Ευφυής, γοητευτικός, προσηνής και πάντα καίριος ο δημοφιλής συγγραφέας έχει πολλά να πει με αφορμή το πρόσφατο, ήδη ευπώλητο βιβλίο του, «ο Τζίμης στην Κυψέλη».
Ο Χρήστος Χωμενίδης έχει ένα χάρισμα. Στην πραγματικότητα ένα δεύτερο χάρισμα, εκτός από εκείνο του story teller που σε καθηλώνει με τις ιστορίες του. Είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να μιλά για τα μεγάλα, τα σπουδαία και τα σημαντικά της ζωής με τον πιο απλό κι ανεπιτήδευτο τρόπο. Χωρίς να γίνεται πομπώδης, δυσνόητος ή φλύαρα αυτοαναφορικός. Λίγες εβδομάδες μετά τη βράβευσή του με το «Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος» για το βιβλίο του «Νίκη», στις προθήκες των βιβλιοπωλείων βρίσκεται ήδη ο «Τζίμης στην Κυψέλη» (Εκδόσεις Πατάκης). Μια ιστορία για έναν τύπο που είναι σάρκα από τη σάρκα της γενιάς της Αλλαγής με σκηνικό τη «γενέτειρα» του συγγραφέα, την Κυψέλη, την οποία επισημαίνει χωρίς ψήγμα υπερβολής πως γνωρίζει πέτρα προς πέτρα, και καταλύτη για τη δράση τα κοινωνικά δίκτυα, τα fake news, τις δολοφονίες χαρακτήρα και τα άλλα καινά δαιμόνια της εποχής. Μιας εποχής την οποία ο Χωμενίδης λέει πως ζει με καρτερικότητα αλλά και προσαρμοστικότητα, προκειμένου να μη συντριβεί. Ο λαοφιλής συγγραφέας θυμάται ακόμα τη στιγμή που έμαθε για την πρόσφατη βράβευσή του, εξηγεί γιατί πιστεύει ότι ήρθε ούτε νωρίτερα αλλά ούτε και αργότερα απ’ όσο έπρεπε στην ζωή του και παρότι όλοι γύρω μας διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ώστε να αυτοπροσδιορίζονται ως επιδραστικοί, εκείνος αφήνει το χαρακτηρισμό στη διακριτική ευχέρεια των αναγνωστών αλλά και των κοινωνών των απόψεών του. Όπως δηλαδή θα έκανε ένας οξυδερκής και αναπόδραστα γοητευτικός τύπος.
– Είναι ο «Τζίμης στην Κυψέλη» παιδί της πανδημίας; Πότε ξεκινήσατε να τον γράφετε και πότε ολοκληρώθηκε; Εάν έχει η πανδημία παιδιά, ο Τζίμης πράγματι είναι γιος της. Τον συνέλαβα τον Μάιο του 2020, μετά το πέρας της πρώτης ελλαδικής καραντίνας, βραδάκι, σε ένα μπαρ στην Κυψέλη. Άρχισα να τον γράφω ευθύς αμέσως. Τον ολοκλήρωσα τον Μάρτιο του 2021, μεσούντος τού δεύτερου -ή μήπως τού τρίτου;- λοκντάουν.
– Γιατί επιλέξατε για ήρωα έναν τύπο ανδρωμένο στα 60s’ και τα 70s’, δηλαδή ένα παιδί μιας ματαιωμένης και από πολλούς απαξιωμένης γενιάς; Ο Τζίμης έχει γεννηθεί το 1962. Δεν ανήκει άρα στη «γενιά του Πολυτεχνείου», που τόσα τής έχουν σούρει, δικαίως ή αδίκως. Ανήκει στην αμέσως επόμενη. Τη «γενιά της Αλλαγής», για την οποίαν ορόσημο αποτέλεσε η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1981. Η «γενιά της Αλλαγής» δεν κουβαλάει τέτοιο ιστορικό βάρος, θετικό ή αρνητικό. Μπορεί μάλλον να θεωρηθεί εν πλήρη συγχύσει αθώα…
– Γιατί επίκεντρο της ιστορίας η Κυψέλη, η οποία -αν δεν απατώμαι- είναι και η γειτονιά σας; Ακριβώς επειδή είναι η γειτονιά μου επί πεντέμισι ήδη δεκαετίες. Την ξέρω πέτρα προς πέτρα, έχω βιώσει τις χειρότερες και τις καλύτερες στιγμές της. Ένιωθα μάλλον το χρέος να την απαθανατίσω μυθιστορηματικά. Παρόλες πάντως τις ιδιαιτερότητές της, η Κυψέλη έχει πολλές εκλεκτικές συγγένειες με άλλες γειτονιές των Αθηνών -το Παγκράτι, τους Αμπελόκηπους-, της Ελλάδας, της Μεσογείου. Πιθανολογώ ότι και η Λευκωσία διαθέτει την Κυψέλη της.
«Ο Τζίμης είναι ένας αναλογικός άνθρωπος σε ένα ψηφιακό σύμπαν», γράφετε στο βιβλίο. Περιέχει πικρή αυτοαναφορικότητα η παραπάνω διατύπωση; Κάθε μυθιστορηματικός ήρωας παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες, ορισμένες συνάφειες, με τον συγγραφέα του. Εγώ εντούτοις δεν πικραίνομαι με την ψηφιοποίηση του κόσμου μας. Την αντιμετωπίζω μάλλον με καρτερικότητα, αναγνωρίζοντας και τα πολλά καλά της. Προσπαθώ δε, με σχετική επιτυχία πιστεύω, να προσαρμόζομαι στα νέα δεδομένα, ώστε -αν μη τί άλλο- να μη συντριβώ. Δεν πρόκειται ασφαλώς ποτέ να συμφιλιωθώ με τα fake news και με τις δολοφονίες χαρακτήρων. Οι λιθοβολισμοί και οι ανθρωποφαγίες μού προξενούν και θα μού προξενούν πάντοτε φρίκη.
– Πώς αντιλαμβάνεστε τα κοινωνικά δίκτυα; Τα αγαπάτε, τα μισείτε, τα θαυμάζετε, προσπαθείτε να τα καταλάβετε ή απλώς να συμβιβαστείτε μαζί τους; Όταν είχαν ξεκινήσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είχα ενθουσιαστεί. Γράφτηκα στο facebook το 2007, από τους πρώτους -νομίζω- στην Ελλάδα. Πέρασα όλα τα στάδια: Μήνα τού μέλιτος, απογοήτευση, απομυθοποίηση, αποστασιοποίηση. Μπαίνω ακόμα, καθημερινά, για να πιάνω σφυγμό, να οσμίζομαι τι απασχολεί τους ανθρώπους εκεί. Δεν αναρτώ όμως και τόσο συχνά. Κυρίως μοιράζομαι τα άρθρα μου, παρουσιάζω τη συγγραφική δουλειά μου.
– Πιστεύετε ότι αν δεν ποστάρεις, δεν αναρτάς, δεν δημοσιεύεις, δεν σπαμάρεις, δεν μπορείς να υπάρχεις πια; Αυτή την ιδέα επιδιώκουν να μάς περάσουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για λόγους προφανείς. Προς το παρόν, μάλλον τα καταφέρνουν. Ο πολίτης, στον ανεπτυγμένο τουλάχιστον κόσμο, αλληθωρίζει κάθε στιγμή προς την οθόνη του. Πηγαίνεις σε τραπέζια, σε γιορτές και αντικρύζεις καλεσμένους να πληκτρολογούν ακατάπαυστα, να βγάζουν σέλφις και να τις ανεβάζουν σε απευθείας μετάδοση. Δεν μου αρέσει να κουνάω το δάκτυλο σε κανέναν, πιστεύω όμως ότι αυτή, η τόσο διαδεδομένη, συμπεριφορά είναι εξόχως ανάγωγη. Έχω πάντως την αίσθηση πως η υποκατάσταση της αληθινής από τη διαδικτυακή ζωή θα πάψει σταδιακά να γοητεύει τους ανθρώπους. Ελπίζω, νιώθω, ότι τα σημερινά παιδιά -τα πιο ευαίσθητα τουλάχιστον και ανοιχτόμυαλα από τα σημερινά παιδιά- θα το βρίσκουν μεγαλώνοντας κακόγουστο, σαχλό να εκθέτουν την καθημερινότητά τους σε «φίλους» και σε ακόλουθους. Οι σέλφις σταδιακά θα βγουν εκτός μόδας. Πόσο δε μάλλον το να ανεβάζεις φαγητά, ρούχα, μαγιό, προσωπικές στιγμές. Ο ιδιωτικός χώρος -από τα πιο πολύτιμα αγαθά μας- θα ξαναρχίσει να περιφρουρείται αυστηρά.
– Το να συνεχίζετε να γράφετε σημαίνει μάλλον ότι πιστεύετε πως ο κόσμος εκτός από το να σκρολλάρει και να κοιτά φευγαλέα, παρακολουθεί και διαβάζει. Είναι έτσι; Προφανώς και διαβάζει ο κόσμος. Και μουσική ακούει και ταινίες παρακολουθεί και θεατρικές παραστάσεις. Δεν τον έχει ρουφήξει το κουτσομπολιό, η ασημαντολογία και η ανοησία που θάλλουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
– Ποια είναι η πιο ωραία ιστορία που έχετε ακούσει ή διαβάσει; Τα έπη του Ομήρου. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια.
– Πρόσφατα τιμηθήκατε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος. Πώς το πληροφορηθήκατε; Μού τηλεφώνησε η εκδότριά μου, Άννα Πατάκη.
– Και τι σκεφτήκατε όταν ακούσατε το νέο; Αυτό που έτσι κι αλλιώς πιστεύω ολόθερμα. Πώς μέσα από την τέχνη της, η σημερινή Ελλάδα -περιλαμβάνω και την Κύπρο- μπορεί να συστηθεί ξανά στον κόσμο.
– Είπατε σε μια συνέντευξή σας ότι το βραβείο ήρθε στη ζωή σας την κατάλληλη στιγμή. Γιατί; Θα σας απαντήσω με μια φράση από τον «Τζίμη στην Κυψέλη»: «… Για να μην αποδειχθεί η επιτυχία κατάρα, πρέπει όταν θα έρθει να την έχεις ήδη ξεπεράσει. Ψυχικώς. Σχεδόν να μην σού κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη…». Εγώ δεν έχω φτάσει, βέβαια, σε τέτοιο σημείο. Είμαι όμως πλέον σε θέση να αντιληφθώ πως άλλα πράγματα μετρούν στη ζωή πολύ περισσότερο από ένα βραβείο, όσο σημαντικό βραβείο και αν είναι. Η υγεία. Ο έρωτας. Η αγάπη των πιο κοντινών σου ανθρώπων. Η συγκίνηση που τυχόν προκαλείς με τα βιβλία σου στους απλούς αναγνώστες.
– Αλήθεια, γιατί γίνατε συγγραφέας; Από ανάγκη ή από επιλογή; Από ανάγκη! Δεν θα μού αρκούσε η ζωή εκτός Τέχνης.
– Είστε από τους δημιουργούς που δεν εκφράζονται μόνο μέσα από την τέχνη τους, αλλά παίρνετε θέση για όσα απασχολούν την κοινωνία. Είναι μια πράξη γενναιότητας να έχει κανείς πια γνώμη – και μάλιστα συχνά αντίθετη με την κυρίαρχη αντίληψη; Αποτελεί υποχρέωση και προνόμιό μας κερδισμένο με αγώνες και θυσίες το να είμαστε εναργείς και ενεργοί πολίτες. Δεν τοποθετούμαι για οτιδήποτε συμβαίνει στη δημόσια σφαίρα. Προσπαθώ να μη φθείρομαι φιλονικώντας. Δεν πολιτικολογώ ακαταπαύστως. Όταν όμως τίθενται εν κινδύνω οι δημοκρατικές κατακτήσεις και οι εθνικές μας προοπτικές, τότε ορθώνω ανάστημα. Εκφράζω έντονα θέση. Αγωνίζομαι για ό,τι φρονώ σωστό. Το έκανα με πάθος το καλοκαίρι του 2015, σε πείσμα των μαζικών αποδοκιμασιών. Αισθάνομαι ότι δικαιώθηκα περίτρανα στα όσα τότε υποστήριζα. Και έχω τη συνείδησή μου ήσυχη.
– Θεωρείτε τον εαυτό σας έναν επιδραστικό άνθρωπο; Εσείς ξέρετε καλύτερα.
– Δίνετε την εικόνα πάντως ενός κοινωνικού και δραστήριου ανθρώπου. Το διάβαζα και σε ένα άρθρο σας στα «Νέα» που γράφατε πως «έχω ανάγκη την επαφή και το ταξίδι». Η στερεοτυπική εικόνα για τους συγγραφείς δεν είναι ότι επέλεγαν την κοινωνική αποστασιοποίηση πριν να γίνει «cool», λόγω πανδημίας; Μα, δεν είμαι ένας συγγραφέας που ζει σαν αναχωρητής στα σύννεφα ή έστω κλεισμένος στο σπίτι του. Η μισή δουλειά γίνεται για μένα στον δρόμο, στην αγορά, εκεί όπου συγχρωτίζεσαι με τους άλλους, προσπαθείς να τους νιώσεις και να τους ερμηνεύσεις. Η απομόνωση οδηγεί μοιραία στην ομφαλοσκόπηση, που επιφέρει διανοητική και ψυχική στειρότητα. Η τέχνη, το έργο σου, πρέπει να είναι το απόσταγμα της ζωής σου. Όχι το υποκατάστατό της.
– Μια και ζείτε μέσα στον κόσμο και όχι αποκομμένος από αυτόν, γιατί θεωρείτε ότι στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία έχουμε τόσο πολλές και πυκνές αποκαλύψεις/καταγγελίες για τα πιο μύχια και σκοτεινά μυστικά δημοσίων προσώπων – άρα με ένα τρόπο προτύπων; Ανέκαθεν οι άνθρωποι απολάμβαναν την αποκαθήλωση των ειδώλων. Η πατροκτονία -ο συμβολικός κατ’ επέκτασιν φόνος εκείνων που ίστανται από πλευράς δόξας στην κορυφή της κοινωνίας- ήταν και είναι εξόχως ηδονική. Αυτό, νομίζω, εξηγεί -μαζί βεβαίως με τη δικαιολογημένη αγανάκτηση- τα αλλεπάλληλα τσουνάμια που έπνιξαν κάποια περίβλεπτα πρόσωπα. Ευάριθμα βεβαίως, μετρημένα στα δάχτυλα των δύο έστω χεριών. Να μην παρεξηγηθώ. Υπάρχουν κάποιοι από τον χώρο του αθλητισμού, τού θεάτρου, της δημοσιογραφίας, που -καταχρώμενοι τη φήμη ή και την εξουσία τους- διέπραξαν τερατώδη εγκλήματα. Τους αρμόζει παραδειγματική τιμωρία, την οποία ασφαλώς θα επιβάλει όχι το διαδικτυωμένο πλήθος αλλά η Δικαιοσύνη. Η Δικαιοσύνη που δεν θα βγάλει την ετυμηγορία της πριν «αμφοίν μύθον ακούσει». Ο καιρός εγγύς. Οι πρώτες δίκες έχουν προσδιοριστεί για την άνοιξη του 2022.
– Υπάρχει κάτι που σας λείπει στη ζωή; Τα πολυαγαπημένα μου πρόσωπα που έχουν πεθάνει.
– Ποια είναι η μικρή καθημερινή ιεροτελεστία σας; Το ξύρισμα. Καθώς ο παχύς αφρός απλώνεται στο πρόσωπό μου, αντικρίζω στον καθρέφτη μια εκδοχή του Άι Βασίλη. Όταν το ξυράφι τον απομακρύνει μαζί με τα κομμένα γένια, αισθάνομαι σαν ένα άλογο που το ξυστρίζουν. Εκφράζω τη χαρά μου τραγουδώντας, πάντα φάλτσα.
– Είστε πολύ καλός σε κάτι άλλο εκτός από το story-telling; Έχετε κάποιο κρυφό ταλέντο; Εάν είχα κάποιο κρυφό ταλέντο, για ποιο λόγο θα σας το αποκάλυπτα σε μία συνέντευξη;
Ελεύθερα, 1.1.2022.