O σπουδαίος ζωγράφος που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών, μέσα από δικά του λόγια. Ιστορίες από τη ζωή του, τις επιρροές του και τους ανθρώπους που τον επηρέασαν, έτσι όπως ο ίδιος τα είχε καταγράψει στον προσωπικό του ιστότοπο και αφηγηθεί σε συνεντεύξεις του.
Ο παππούς μου ήταν παπάς. Γεννήθηκα το 1935 δίπλα ακριβώς στην εκκλησία που λειτουργούσε ο ίδιος. Είχαμε ένα μικρό σπίτι με δειλινά στους Αγίους Αποστόλους κάτω από την Ακρόπολη. Από πολύ μικρός και εξαιτίας του παππού μου, τριγύρναγα στις μισοσκότεινες μεταβυζαντινές εκκλησίες και τον βοηθούσα άλλοτε φέρνοντάς του το θυμιατό και άλλοτε διαβάζοντας τον Απόστολο. Πιο πολύ όμως και από το θρησκευτικό μέρος με είλκυαν οι εικόνες οι βυζαντινές ή οι λαϊκές.
Μου έκαναν εντύπωση οι άγιοι καβαλάρηδες με τα φωτοστέφανα και τα σπαθιά τους, που έβγαζαν φλόγες και σκότωναν θηρία. Τα ξερά βυζαντινά βουνά στο βάθος, τα περίεργα δέντρα και τα φυτά και οι χρυσοί ουρανοί. Προσπαθούσα να αντιγράψω τις εικόνες. Όμως ήθελα να κάνω και δικές μου, να εκφράσω και τον δικό μου κόσμο, όπως κιόλας είχε διαπλαστεί από όλα όσα έβλεπα.
Η μητέρα μου ήταν φιλόλογος και είχε μανία με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Αυτή με πήγαινε συγχρόνως στα μουσεία ή την Ακρόπολη και παντού όπου μπορούσε να συναντήσει αρχαία πράγματα. Μου άρεσαν πολύ τα εικονογραφημένα αρχαία βάζα, ιδίως οι λευκές λήκυθοι, που εικόνιζαν νεκρικές παραστάσεις. Πιο πολύ όμως με συγκινούσαν τα κυκλαδικά ειδώλια με στυλιζαρισμένα χέρια, τα μονοκόμματα σώματα που μοιάζανε με παιχνίδια.
Ο πατέρας μου ήταν μουσικός και έτσι έμαθα να παίζω βιολί. Δεν νομίζω ότι αυτό με επηρέασε καθόλου. Γιατί ήθελα να ζωγραφίζω από μικρό παιδί. Μέχρι τα δεκαεφτά μου χρόνια ζωγράφιζα μόνος μου και είχα όλο τον μαγικό κόσμο των εικόνων, στις εκκλησίες, και από την άλλη μεριά την αγαλματολατρεία των αρχαίων Ελλήνων. Ύστερα πήγα και σπούδασα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Για πέντε χρόνια ασχολήθηκα με το σχέδιο αρχαίων κεφαλών και γυμνών μοντέλων.
Δεν μπορώ να πω ότι δεν έμαθα τίποτε. Το αντίθετο. Ο δάσκαλος μας ο Μόραλης είχε μια επιρροή επάνω μας τόσο σαν καλλιτέχνης όσο και σαν άνθρωπος. Μάθαμε να βλέπουμε τις επιδράσεις του σκότους επί του φωτός και τανάπαλιν, καθώς και τις αλλοιώσεις των σχημάτων των αντικειμένων εξαιτίας του φωτός. Μάθαμε να συγκρίνουμε και τα πράγματα. Όμως πάντα σκεφτόμουνα τους αγίους με τα φωτοστέφανα, τα κοντάρια τους, τα σπαθιά τους, τις πολυποίκιλες στολές τους και τα κόκκινα η άσπρα άλογα που πηδούσαν πάνω από φλεγόμενους δράκοντες.
Λιγότερο τώρα σκεφτόμουνα τα κυκλαδικά. Μου άρεσε επίσης και η γιαπωνέζικη τέχνη και η ινδική ζωγραφική-Ταντρική. Όμως δεν είχα τη μυστικοπάθεια. Άρχισα να ζωγραφίζω πάλι ανθρώπους με στολή και παράσημα μέσα σε κήπους. Δεν είχαν καμία κίνηση. Ήταν ανέκφραστοι και κρατάγανε λουλούδια. Αργότερα οι μικρές αυτές φιγούρες των ανθρώπων με τις στολές που έκανα άρχισαν να διαλύονται, να γίνονται τα όντα τα χρωματιστά με τα λουλούδια γύρω γύρω, άλλοτε καλά, άλλοτε τρομερά.
Και τώρα αυτά που ζωγραφίζω κρατούν φλεγόμενα σπαθιά όπως οι βυζαντινοί άγιοι. Είναι όμως πλάσματα απόκοσμα, της δικιάς μου φαντασίας, όπως προήλθαν μέσα από τις σκοτεινές εκκλησίες. Μου αρέσει η κόκκινη μάζα ή η μπλε, όχι όμως αφηρημένη. Θέλω όμως να συμβολίζει κάτι το χρώμα η οι γραμμές. Γι’ αυτό πάντα οι φιγούρες που ζωγραφίζω είναι διαλυμένες και ζουν στα λουλούδια. Ίσως είναι πεθαμένες.
ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΟΥ
«Είναι κάποια πράγματα που γίνονται αναπόφευκτα, σαν να έχουν προγραφεί από παλιά. Θυμάμαι, όταν ήμουν στη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγράφιζα στο δάπεδο, μπροστά στους συμμαθητές μου. Εξακολουθώ να ζωγραφίζω στο πάτωμα, όπως τα παιδιά». (Περιοδικό Ζυγός, 1973)
Έχω μνήμες από τον πόλεμο του ’40. Θυμάμαι με πόση λαιμαργία έφαγα μια πατημένη σταφίδα που βρήκα στον δρόμο. Πόσες ώρες περνούσα ξαπλωμένος, ακίνητος, μικρό παιδί, για να αντέξω την πείνα να μη λιποθυμήσω. Τα σκάγια που βρίσκαμε στους δρόμους και παίζαμε με αυτά. Την πρώτη φορά που δοκίμασα σοκολάτα. Μου την πρόσφερε ένας Γερμανός αξιωματικός. Τον συνάντησα τυχαία και από τον φόβο μου την έφαγα αμέσως, γιατί νόμιζα ότι θα με σκότωνε αν δεν την έτρωγα. Αηδίασα από την άγνωστη γεύση. Αυτό βέβαια αργότερα άλλαξε. Όσα διαδραματίζονταν γύρω μου ήταν σαν ζωντανό μυθιστόρημα, ίσως λόγω του νεαρού της ηλικίας. Παρά την τραγικότητα των γεγονότων διέγειραν τη φαντασία μου. Έβλεπα τους στρατιώτες σαν γίγαντες… κρυβόμουν κάτω από ένα τραπέζι και έβλεπα οράματα. Επιθυμώ τα έργα μου να αποπνέουν γαλήνη, ανάταση ψυχής. Γιατί όχι χαρούμενα χαμόγελα! Δεν θα μετέφερα σ’ αυτά κάποια σκοτεινή πλευρά της ιστορίας. Έναν πόλεμο, πόνο, ψυχική κατάρρευση. Έχω ζωγραφίσει κάποιους αξιωματικούς, αλλά μόνο σαν εικόνα με την στολή και τα γαλόνια τους. Έχω ζωγραφίσει στο ίδιο έργο αρχαίο Έλληνα πολεμιστή, φουστανελά, σημερινό στρατιώτη, ναυτικό και παπά. Όλοι ηρωικοί. Με εορταστική διάθεση. Σαν τους δρομείς. Ο ένας παραδίδει τη σκυτάλη στον επόμενο. (Athens Voice, 2021)
«Εκεί, στο ατελιέ της Καλλιθέας, αναπτυχθήκαμε με έμπνευση και ενθουσιασμό, για μια ζωγραφική που βγαίνει από την αίσθηση της πραγματικότητας. Σ’ αυτό το ατελιέ, μας επισκέπτονταν πολλοί φίλοι ποιητές, ζωγράφοι, φιλότεχνοι και περίεργοι. Ερχόταν συχνά ο Ταχτσής, ο Τσαρούχης, ο Εμπειρίκος, η Βακαλό, ο Σινόπουλος, ο Καρούζος, ο Αναλις και πολλοί άλλοι. Έτσι, με την ηθική υποστήριξή τους και τις συμβουλές τους, παίρναμε πολύ θάρρος. Γιατί, δεν είναι εύκολο, όταν κανείς αρχίζει, να είναι σίγουρος για το έργο του… Με τον Σπεράντζα μέναμε στο επάνω πάτωμα και ο Στεφάνου στο κάτω…. Εκεί, σ’ αυτό το σπίτι της Καλλιθέας, γεννήθηκε ο πρώτος ποδηλάτης καπνίζων. Ξαφνικά μια μέρα, ενώ στεκόμουν στο παράθυρο και κοιτούσα τον ουρανό, μου ήλθε η έμπνευση, σαν επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, να κάνω έναν ποδηλατιστή με τσιγάρο και καπνό και με τα μαλλιά του να ανεμίζουν. Όταν το ζωγράφισα, γέμισε το δωμάτιο με φούμες. Κατόπιν έκανα ένα άλλο, μπλε, και ύστερα ένα κόκκινο…». (Σημείωμα του ιδίου)
«Ο μύθος δίνει φτερά στους ανθρώπους να πετάνε, όπως πέταξαν ψηλά ο Ικαρος και ο Δαίδαλος για να ξεφύγουν από τη φυλακή τους, την καθημερινότητά τους. Αυτό δεν γίνεται με την πραγματικότητα… Ολοι έχουν ανάγκη τον μύθο, ο οποίος παρουσιάζει γεγονότα που δεν έχουν γίνει. Για παράδειγμα, η ενδομαχία των αρχαίων Ελλήνων ήταν ότι σηκώθηκε το όρος Σπήλαιο, όπου κατοικούσαν γίγαντες, οι οποίοι έσχισαν το όρος για να φτάσουν μέχρι τους θεούς. Και έτσι άρχισε ο πόλεμος και τιμωρήθηκαν. Τα πράγματα στην αρχαιότητα ήταν μυθικά, θεϊκά και ιερά, τα οποία έχουν ξεχαστεί σε αυτήν την υλιστική εποχή που ζούμε σήμερα. Το σημαντικότερο είναι η ύλη και το χρήμα πια. Αλλά με τον μύθο μπορείς να επανέλθεις στον σωστό δρόμο, κοντά στις αξίες. (Παραπολίτικα, 2012)
ΕΙΠΑΝ ΓΙ’ ΑΥΤΟΝ
«Είναι φανταστικό και σημειολογικό που ο μεγαλύτερος ζωγράφος της εποχής μας [ο Αλέκος Φασιανός] γεννήθηκε στην Ελλάδα…», είχε πει ο Philippe Caloni, τον ∆εκεμβρίο του 1970.
Ο Louis Aragon, επίσης, είχε πει: «Αυτός που τ’ όνομά του γράφω, που έμαθα να λέω τ’ όνομά του, αυτός, ο Φασιανός, ω Φασιανέ! Θυμάμαι τις πρώτες μέρες όταν μου άρχισε η έκπληξη, ήταν ένας νέος τρόπος ν’ αγαπάς…».
Και ο Jean-Marie Drot είχε πει τα εξής υπέροχα: “Ακούραστο τζίνι, σκαθάρι των πόλεων και των αγρών, ο Φασιανός είναι πανταχού παρών… Πρίν καλά καλά διαβεί μια πόρτα, τον βρίσκεις λίγα χιολιόμετρα πιο κάτω, να χαιρετά σε κάθε παράθυρο, να λεεί στον καθένα και απο κάτι, κι ύστερα να εξαφανίζεται έτοιμος να ξεπεταχτεί σαν διαβολάκος από ένα άλλο κουτί…Έχει μια δόση ρακοσυλλέκτη ο Φασιανός, κάτι σαν περιέργεια του πρωτόγονου που το μάτι δεν κουράζεται να ανακαλύπτει, τα πάντα γ’αυτόν είναι θέαμα”
Ο Οδυσσέας Ελύτης είχε πει: «Τυχαίο δεν είναι ότι σε μια στιγμή που οι περισσότεροι καλλιτέχνες με απελπισία είχανε καταθέσει τα όπλα μπροστά στη χιλιομεταχειρισμένη παραστατική ζωγραφική, εκείνος, για να ’χει ακριβώς διατηρήσει σε συνεχή κατάσταση ανταρσίας την ιδιότυπη αθωότητά του, επέτυχε να διαχύσει ένα είδος δροσιάς που οι κουρασμένοι των σημερινών μεγαλουπόλεων, όχι χωρίς κάποιαν έκπληξη, αποδεχθήκανε σαν ευεργετική ανοιξιάτικη βροχούλα. Βέβαια, χρειαζόταν γι’ αυτό ένας θαυματοποιός. Και ο Φασιανός, μικρός ή μεγάλος, έδειξε ότι είχε τον τρόπο να βγάζει από το καπέλο του κουνέλια και σημαίες –στην περίπτωσή του φουμαδόρους και ποδηλάτες– με μια ευκολία που θα τη χαρακτηρίζαμε σαν επικίνδυνη αν, τις περισσότερες φορές, η ίδια του η χειρονομία δεν ήταν τόσο αυθόρμητη και πειστική».
Κεντρική φωτο: Ο Αλέκος Φασιανός στο ατελιέ του.
Ελεύθερα, 23.1.2022.