνήσετε το έργο της Λουκίας Νικολαΐδου; Συνάντησα για πρώτη φορά το όνομα Λουκία Νικολαΐδου στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν διάβασα μια μικρή μελέτη του Αδαμάντιου Διαμαντή, δημοσιευμένη το 1956 στα Κυπριακά Γράμματα, για την καλλιτεχνική κίνηση στην Κύπρο από το τέλος του 19ου αιώνα ως τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Εκεί αναφερόταν το όνομα της Λουκίας Νικολαΐδου, η οποία είχε οργανώσει το 1934 έκθεση στη Λευκωσία. Φαντάζεστε τη συγκίνησή μου: Μια γυναίκα ζωγράφος σε έναν ανδροκρατούμενο μέχρι τότε χώρο! Από τότε άρχισα να την αναζητώ. Μετά από πολλές προσπάθειες, την εντόπισα το 1987 στο Penn της Αγγλίας.

– Είχατε την τύχη και την ευκαιρία να τη συναντήσετε το 1991 στο σπίτι της στην Αγγλία. Τι θυμάστε από εκείνη τη συνάντηση; Ήταν μια πολύ συγκινητική συνάντηση. Ύστερα από 54 χρόνια –η Λουκία έφυγε από την Κύπρο το 1937– κάποιος από την πατρίδα της ενδιαφερόταν για εκείνη και το έργο της!  Έμενε σε ένα ωραίο σπίτι με μεγάλο κήπο, στο οποίο βρισκόταν και το εργαστήριό της. Εκεί ανακάλυψα ένα ουσιαστικό έργο: Έργα που είχε φέρει μαζί της από την Κύπρο και πολλά άλλα που ζωγράφισε στην Αγγλία. Τα έργα αυτά μου αποκάλυψαν τη σχέση της Κύπρου με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό και ιδιαίτερα τη Σχολή του Παρισιού.  

​​- Όταν επιστρέψατε στην Κύπρο, επιδιώξατε να αναδείξετε το έργο της; Ήταν κάτι που έπρεπε να καταγράψει η Ιστορία της κυπριακής Τέχνης. Επιστρέφοντας στην Κύπρο, έπεισα το υπουργείο μου και οργανώσαμε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση της Λουκίας στους τρεις ορόφους της Κρατικής Πινακοθήκης. Στον κατάλογο που συνόδευε την έκθεση έγραψα το πρώτο μου κείμενο για εκείνη.

​- Το γεγονός ότι έζησε και σπούδασε στο Παρίσι, πόσο καθόρισε την ίδια ως εικαστικό αλλά και ως άνθρωπο; Την καθόρισε απόλυτα. Φάνηκε τυχερή που επέλεξε το Παρίσι και όχι το Λονδίνο ή την Αθήνα. Το Παρίσι στα χρόνια του Μεσοπολέμου ήταν το κέντρο της διεθνούς τέχνης και διανόησης. Το δε Μοντπαρνάς, στο οποίο έζησε η Λουκία τα τέσσερα χρόνια της παραμονής της εκεί, ήταν η καρδιά της πόλης. Εκεί είχαν μαζευτεί από όλα τα μέρη της Γαλλίας και του κόσμου σημαντικοί καλλιτέχνες, λογοτέχνες, μουσικοί, διανοητές, αρχιτέκτονες, φωτογράφοι. Όλη αυτή η όσμωση και ο δημιουργικός οίστρος γέννησαν πρωτοποριακά έργα και ιδέες. Θα αναφέρω ενδεικτικά ότι την ίδια εποχή με τη Λουκία κυκλοφορούσαν καθημερινά στους δρόμους του Μοντπαρνάς οι Modigliani, Miro, Picasso, Dali, Brancusi, Braque, Hemingway, Sartre, Beauvoir, Miller, Aragon, Orwell, Rilke – για να αναφέρω μόνο μερικούς. Αναπόφευκτα, η Λουκία μπολιάστηκε από το πρωτοποριακό, φιλελεύθερο, προοδευτικό και δημιουργικό κλίμα του Παρισιού.

– ​​Πώς σχολιάζετε την επιλογή της να δοκιμαστεί στις μοντέρνες φόρμες; Αυτό ήταν πολύ φυσικό. Από τα μέσα του 19ου αιώνα με τον ιμπρεσιονιμό, και ιδιαίτερα από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, γεννιόντουσαν συνεχώς στο Παρίσι νέες υφολογίες και ρηξικέλευθα κινήματα που απελευθέρωσαν εντελώς την τέχνη από τον συντηρητισμό του ακαδημαϊσμού. Το ανανεωτικό αυτό κλίμα είχε εισχωρήσει και στις σχολές Καλών Τεχνών.  Η Λουκία βρήκε τον δικό της δρόμο και κινήθηκε σε μια παραστατική τέχνη επηρεασμένη από μεταϊμπρεσιονιστικά κινήματα, όπως ο φωβισμός, ο συμβολισμός, ο εντιμισμός, ο κυβισμός.

– ​​​Πιστεύετε πως το γεγονός ότι το έργο της δεν είχε την αποδοχή που του άξιζε στην Κύπρο, οφείλεται στο ότι δεν ακολούθησε τα συμβατικά μονοπάτια της εποχής της; Η Λουκία δεν έτυχε της αποδοχής που της άξιζε για πολλούς λόγους. Πρώτα γιατί, τη δεκαετία του 1930 που εξέθετε η Λουκία, το κοινό της Κύπρου δεν είχε την κατάλληλη αισθητική παιδεία για να εκτιμήσει σωστά τα έργα της. Πέραν όμως από την υφολογία των έργων της, θεωρώ πως υπάρχουν και άλλοι λόγοι που συνδέονται με το φύλο της. Το συντηρητικό κοινό της Κύπρου δεν αποδέχθηκε τις υφολογικές της καινοτομίες, επειδή το καινούριο προερχόταν από μια γυναίκα. Αυτό σε μια εποχή που όλα τα εδραιωμένα στερεότυπα ήθελαν τη γυναίκα να ασχολείται με τις «ταπεινές» οικιακές χειροτεχνίες και μόνο τους άνδρες με την υψηλή τέχνη. Η Λουκία, ως γυναίκα και ως καλλιτέχνης, ενσάρκωσε στην Κύπρο το πρότυπο του «μοντέρνου». Όμως, παρόλο που αυτό ανταποκρινόταν στην ιδεατή εικόνα της πόλης της, όπως την οραματίζονταν οι προοδευτικές αρχές και οι φιλοπρόοδοι πολίτες της, οι αντοχές των παραδοσιακών αντιλήψεων επηρέαζαν καθοριστικά τη θέση της γυναίκας.  

– ​​Αλήθεια, θα λέγατε ότι ήταν μια επαναστάτρια για την εποχή της; Όπως αποδείχθηκε, η τοπική κοινωνία δεν ήταν έτοιμη να συμβιβάσει τους παραδοσιακούς γυναικείους ρόλους με το επάγγελμα του καλλιτέχνη, το οποίο αγωνιζόταν να κατοχυρώσει η Λουκία. Επιπρόσθετα, ενάντια στη Λουκία λειτούργησε και το εδραιωμένο στη συλλογική συνείδηση στερεότυπο, ότι στη γυναίκα δεν αρμόζουν η αυτοπροβολή, η δημοσιότητα, η φιλοδοξία και η αναζήτηση της αναγνώρισης. Η Λουκία αψήφησε τις προκαταλήψεις αυτές και τόλμησε να παρουσιάσει δημόσια το έργο της, μάλιστα σε μια εποχή που ακόμη και οι άνδρες καλλιτέχνες που ζούσαν στο νησί δεν είχαν παρουσιάσει το έργο τους σε ατομικές εκθέσεις. Ήταν, λοιπόν, μια επαναστάτρια.

– Πώς σχολιάζετε το γεγονός ότι το γυμνό είχε σημαντική θέση στη θεματογραφία της; Αν εξετάσουμε το έργο όλων των γυναικών ζωγράφων του Μεσοπολέμου που συνέρρεαν τότε στο Παρίσι, θα διαπιστώσουμε ότι στο έργο όλων το γυμνό κατέχει σημαντική θέση. Αυτό είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων: Από το τέλος του 19ου αιώνα, που οι σχολές Καλών Τεχνών άνοιξαν τις πύλες τους στις γυναίκες και επέτρεψαν την πρόσβασή τους στη μελέτη του γυμνού γυναικείου σώματος (η μελέτη του ανδρικού γυμνού τούς επετράπη αργότερα), το γυναικείο γυμνό μπήκε δυναμικά στη θεματογραφία τους.  

– Μέσα από τα έργα τους δήλωναν τη χειραφέτηση τους; Ναι, με αυτόν τον τρόπο αυτό εξέφραζαν την απελευθέρωσή τους και ταυτόχρονα δήλωναν την είσοδό τους σε ένα επάγγελμα που για χρόνια τις απέκλειε. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλές από τις ζωγράφους της εποχής της Λουκίας μάς άφησαν γυμνές αυτοπροσωπογραφίες, συχνά με τα σύνεργα της δουλειάς τους. Η Λουκία δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Με τη γυμνή της αυτοπροσωπογραφία διαδηλώνει την ιδιότητά της ως ζωγράφου και ταυτόχρονα την επαγγελματική αλλά και την προσωπική της χειραφέτηση, μέρος της οποίας αποτελεί η αποδοχή της σεξουαλικής της ταυτότητας.

– ​Ποιοι παράγοντες επέδρασαν στη ζωή της και στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η ζωγράφος σταμάτησε να δημιουργεί; Η Λουκία έφυγε από την Κύπρο αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής και δημιουργίας. Δυστυχώς, ο γάμος της και η γέννηση των τριών της κόρων την έφερε αντιμέτωπη με το μεγάλο διαχρονικό δίλημμα, το οποίο αντιμετώπισαν χιλιάδες άλλες καλλιτέχνιδες: Να επιλέξει ανάμεσα στον ρόλο της μητέρας και σε αυτόν της καλλιτεχνικής και επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Σ’ αυτό δεν τη βοήθησε ο συντηρητισμός του άντρα της, ο οποίος την εγκλώβισε σε ένα σπίτι έξω από το Λονδίνο, καταδικάζοντάς την σε μια κατάσταση καλλιτεχνικής απομόνωσης. Ως αποτέλεσμα, παρά το γεγονός ότι συνέχισε να δημιουργεί, το κεφάλαιο καριέρα, το οποίο είχε τόσο ονειρευτεί, είχε κλείσει για τη Λουκία. Ζωγράφιζε μέχρι το 1965, όταν λόγοι υγείας μαζί με τις άλλες συνθήκες της ζωής της την υποχρέωσαν να σταματήσει. Δυστυχώς, με τη Λουκία επαληθεύεται η ρήση ότι η τέχνη δεν έχει φύλο, οι καλλιτέχνες όμως έχουν!

Info: Η Λεβέντειος Πινακοθήκη σχεδίαζε μια έκθεση για τη Λουκία Νικολαΐδου, η πανδημία όμως ανέτρεψε τα σχέδιά της αφού ήταν δύσκολο να μεταφερθούν στην Κύπρο έργα από μουσεία και συλλογές του εξωτερικού. Έτσι, προχώρησε στην έκδοση μιας μονογραφίας η οποία, όπως σχολιάζει η διευθύντρια της Πινακοθήκης Λουκία Λοΐζου Χατζηγαβριήλ, έρχεται να συνεισφέρει στην αναγνώριση και την ανάδειξη του έργου, της ζωής και της ιστορίας της.

 

maria.panayiotou@phileleftheros.com

Ελεύθερα, 27.2.2022.