Δώδεκα σύγχρονες Κύπριες εικαστικοί, έξι Ελληνοκύπριες κι έξι Τουρκοκύπριες, συνδιαλέγονται με τη μόνιμη συλλογή του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών & Έρευνας (CVAR) στην έκθεση «Till we meet again», την πρώτη έκθεση σύγχρονης τέχνης που λαμβάνει χώρα στο CVAR από το 2014 που άνοιξε τις πύλες του.

Την επιμελούνται ο εκδότης, αρχιτέκτονας και συλλέκτης έργων τέχνης Νίκος Χρ. Παττίχης, η ιστορικός τέχνης και πανεπιστημιακός Έσρα Πλουμέρ Βαρντάκ και η εικαστικός και καθηγήτρια τέχνης Όγια Σίλμπερι, ενώ τη συντονίζει το Κέντρο Εικαστικών Τεχνών & Έρευνας. Νέα και υφιστάμενα έργα από γυναίκες δημιουργούς που χρησιμοποιούν ποικίλα υλικά και τεχνικές- οπτικοακουστικές εγκαταστάσεις, τρισδιάστατα γλυπτά μεικτών μέσων, ζωγραφική, φωτογραφία, υφασματογραφία κ.λπ.- αντιπαραβάλλονται και στους τέσσερις ορόφους του μουσείου με πίνακες που φιλοτεχνήθηκαν από περιηγητές στην Κύπρο από τον 18ο μέχρι τον 20ό αιώνα, ενδυμασίες και ενθυμήματα. 

Μια τολμηρή όσο και συναρπαστική απόπειρα αντιστοίχισης της σύγχρονης τέχνης με την ιστορία, αλλά και γεφύρωσης εννοιών μέσα από υποκειμενικές και κοινές εμπειρίες, φιλοξενείται σ’ έναν χώρο που αποτελεί φάρο πολιτισμού για τη διαιρεμένη πόλη της Λευκωσίας. Ένα αντιπροσωπευτικό μωσαϊκό της δημιουργικής παραγωγής του νησιού κατά τα τελευταία 30 χρόνια αντιπαρατίθεται στις αίθουσες του CVAR με εκθέματα περασμένων αιώνων. Μέσα από αυτή τη συνέργεια, οι συμμετέχουσες θα μοιραστούν επίσης κώδικες και μυστικά και θ’ ανταλλάξουν καλλιτεχνικές εμπειρίες αναζητώντας κοινά χαρακτηριστικά και άξονες στην έμπνευση και την πρακτική τους.  

  • «Till we meet again», ΛευκωσίαCVAR (22300999). Εγκαίνια: Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 6.30μ.μ. Διάρκεια: Μέχρι 15 Φεβρουαρίου 2022

Οι συμμετέχουσες

Οι έξι Τουρκοκύπριες εικαστικοί είναι οι Αλέβ Αντίλ, Ντιζέ Κιουκρέρ, Ντιτζλέ Οζλουσές, Ανμπέρ Ονάρ, Γκιονέν Ατακόλ, Όγια Σίλμπερι. Οι έξι Ελληνοκύπριες είναι οι Κούλα Σαββίδου, Μαρία Περεντού, Μαρίνα Ξενοφώντος, Έβελυν Αναστασίου, Λητώ Κάττου και Μελίνα Σουκιούρογλου. Η έκθεση συγκεντρώνει μεγάλη ποικιλία μέσων: από ζωγραφική και γλυπτική, μέχρι φωτογραφία, οπτικοακουστικά βίντεο και ψηφιακά πολυμέσα. 

Έσρα Πλουμέρ Βαρντάκ: Συνομιλώντας με τον τόπο και την ταυτότητα 

Η Έσρα Πλουμέρ Βαρντάκ είναι μια πολυπράγμων, σχολαστική κι εργατική εμπειρογνώμονας που έχει φέρει με επιτυχία εις πέρας πολλά καλλιτεχνικά πρότζεκτ. Όπως επισημαίνει τον τίτλο «Till we meet again» εμπνεύστηκε ο συν-επιμελητής της, Νίκος Χρ. Παττίχης. «Η ίδια η φράση αποτυπώνει την ειλικρίνεια και τη ζεστασιά στην προσέγγιση που έχει κάθε καλλιτέχνης στον χώρο κι εκπέμπει έναν ελπιδοφόρο τόνο. Πυροδοτεί επίσης διαφορετικές παραλλαγές των εννοιών της επιστροφής, της απώθησης και της αποκατάστασης ή των γλωσσικών ολισθήσεων, καθώς και της επιστροφής σε σχέση με τα ευρύτερα αναδρομικά μοντέλα της θεωρίας της τέχνης. Μας ζητείται να αναρωτηθούμε πώς ξεκινούν τα πράγματα, πού φτάνουν. Και σε περιπτώσεις που είναι στάσιμα, τι μας αποτρέπει από το να συναισθανθούμε ιδέες οι οποίες υλοποιούν την ύπαρξή τους ως απλές σκέψεις».

Με δεδομένο ότι τα μουσεία και οι πινακοθήκες θεωρούνται ζώνες επαφής και σημεία απόκτησης συλλογικών εμπειριών, η Κύπρια ιστορικός τέχνης επισημαίνει ότι προκύπτει μια διαλογική σχέση που λαμβάνει χώρα μεταξύ καλλιτεχνών, έργων, χώρου και κοινού. «Υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο όταν επιμελείσαι μια έκθεση σ’ ένα μουσείο με μεγάλη συλλογή. Δεν είναι χώρος κενός, επομένως λαμβάνει χώρα ένας διαθεματικός διάλογος με το ίδρυμα, το αντικείμενό του και τη φιλοσοφία του. Κάθε καλλιτέχνης έχει μια μοναδική σχέση με το CVARκαι το να επιτρέψουμε στα έργα να κάνουν αυτή τη συνομιλία είναι μια βασική πτυχή της επιμελητικής διαδικασίας». 

Κατά τη διάρκεια της πορείας τους, που σε ορισμένους εκτείνεται σε βάθος δεκαετιών, οι συμμετέχουσες εικαστικοί έχουν αναπτύξει εξαιρετικά προσωπικές προσεγγίσεις σε σχέση με τον χώρο και την υλικότητα. Όπως διαπιστώνει η Έσρα Πλουμέρ Βαρντάκ «τα έργα τους συνομιλούν με πλήθος εμπειριών του κυπριακού τοπίου, με τις έννοιες του τόπου, της ταυτότητας· συνομιλούν επίσης με το περιβάλλον τους, τον εαυτό, το παρελθόν και τον άλλο».

Η συν-επιμελήτρια κάνει λόγο για συγχώνευση δύο διαφορετικών προσεγγίσεων που άπτονται της μουσειολογίας και της σύγχρονης τέχνης. «Δεν ερμηνεύω μόνο την ιστορία μέσω των τεχνουργημάτων και των αντικειμένων, αλλά συνεργάζομαι με τους καλλιτέχνες ως προς το στήσιμο και την παρουσίαση των έργων τους κι έτσι συνδημιουργούμε όλοι μαζί νέα νοήματα». 

Ωστόσο, ποιο κοινό εννοιολογικό νήμα συνδέει το όραμα και την πρακτική των συγκεκριμένων δημιουργών με όψεις που καταγράφηκαν πριν από αιώνες; «Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορούμε να μιλήσουμε για κοινό νήμα εδώ, υπό μια γενική έννοια, πέραν του γεγονότος ότι κάθε καλλιτέχνης έχει μια ερευνητική προσέγγιση πάνω στο θέμα του από πολύ διαφορετικές θέσεις και προσεγγίσεις στην ιστορία» απαντά.

«Υποθέτω ότι ένας τρόπος να το διαπιστώσουμε αυτό είναι ο τρόπος που οι καλλιτέχνιδες εργάζονται με διαφορετικά μέσα και μορφές τέχνης. Οι συνθήκες για ανάπτυξη δημιουργικών πρακτικών από τις γυναίκες πριν από αιώνες ήταν φρικτές, καθώς αποκλείονταν από την επίσημη εκπαίδευση και αργότερα αποκλείονταν από συγκεκριμένους στίβους για δεκαετίες. Αυτά οδήγησαν σε ορισμένα επικρατούντα στερεότυπα που εμφυλοποίησαν και τις φόρμες στην τέχνη. Οι γυναίκες παραμένουν μειοψηφία στις αγορές τέχνης, τις συλλογές και τα μουσεία, διατηρείται το μεγάλο χάσμα ως προς τα κέρδη, την εκπροσώπηση και την προβολή. Οι σύγχρονες πρακτικές έρχονται αντιμέτωπες και βρίσκονται σε συνεχή διάλογο μ’ αυτό το παρελθόν, με τις γυναίκες να κυριαρχούν πλέον σε ορισμένα μέσα όπως η γλυπτική, από τα οποία είχαν επιτηδείως αποκλειστεί- ή επαναπροσδιορίζουν τη χρήση τεχνικών όπως η κεντητική και υλικών όπως το ύφασμα, τα οποία θεωρούνταν χειροτεχνία παρά καλλιτεχνία». 

Παράλληλα, η Έσρα ελπίζει ότι από την έκθεση αυτή μπορεί να προκύψει κάποιο πεδίο συζήτησης σχετικά με τον όρο «σύγχρονο». «Μπορούμε να ξεκινήσουμε με την παρατήρηση ‘πού είναι οι Κύπριες γυναίκες στη σύγχρονη τέχνη;’. Αυτό συμβαδίζει με το ερώτημα που θέτει ο τίτλος μιας συζήτησης που διοργάνωσε πρόσφατα η οργάνωση Bαhçές, μια πρωτοβουλία νέων με έδρα την Κύπρο: ‘πού είναι οι Κύπριες γυναίκες στην ιστορία;’ Το ερώτημα αναφέρεται στο κείμενο που έγραψε το 1971 η (σ.σ. ιστορικός τέχνης) Λίντα Νόχλιν: ‘γιατί δεν υπήρξαν σπουδαίες γυναίκες καλλιτέχνιδες;’. Νομίζω ότι αυτό το ερώτημα πρέπει να τίθεται επανειλημμένα σε σχέση με το σύγχρονο». 

Σύμφωνα με την ίδια, «το ‘σύγχρονο’ στην εποχή μας, αν μπορούμε να μιλήσουμε με τέτοιους όρους, μπορεί να οριστεί από πολλά πράγματα: αποαποικιοποίηση, κοινωνικά κινήματα, κλιματική αλλαγή κ.λπ. Ο 21ος αιώνας έχει, μέχρι στιγμής, ξεκινήσει πολύ δραστήρια πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά. Υπάρχουν πολλά ζητήματα που βρίσκονται επί του παρόντος στο επίκεντρο του τι σημαίνει σήμερα ο όρος ‘σύγχρονο’. Και σε κάθε βήμα πρέπει να ρωτάμε ‘πού είναι οι γυναίκες;’». Για την Έσρα Πλουμέρ Βαρντάκ, η έκθεση «Till we meet again» προσφέρει απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα από 12 διαφορετικές σκοπιές: μια φευγαλέα ματιά στο πού βρίσκονται σήμερα οι γυναίκες στη σύγχρονη κυπριακή τέχνη. 

Όγια Σίλμπερι: Είναι μια εκδοχή του εαυτού μας 

Η προετοιμασία αυτής της έκθεσης ήταν μια ξεχωριστή εμπειρία για την Όγια Σίλμπερι. Εικαστικός και η ίδια, έχει επίσης εμπειρία στη διεύθυνση γκαλερί και στην επιμέλεια εκθέσεων. Έχει δουλέψει και στο παρελθόν σε χώρους «δύσκολους», που δεν ήταν εντελώς άδειοι κι είχαν έντονο χαρακτήρα. Ωστόσο, διαπίστωσε ότι το CVAR είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση. «Η εγκατάσταση μιας νέας έκθεσης εδώ χωρίς να επηρεάζεται η ταυτότητα του μουσείου, είναι ένα νέο είδος πρόκλησης» εκτιμά.

Η Όγια αισθάνεται τυχερή και ευγνώμων σχετικά με την ομάδα εργασίας. Έχοντας συνεργαστεί στο παρελθόν με την Έσρα Πλουμέρ Βαρντάκ, γνωρίζει η μία τον τρόπο δουλειάς και σκέψης της άλλης. Η ίδια δηλώνει εντυπωσιασμένη από την ενεργητικότητα του Νίκου Χρ. Παττίχη με τον οποίο συνεργάζεται για πρώτη φορά. Είναι συναρπαστικό επίσης για την ίδια το γεγονός ότι είναι και μία εκ των δημιουργών που συμμετέχουν. Ποιες θεωρεί όμως τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στην Κύπρο ως προς την πρόσβαση του ευρέος κοινού στην τέχνη; «Πολιτικά, η Κύπρος είναι ένα προβληματικό νησί» απαντά.

«Είμαστε συνεχώς αναγκασμένοι να προστατεύουμε την ταυτότητα και τον πολιτισμό μας. Ζούμε σ’ ένα μικρό τόπο με περιορισμένους πόρους. Τόσο ο ρυθμός ζωής όσο κι ο τρόπος ζωής μας δεν συνάδουν με μια νησιώτικη ταυτότητα. Υπάρχει μεγάλη πίεση πάνω μας, ειδικά στα βόρεια του νησιού. Οι πολιτικές και οικονομικές αβεβαιότητες επηρεάζουν επίσης αρνητικά κι άλλους τομείς της ζωής. Φυσικά, ο πολιτισμός κι η τέχνη παίρνουν το μερίδιό τους από αυτό. Αν και το επίπεδο της κουλτούρας είναι πάνω από το μέσο όρο, τα παιδιά κι οι νέοι αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στην εξεύρεση ενός περιβάλλοντος εκτός σχολείου όπου θα μπορούν να τροφοδοτηθούν για την καλλιέργειά τους. Για το λόγο αυτό πιστεύω ότι είναι απαραίτητα περισσότερα καλλιτεχνικά έργα σε δημόσιους χώρους. Δυστυχώς, η τέχνη δεν κατόρθωσε να ενταχθεί πλήρως στη ζωή».

18 χρόνια μετά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων, η Όγια αισθάνεται ότι οι καλλιτέχνες και στις δύο πλευρές του νησιού εξακολουθούν να υστερούν ως προς την αλληλογνωριμία τους. Και το βρίσκει αυτό λυπηρό. Για την ίδια είναι κεφαλαιώδους σημασίας το γεγονός ότι η έκθεση αυτή πραγματοποιείται σε απόσταση από το πολιτικό κλίμα. Κι εκφράζει την πεποίθηση ότι η αύξηση του αριθμού καλλιτεχνικών οργανισμών απαλλαγμένων από πολιτικές δεσμεύσεις θ’ ανοίξει παραγωγικούς δρόμους για συζητήσεις πάνω στην τέχνη.

Όπως εξηγεί, τα έργα της γενικά αναπτύσσονται ως πειραματικές πρακτικές πάνω στην καθημερινή ζωή, το χρόνο και τον χώρο. Συγκεκριμένα, οι φωτογραφικές σειρές με πολαρόιντ που παρουσιάζονται σ’ αυτήν την έκθεση έχουν αναπτυχθεί μέσα στο πλαίσιο χώρων που προσφέρουν την αίσθηση του ανήκειν. «Το CVAR είναι ένα μουσείο που, κατά κάποιο τρόπο, μας βοηθά να γνωρίσουμε από πιο κοντά μια εκδοχή του εαυτού μας, εκεί όπου διαμορφώνεται η ταυτότητα κι ο χαρακτήρας της Κύπρου. Κατά τη δημιουργία της πρόσφατης δουλειάς επιχείρησα να ορίσω μέρη όπου ένιωθα οικεία και άνετα. Το γεγονός πως τα έργα μου εκτίθενται δίπλα- δίπλα με τόσα αντικείμενα, πίνακες και ενδυμασίες από το παρελθόν, τα οποία μ’ επηρεάζουν υποσυνείδητα, δημιουργεί ένα γόνιμο περιβάλλον διαλόγου για τη δουλειά μου».

Εν κατακλείδι, ρωτήσαμε την Όγια αν διαπιστώνει, εκτός από τη χωρική διαίρεση, να έχει προκύψει στην Κύπρο και μια διαίρεση ως προς την έννοια της συγχρονικότητας. «Νομίζω ότι είναι καιρός ν’ αρχίσουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας» απαντά. «Η αναζήτηση ταυτότητας, η πράσινη γραμμή, οι συγκρούσεις κ.λπ.: οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι στην Κύπρο τα πολιτικά προβλήματα προηγούνταν πάντα των προβλημάτων της τέχνης. Για κάποιο λόγο, δεν καταφέραμε να συζητήσουμε τα ζητήματα της τέχνης ξεχωριστά από τα πολιτικά. Όταν το λέω αυτό, δεν αναφέρομαι σε μια κατάσταση όπου η τέχνη μπορεί να διαχωριστεί εντελώς από τα πολιτικά προβλήματα. Μιλώντας για τον βορρά, εκτός από μερικά ιδιωτικά ιδρύματα δεν λειτούργησαν πολλές επαγγελματικές γκαλερί στο πεδίο των εικαστικών για μεγάλο χρονικό διάστημα. Από την άλλη, ελάχιστες εκθέσεις και εκδηλώσεις που σχετίζονται με τη σύγχρονη τέχνη έχουν πραγματοποιηθεί, εκτός από διοργανώσεις που τρέχουν καλλιτεχνικοί οργανισμοί όπως το ΕΜΑΑ με τη στήριξη της ΕΕ. Πιστεύω ότι αντιμετωπίζοντας τόσες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις για τόσο καιρό, κατά κάποιο τρόπο δεν καταφέραμε να προσαρμοστούμε στα σύγχρονα προβλήματα της τέχνης».