Η δημιουργός του υπερσύγχρονου εκθεσιακού χώρου ελληνικών ενδυμασιών στην πόλη της Καλαμάτας, «Βικτωρία Γ. Καρέλια», πρόεδρος της ομώνυμης καπνοβιομηχανίας -από τις πλέον επικερδείς επιχειρήσεις στην Ελλάδα-, πρόεδρος του «Ιδρύματος Γεωργίου & Βικτωρίας Καρέλια» καθώς και επίτιμη πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων και του Συλλόγου των Φίλων της Μουσικής Καλαμάτας, σε μία από τις σπάνιές της συνεντεύξεις για τα «Φιλελεύθερα».

 

Στο σταθερό τηλέφωνο που μου δόθηκε για το προκαθορισμένο ραντεβού μας, ώστε να προβληθεί η σπουδαία αυτή συλλογή Ελληνικών ενδυμασιών, μία από τις πληρέστερες συλλογές ελληνικών τοπικών ενδυμασιών σε πανελλήνιο επίπεδο, καθώς και το έργο της δημιουργού της, απαντάει η ίδια – «μου κάνει εντύπωση που δεν με παρέπεμψε σ’ εσάς κάποια γραμματέας σας!», της αναφέρω, με την ίδια να γελάει. «Αφού έτυχε να βρίσκομαι εδώ γύρω, γιατί να απαντήσει άλλος άνθρωπος;» μου εξηγεί με φυσικότητα. Η δημιουργός ενός από τα πιο σημαντικά Μουσεία-εκθεσιακούς χώρους που εξειδικεύονται σε κομμάτι της ελληνικής παράδοσης στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, το οποίο φιλοξενεί εκατό σχεδόν πλήρεις παραδοσιακές και σπάνιες ελληνικές φορεσιές, ενδυματολογικά κομμάτια και κοσμήματα από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα έως το 1930 περίπου, διαθέτει την ευρύτητα εκείνη του μυαλού που δεν περιορίζει τον συνομιλητή της στα «στενά» πλαίσια μιας τυπικής συνέντευξης που να αφορά μόνο στο «έργο», αλλά και στο «είναι» της ως μιας προσωπικότητας που τη χαρακτηρίζει η αστική παιδεία, η φιλομάθεια, το χιούμορ και ο δυναμισμός – «ρωτήστε με ό,τι επιθυμείτε», μου λέει απ’ την αρχή. 

– Πώς διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας σας; Από την οικογένειά μου, από το σχολείο μου και από τη ροή της ζωής. 

– Είχε πολλά σκαμπανεβάσματα αυτή η ροή της ζωής σας; Καμία ζωή δεν είναι πάντα ρόδινη. Και καμία δεν έχει μόνο ανεβάσματα· υπάρχουν περίοδοι στη ζωή που είναι όμορφες και ευτυχείς, αλλά υπάρχουν και άλλες που είναι άσχημες. Όταν τα μαζέψεις όλα αυτά μαζί, φτιάχνεις ένα χαρμάνι και διαμορφώνεις κάτι. Σας αναφέρω το «χαρμάνι», γιατί είναι και μία λέξη που μεταχειρίζομαι συχνά. 

– Το χαρμάνι, λοιπόν, της ζωής σας τι είδους γεύση σας αφήνει; Μπορώ να πω γλυκιά. 

 

 

 

– Οι μεγαλύτερες δυσκολίες σας σε τι αφορούσαν; Υπήρξαν εποχές που ήταν πάρα πολύ δύσκολες· αυτά είναι ανθρώπινα και φυσικά. Μπορεί να έχεις εξάρσεις, μπορεί να έχεις και δυσκολίες – ιδιαιτέρως όταν χάνεις ανθρώπους. 

– Υποθέτω πως η μεγαλύτερη απώλεια της ζωής σας ήταν εκείνη του συζύγου σας, του Γεωργίου Καρέλια… Βεβαίως. Έχω χάσει και αδελφό, έχω χάσει και την μητέρα μου… Είναι αυτά τα ανθρώπινα. 

– Για να έρθουμε και στην αφορμή αυτής της συζήτησής μας, ποιος ήταν ο στόχος σας με την δημιουργία αυτού του Μουσείου-εκθεσιακού χώρου, που κοσμεί την πόλη της Καλαμάτας; Ο αρχικός μου στόχος ήταν να αξιοποιηθούν όλα αυτά που έχω συλλέξει και να μην μείνουν μέσα σε κουτιά, στο σπίτι μου, με τον κίνδυνο όταν εγώ θα έχω φύγει απ’ τη ζωή να μην ξέρουν οι άνθρωποι τι είναι όλα αυτά. Δεύτερος στόχος μου ήταν να ‘ρθει ο κόσμος, και ιδίως οι νέοι, και να δουν τι σπουδαίο πολιτισμό είχε αυτός ο λαός όταν ήταν υπόδουλος. Ήταν πράγματα που εγώ τα σεβόμουν πάρα πολύ όλα αυτά τα χρόνια και θεώρησα πως θα έπρεπε όλα αυτά να εκτεθούν στον κόσμο. 

– Από πότε ξεκινήσατε να μαζεύετε αυτές τις φορεσιές; Εδώ και 45-50 χρόνια, πάνε πολλά χρόνια. Πήγα στο Λύκειο Ελληνίδων και όταν ήρθα στην Καλαμάτα συνέχισα την ενασχόλησή μου με το αντικείμενο, και ως ιδρυτικό μέλος και παράλληλα ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Λυκείου Καλαμάτας, για παραπάνω από πενήντα χρόνια. Διετέλεσα, μάλιστα, και πρόεδρός του για τριάντα τρία χρόνια. Οπότε, δεν θα μπορούσα παρά να εμπλακώ, και μάλιστα συστηματικά, με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Υπό αυτή μου την ιδιότητα, είχα και πολύ στενή επαφή και με την Κύπρια πρώην Υπουργό Παιδείας της Κύπρου, Κλαίρη Αγγελίδου, την οποία πολύ εκτίμησα για το πραγματικό της ενδιαφέρον για την ελληνική παράδοση. Θέλω να σας πω, με λίγα λόγια, πως αυτό το Μουσείο έχει υπόβαθρο -η δημιουργία του δεν συνέβη από τη μία μέρα στην άλλη- και εγώ προσωπικά είχα αγαπήσει, είχα εκτιμήσει και -κυρίως- είχα σεβαστεί όλα αυτά τα χρόνια την παράδοση. 

– Μία νέα γυναίκα, όπως ήσασταν εσείς πριν από μισό αιώνα, τι την κάνει να στρέφεται στην παράδοση και να δείχνει τόσο πάθος κι ενδιαφέρον γι’ αυτήν; Τα πάντα σ’ εμένα ξεκινάνε από την αισθητική. Για να με παρακινήσει κάτι, πρέπει να με παρακινήσει κυρίως αισθητικά. Και, βεβαίως, ένα από εκείνα που λάτρεψα αισθητικά ήταν η ελληνική παράδοση· ιδιαιτέρως τότε που οι άνθρωποι ήταν υπόδουλοι, χωρίς ουσιαστική πατρίδα, αλλά είχαν την υψηλή αισθητική να δημιουργούν αυτά που εκτίθενται σήμερα εδώ, να φτιάχνουν τις επίσημες φορεσιές τους, τις νυφικές κ.λπ, όλη αυτή την ομορφιά…

– Θεωρείτε ότι λείπει αυτού του είδους η αισθητική σήμερα απ’ τον κόσμο; Λιγάκι, νομίζω πως ναι. 

– Για ποιο λόγο πιστεύετε; Ίσως γιατί δεν υπάρχει ο χρόνος να σταθεί κανείς αρκετά σε ένα σημείο και να το ενστερνιστεί. Τα ερεθίσματα είναι πάρα πολλά πια, κι έτσι δεν μπορεί στις μέρες μας να αφοσιωθεί κάποιος σε κάτι, γιατί το ένα παρασύρει το άλλο – μόλις ξεκινήσει κάποιος να ασχοληθεί με κάτι, αμέσως προκύπτει και κάτι άλλο που σου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Αυτό, όμως, σε αποσπά από το προηγούμενο. Και τανάπαλιν. Είναι πολύ ταχείς οι ρυθμοί σήμερα. Δεν λέω, προς Θεού, πως είναι κακό πράγμα η πολυμέρεια, αλλά σε όλα τα θέματα υπάρχουν τα αρνητικά και τα θετικά τους. Ή μάλλον, επειδή θέλω να είμαι αισιόδοξη πάντοτε, θα σας έλεγα πως υπάρχουν τα θετικά και τα αρνητικά τους – με αυτή τη σειρά να το γράψετε, παρακαλώ. 

– Ποια είναι η πρώτη φορεσιά που πήρατε στα χέρια σας; Οι πρώτες φορεσιές που μου έτυχαν ολοκληρωμένες και αυθεντικές ήταν η Σκοπελίτικη και από την Επισκοπή Ναούσης. 

– Και ποια είναι η φορεσιά που αγαπάτε εσείς περισσότερο, με βάση το δικό σας γούστο; Α, μη με ρωτάτε τέτοια. Όλες αυτές τις φορεσιές, για να τις έχω συλλέξει προσωπικώς, σημαίνει πως κάτι με κέντρισε σ’ αυτές. Κάποιες δε, μου αναφέρουν ειδικοί, είναι πολύτιμες και ιδιαιτέρως σπάνιες ως προς την εύρεσή τους – αλλά για μένα είναι όλες τους μοναδικές.   

– Χρειάστηκαν πολλά χρήματα για να δημιουργήσετε αυτή την μεγάλη συλλογή; Ασφαλώς. Αλλά αυτά δεν λέγονται. 

– Η δημιουργία αυτού του σημαντικού εκθεσιακού χώρου στην πόλη της Καλαμάτας, έγινε και λόγω της επιχειρηματικής σας δραστηριότητας; Αισθανόσασταν, τρόπον τινά, ότι «χρωστούσατε» ένα έργο στην πόλη που αποτελεί και την έδρα της επιχείρησής σας; Όχι, δεν ήταν αυτό το κίνητρό μου. Σκέφτηκα: Είμαι μία μεγάλη γυναίκα, έχω αυτό το σπάνιο υλικό – μέχρι πότε εγώ θα μπορώ να το φροντίζω; Έπρεπε, λοιπόν, να επιστρέψω αυτό το υλικό εκεί όπου ανήκε πάντα: Στην Ελλάδα και στους Έλληνες. Τι ωραιότερο, επομένως, να δημιουργηθούν εκείνες οι υποδομές -οι σύγχρονες- που να δημιουργούν ενδιαφέρον στον επισκέπτη και να κινήσουμε το ενδιαφέρον, ιδιαιτέρως της νεολαίας, ώστε αυτά να είναι προσιτά στους νέους ανθρώπους. Γιατί, θυμάμαι κι εγώ, όταν ήμουνα νεαρή, που πήγαινα σε διάφορα Μουσεία, αλλά ήμουνα λιγάκι αδιάφορη. Ο σκοπός ήταν να κεντρίσω την προσοχή και των νέων ώστε να καθίσουν και να απολαύσουν τις συλλογές, να καταλάβουν την αξία τους και ιδίως την ομορφιά τους! Πρέπει να σας πω λοιπόν, πως η νεολαία ανταποκρίνεται πάρα πολύ – σε σημείο που δεν θα το πίστευα ποτέ. Βοηθάει σ’ αυτό, βέβαια, και ο τρόπος που γίνεται η παρουσίαση του υλικού, τα τεχνολογικά μέσα που χρησιμοποιούνται, π.χ οι ψηφιακές ξεναγήσεις μέσω tablets, βλέποντας την φορεσιά από όλες τις πλευρές της και με όλες τις λεπτομέρειες κ.λπ. Χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. 

– Εσείς, σε τι είδους περιβάλλον μεγαλώσατε; Μεγάλωσα σε επιστημονικό περιβάλλον – ο πατέρας μου και ο αδελφός μου ήταν νομικοί -ο αδελφός μου διετέλεσε και καθηγητής Πανεπιστημίου, στην Αθήνα-, και γενικώς μεγάλωσα με μία άλλου είδους νοοτροπία από την επιχειρηματική. Όταν, όμως, και οι επιχειρηματίες έχουν υπόβαθρο ακέραιου και έντιμου ανθρώπου, σιγά σιγά σε ελκύουν και προσαρμόζεσαι. Πιάνω π.χ. τον εαυτό μου να μιλάει κάποιες φορές με τρόπο που δεν θα μιλούσε ποτέ στο παρελθόν, αν δεν είχα παντρευτεί τον άντρα μου κι αν δεν είχα ενταχθεί σε μία επιχειρηματική οικογένεια και σε αυτού του είδους το περιβάλλον. 

– Δυσκολευτήκατε, δηλαδή, στο να προσαρμοστείτε σε αυτού του είδους το επιχειρηματικό περιβάλλον στην αρχή; Παρόλο που με ξένιζε, κι έλεγα «μα, δεν είναι σωστά αυτά τα πράγματα» στον τρόπο που γινόταν η διαχείριση του λόγου που ήταν πιο ωμός -όχι, ωστόσο, ως προς τις πράξεις-, μου δημιουργούσε μεγάλο ενδιαφέρον.

– Στην Αθήνα μεγαλώσατε; Ναι. Και εγώ και ο άντρας μου.

– Και στην Καλαμάτα πότε μετακομίσατε; Όταν παντρεύτηκα. Γιατί ο άντρας μου ήταν το μόνο μεγάλο αγόρι της οικογενείας, είχε έρθει από την Αμερική όπου σπούδαζε, μετά έκανε το στρατιωτικό του στο Ναυτικό, ύστερα πήγε για εξάσκηση σε κάποιο Υπουργείο και κατόπιν ήρθαμε μαζί στην Καλαμάτα γιατί εδώ ήταν η βάση της δουλειάς, εδώ είναι το εργοστάσιο και έπρεπε να μάθει κι ο ίδιος τη δουλειά. Τότε ήταν κάπως δύσκολη η προσαρμογή. Αλλά τώρα είμαι πάρα πολύ ευτυχής που ήρθα εδώ! 

– Από έρωτα παντρευτήκατε ή από προξενιό; Τον άντρα μου τον γνώρισα από τότε που γεννήθηκα. Ήταν αδελφικός φίλος του αδελφού μου, από την πρώτη τάξη του δημοτικού. Οπότε τον αγαπούσα πάρα πολύ, από παιδάκι. 

– Τι σας έχει διδάξει αυτή η ευθύνη που έχετε πια -μετά και από τον θάνατο του συζύγου σας- μίας πολύ μεγάλης επιχείρησης – από τις μεγαλύτερες και από τις πλέον κερδοφόρες στην Ελλάδα; Το να υπομένεις πάρα πολλά αλλά να μην χάσεις ποτέ την ανθρωπιά σου, την εντιμότητά σου και την περηφάνια σου. 

– Πάντως, είναι γνωστό πως η σχέση σας με τους εργαζόμενους είναι υποδειγματική: Είστε από τις λίγες, για να μην πω ελάχιστες, μεγάλες εταιρείες στην Ελλάδα που κάθε χρόνο, αναλόγως της κερδοφορίας, δίνουν μπόνους στους εργαζόμενούς τους… Αυτά δεν θέλω να τα λέω δημοσίως.

– Έχει δημοσιοποιηθεί, γι’ αυτό σας το αναφέρω… Ακούστε, αυτό είναι κάτι που είχε καθιερώσει ο άντρας μου. Και, πολλές φορές, αυτό προερχόταν από ίδια κεφάλαια. Αυτό το συνέχισα κι εγώ, ως παράδοση της εταιρείας. Μην ξεχνάτε πως αυτός όλος ο κόσμος εργάζεται σκληρά και ο κάθε ένας από αυτούς τους ανθρώπους συμβάλλει με τον τρόπο του στην πρόοδο της εταιρείας. 

– Προτιμάτε να σας αγαπάνε οι εργαζόμενοί σας ή να σας εκτιμάνε; Το σκέφτηκα κι εγώ αυτό που ρωτάτε… Ξέρετε, έχω καταλήξει πως καμιά φορά η αγάπη μπορεί να μην έχει την εκτίμηση και να δηλώνει αδυναμία. Θεωρώ πως ο συνδυασμός και των δύο είναι ιδανικός.

– Καταλήξατε πια στο τι είναι ευτυχία; Το να πηγαίνω να κοιμηθώ και να λέω «ήταν μια ωραία μέρα σήμερα!», είναι ευτυχία. Αλλά και να μην είναι ωραία η μέρα, να λέω «σήμερα κάτι έμαθα, σήμερα έγινα καλύτερη!». Ευτυχία, επίσης, είναι το να ξυπνάω το πρωί, και επειδή το σπίτι μου είναι παραθαλάσσιο, να κοιτάω τον ουρανό και να λέω «θεέ μου, σ’ ευχαριστώ για τον ουρανό που βλέπω!». 

– Αυτό με τα χρόνια το συνειδητοποιήσατε; Με τα χρόνια, ναι. Γιατί, όταν είσαι νέος, δεν σε απασχολεί τι είναι και τι δεν είναι η ευτυχία, δεν αναλύεις αυτό το θέμα – απλώς ζεις τις στιγμές. Δεν σε απασχολεί το πέρασμα του χρόνου. 

– Τα χρήματα βοηθάνε, πιστεύετε, στο να έρθει η ευτυχία στον άνθρωπο; Τα χρήματα βοηθάνε στο να γίνει πιο άνετη η ζωή σου, σε κάποιες δύσκολες καταστάσεις, αλλά όχι στο να γίνεις ευτυχής· δεν είναι αυτό το πιο σπουδαίο. Η κορωνίδα στο να αισθανθείς ευτυχισμένος σίγουρα δεν είναι τα χρήματα!

– Καπνίζετε; Βεβαίως.

​​​

– ​Και, υποθέτω, «Καρέλια», έτσι; Μα, έτσι το άρχισα. Βγαίναμε στην Αθήνα με τον άντρα μου, μου έδινε ένα -μάλιστα του έλεγα τότε «άσε με τώρα που θα καπνίζω…», άλλες εποχές- αλλά σιγά σιγά το έμαθα. Του χρωστάω πολλά, γιατί σε πολλές δύσκολες στιγμές μου ήταν μια παρηγοριά. 

– Σκεφτήκατε ποτέ να το κόψετε; Το είχα κόψει για έξι μήνες περίπου, για λόγους υγείας, διότι έπρεπε να κάνω μία εγχείρηση. Πάντως την πρώτη ώρα που πάτησα το πόδι μου στην Αθήνα, μετά την εγχείρηση, είπα στον οδηγό μου «πήγαινε πάρε μου ένα πακέτο τσιγάρα».

– «Καρέλια»… Πάντα! Κοιτάξτε όμως, δεν γίνεται αυτό λόγω της επιχείρησης, αλλά επειδή μ’ αρέσουν. Και θα ‘ταν και ντροπή -που το ‘χω δει σε πρόσωπα συναδέλφων- να κάπνιζα κρυφά ξένα τσιγάρα. Το μάτι μου δε έχει εξασκηθεί πια και βλέπω πια κι από απόσταση το στέμμα επάνω στα τσιγάρα, τη μάρκα, οπότε καταλαβαίνω αν είναι δικό μας το τσιγάρο ή όχι. Απ’ την άλλη όμως, γιατί να καπνίσω κάτι άλλο, αφού βρίσκω σ’ εμάς εκείνο που μ’ αρέσει!

– Θα θέλατε αυτό το Μουσείο να είναι ο σημαντικότερος λόγος για να σας θυμούνται στο μέλλον, κυρία Καρέλια; Όχι, όχι. Θέλω να με θυμούνται επειδή ήμουνα καλή κι αγαθή στη ζωή.

– Συνάδει ένας επιχειρηματίας με την αγαθότητα; Εξαρτάται από ποια έννοια το λαμβάνετε, υπάρχουν πολλές ερμηνείες της λέξεως. Προσωπικώς, παίρνω την καλή ερμηνεία του «καλού κι αγαθού» με την παλιά ετυμολογία, όχι του ανόητου, όχι του αγαθιάρη. 

– Σάς είναι εύκολο να ζητήσετε «συγνώμη» αν διαπιστώσετε πως αδικήσετε κάποιον στη ζωή σας; Πάντοτε! Η «συγνώμη» είναι η υπερηφάνεια μου. Κι αυτό το έμαθα απ’ το σπίτι μου. Θυμάμαι, μικρή, που κάτι είχα κάνει και στην αρχή δεν έλεγα πως το ‘χα κάνει εγώ, η μητέρα μου μού είπε την εξής κουβέντα: «Όταν αναγνωρίσεις το λάθος σου, αφαιρείς από τον άλλον τουλάχιστον το 50% απ’ το να σου πει οποιαδήποτε κουβέντα». Αυτό ακολούθησα κι εγώ ανέκαθεν στη ζωή μου. 

– Αυτή τη μεγάλη δυναμικότητα που διακρίνω στον χαρακτήρα σας, πέρα από την πληθωρικότητά σας, ανέκαθεν την είχατε; Νέα, ήμουνα πιο συναισθηματική. Ίσως, ναι, με την πάροδο των ετών να έχω γίνει και λίγο πιο σκληρή. 

– Μεγαλώνοντας, λένε πως οι άνθρωποι επιστρέφουν στην παλιά τους συναισθηματικότητα… Υπό αυτή την έννοια, δεν έχω μεγαλώσει (χαμογελάει). Απλώς, καλύπτω, λόγω συνθηκών και ευθύνης, λίγο τον συναισθηματισμό μου.

xatzigeorgiou@yahoo.com

Φιλελεύθερα, 3.10.2021.