Ο Βάσος Αργυρίδης υποδεικνύει ότι όλα τα προβλήματα στην Κύπρο σήμερα ξεκινούν από την έλλειψη αισθητικής.
Έχοντας κλείσει τον κύκλο του στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Παττίχειου Δημοτικού Θεάτρου Λεμεσού, έχει πλέον ορθάνοιχτους τους ορίζοντες κι ετοιμάζεται για καινούριες καλλιτεχνικές περιπέτειες. Στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κύπρια βλέπει να υλοποιείται μια δουλειά που επεξεργαζόταν τα τελευταία χρόνια πάνω σε μονολόγους μυθικών ηρωίδων από το αρχαίο δράμα. Η όπερα δωματίου «Τρεις Γυναίκες», με μονολόγους από τη Μήδεια, την Αντιγόνη και την Εκάβη υλοποιήθηκε όταν η σοπράνο Κατερίνα Μηνά του σύστησε τον Άγγλο λιμπρετίστα Τιμ Γουέλτον, που επεξεργάστηκε αυθεντικά κείμενα του Ευριπίδη και του Σοφοκλή. Η πρόταση αυτή, που επιχειρεί να αποτυπώσει τη μορφή της αρχετυπικής Γυναίκας στη ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας, αποτέλεσε και την αφορμή για μια συζήτηση με τον Κύπριο μουσικοσυνθέτη.
– Γιατί επελέγη αγγλικό λιμπρέτο για ένα τόσο «ελληνικό» θέμα; Διότι σκοπός μας είναι να ταξιδέψουμε αυτή τη δουλειά και στο εξωτερικό. Δεν θέλαμε να εγκλωβιστούμε σε μια «θνησιγενή» παραγωγή για το Φεστιβάλ Κύπρια. Εννοώ μια παραγωγή με περιορισμένο αριθμό παραστάσεων. Προτιμούσα μια σύγχρονη ματιά και να διατηρήσουμε το στοιχείο του χορού ως δεύτερου αφηγήματος. Επ’ ουδενί δεν ήθελα να προκύψει αναπαράσταση τραγωδίας. Με γοήτευσε η ιδέα αντί για χορό να περιλάβουμε τον ρόλο ενός άνδρα. Καταλήξαμε στον χαρακτήρα του χαμηλόβαθμου υπαλλήλου υπουργείου στον οποίο έχουν αναθέσει να πάρει συνέντευξη από αυτές τις τρεις κυρίες, με σκοπό να τους δοθεί συγχώρεση για τις πράξεις τους και προεδρική χάρη.
– Η μουσική πώς ερμηνεύεται; Καταλήξαμε σ’ ένα μικρό και ευέλικτο σχήμα με εννιά μουσικούς, που θα διευθύνει ο Πάρις Ξάνθου. Με κοντραμπάσο, βιολοντσέλο, βιόλα, βιολί, φλάουτο, κόρνο, τρομπέτα, πιάνο και κρουστά. Προτιμώ να κρατήσω τον χαρακτήρα μιας μαζεμένης όπερας δωματίου, παρόλο που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να επεκταθεί μελλοντικά σ’ ένα σχήμα 18-20 ατόμων. Θα παίξουμε εντελώς ακουστικά, με καμιά ενίσχυση μικροφώνου, θα βγαίνει ένας κλασικός ήχος από την ερμηνεύτρια και τον ηθοποιό όσο κι από τους μουσικούς.
– Δεν θα μπορούσε να γίνει μια μεγάλη παραγωγή θεατροποιημένης όπερας; Μου πέρασε από το μυαλό. Χωρίς όμως να αποτελεί αναπαράσταση της τραγωδίας. Ωστόσο, αυτό που κάνουμε τώρα λειτουργεί μια χαρά ως προς τους στόχους μας. Παίρνουμε τρεις αρχετυπικές και διαχρονικές μορφές, με κεντρικό άξονα τη γυναίκα- θύμα. Θύμα του έρωτα, του πάθους, της εξουσίας, του πολέμου, του φύλου. Δυστυχώς ή ευτυχώς πίσω απ’ όλα αυτά κρύβεται πάντα ο άνδρας. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποπνέει μισανδρία η προσέγγισή μας. Αγαπάμε τις γυναίκες, δεν μισούμε τους άνδρες.
– Αυτός ο υπερτονισμός της αντιπαράθεσης μεταξύ αρσενικού – θηλυκού είναι και λίγο παρεξηγήσιμος στην εποχή μας. Δεν πτόησε τη δημιουργική ομάδα η ευαισθησία του ζητήματος; Όχι, γιατί δεν κεντράρουμε εκεί. Εστιάζουμε στον μύθο της καθεμιάς από τις αρχετυπικές ηρωίδες κι αυτό αρκεί για να προκύψουν ενδιαφέροντες διαστάσεις. Λ.χ. χάρη το ζήτημα της ευθύνης και της συνείδησης σε σχέση με το γράμμα και το πνεύμα του νόμου. Εξάλλου, δεν ήθελα να παρέμβω στη σκηνοθεσία, προηγήθηκε μια συζήτηση με τη σκηνοθέτιδα για τη γραμμή που ήθελε να δώσει. Θεωρώ ότι υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ροή και αιχμηροί διάλογοι. Έκανα έναν νεοτερισμό, προσθέτοντας σε καθεμία από τις τρεις γυναίκες έναν δικό τους εσωτερικό μονόλογο, χωρίς λόγια. Βοκάλ. Σαν να σιγουμουρμουρίζουν, σαν μοιρολόι. Με στοιχεία από την παράδοση. Η σκηνοθέτις έχει χτίσει σπουδαίο δρώμενο για κάθε ένα από τα σημεία αυτά κι η Κατερίνα Μηνά καλείται να ερμηνεύσει με ειδικό τρόπο τα ιδιαίτερα αυτά μουσικολογικά στοιχεία.
– Εντούτοις η Μαξίν Γκρέιαμ, τουλάχιστον στο σκηνοθετικό της σημείωμα, επιμένει πολύ σ’ αυτή την «αιώνια αντιπαράθεση» μεταξύ αρσενικής και θηλυκής ενέργειας… Ως συνθέτης είμαι ανοιχτός. Από τη στιγμή που επιθυμούσε να δώσει αυτό το υπόβαθρο δεν μπορούσα να της αρνηθώ. Μπορεί εγώ να είχα κάτι άλλο στο μυαλό μου, αλλά εκείνη πρόσθεσε μια ιδέα που εν τέλει δεν είναι κακή. Ίσως τελικά να κρατάμε και τις δύο διαστάσεις. Οι γυναίκες αποκαλύπτουν τις ιστορίες τους και δεν είναι δυνατόν να παραμεριστεί η διαχρονική πτυχή της γυναίκας- θύματος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Απλώς το γενικεύσαμε ώστε το σχήμα να περιλάβει κι άλλα δίπολα.
– Τι θα κρατούσες από την πενταετή θητεία σου στο τιμόνι του Παττιχείου Δημοτικού Θεάτρου, τώρα που έχει ολοκληρωθεί; Η ίδια η κοινωνία της Λεμεσού και της Κύπρου έδειξε ποια είναι η σημασία του Παττιχείου. Ο χώρος και ο οργανισμός κράτησε ανοιχτές τις πόρτες του σ’ όλη την Κύπρο. Δώσαμε μεγάλη σημασία στο να στήσουμε και να στηρίξουμε ντόπιες παραγωγές με τα ελεύθερα θέατρα, ακόμη και με καλλιτέχνες που δεν έβρισκαν εύκολα πρόσβαση για να δείξουν τη δουλειά τους. Επιδιώξαμε να αναπτύξουμε συνεργασίες και να φέρουμε στην Κύπρο παραγωγές που ήταν ελκυστικές για το κοινό. Το Παττίχειο είναι ένα ανοιχτό στην κοινωνία θέατρο. Δημοτικό με την έννοια της λέξης, λαϊκό, βατό και προσβάσιμο στο κοινό και τους καλλιτέχνες. Χωρίς πολλές γραφειοκρατίες. Φαντάζομαι ότι θα διατηρήσει και στο μέλλον αυτόν τον χαρακτήρα κι αυτή τη φιλοσοφία. Ανεξάρτητα από το ποιος θα αναλάβει, το Παττίχειο ήδη τρέχει, έχει αποκτήσει έναν αυτοματισμό όσον αφορά στη λειτουργία του.
– Πώς είδες την πολιτιστική λειτουργία της πόλης και της Κύπρου αυτά τα χρόνια από την οπτική γωνία του καλλιτεχνικού διευθυντή; Βρέθηκα και στις δύο όχθες του ποταμού. Είμαι για χρόνια ελεύθερος επαγγελματίας κι έχω ζήσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης, πρώτιστα στην ομαδοποίηση με συναδέλφους του ώστε να ετοιμάσει μια παραγωγή και κατόπιν να βρει τον τρόπο να την ανεβάσει στη σκηνή. Όταν βρέθηκα στο τιμόνι του Παττιχείου το είχα αυτό υπόψη. Θεωρώ ότι έδωσα το στίγμα από την πρώτη μέρα, όταν προσκάλεσα τον Σταύρο Ξαρχάκο στα εγκαίνια και του ζήτησα να έρθει χωρίς την ορχήστρα του αλλά να παίξει με εξαίρετους κύπριους μουσικούς. Δεν αποκλείσαμε, εννοείται, σπουδαίες παραγωγές από την Αθήνα και το εξωτερικό, ενώ φιλοξενήσαμε μέχρι και απαιτητικά μιούζικαλ από το Λονδίνο. Προσπαθήσαμε να βρούμε τον παλμό της πόλης, να προσαρμοστούμε στον χαρακτήρα της. Φέραμε παραγωγές κι από τη Ρωσία για να ικανοποιήσουμε το διόλου ευκαταφρόνητο ρωσόφωνο κοινό. Σταθήκαμε στο πλευρό του Δήμου Λεμεσού στις εκδηλώσεις που διοργάνωσε. Δώσαμε χώρο και διευκολύναμε μικρής οικονομικής εμβέλειας σχήματα, προσφέραμε ειδικές συνθήκες φιλοξενίας.
– Πόσο έχει αλλάξει η Λεμεσός αυτά τα πέντε χρόνια; Η Λεμεσός και η κάθε πόλη αλλάζει. Είναι μια μαθηματική εξίσωση. Η ίδια η κοινωνία αλλάζει. Πριν από 30 χρόνια, στην Κύπρο δεν μπορούσες να βρεις νεολαία. Όσοι ήταν από 20 μέχρι 30 ετών είτε έλειπαν στο εξωτερικό για σπουδές, είτε εργάζονταν. Πλέον υπάρχει ένα ενεργό κομμάτι, το φοιτητικό. Κάποιες δεκάδες χιλιάδες νέοι αυτής της ηλικιακής ομάδας ζουν και αναπνέουν μέσα στον αστικό ιστό κι έχουν φέρει ζωντάνια στις υποτονικές πόλεις μας. Η ακαδημαϊκή μόρφωση δεν σε «εμβολιάζει» εξ ορισμού με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα καλλιτεχνικά δρώμενα, αλλά από τη στιγμή που υπάρχει στατιστική αύξηση και ποσόστωση, προκύπτει σίγουρα ένα κομμάτι με ιδιαίτερες απαιτήσεις.
– Πιστεύεις ότι έχει αλλάξει επίπεδο και το κοινό των θεαμάτων; Πριν από 20-30 χρόνια ίσως ακόμη να μπορούσες να ξεγελάσεις τον θεατή και να ήσουν αδιάβαστος, να φαλτσάριζες, να έκανες εκπτώσεις στον ήχο, τους φωτισμούς, τη σκηνογραφία. Αυτό δεν συμβαίνει πια. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο θεατής είναι πιο απαιτητικός και πιο έτοιμος από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Κι από τη στιγμή που έρχεται θα σε κατακεραυνώσει. Έχω εκπλαγεί πολλές φορές από τις εύστοχες υποδείξεις θεατών. Δέχτηκα και άκουσα πολύ προσεκτικά παρατηρήσεις για παραστάσεις που φιλοξενήσαμε στο Παττίχειο. Ο καλλιτέχνης έχει πλέον μεγαλύτερη δυνατότητα και περισσότερες ευκαιρίες να εκτεθεί, αλλά καλείται να έχει επίγνωση ότι το κοινό πλέον έχει απαιτήσεις. Αυτός είναι στο τέλος της ημέρας και ο μόνος τρόπος να ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι. Κι όχι οι οποιοδήποτε αποκλεισμοί.
–Έτσι ανεβαίνει ο πήχης και για τους καλλιτέχνες; Οπωσδήποτε. Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται πλέον με ποιο κοινό έχουν να κάνουν. Αυτό είναι ένας μοχλός εγρήγορσης και υπευθυνότητας. Προσοχή: δεν λέω ότι έχουμε το πλέον εκπαιδευμένο κοινό στον πλανήτη. Υπάρχει όμως ένα ικανό ποσοστό υποψιασμένων και απαιτητικών θεατών. Ακόμη και στη Βιέννη δεν πηγαίνουν όλοι στην όπερα. Η διαφορά είναι ότι εκεί η επιλογή αυτή είναι βασικό συστατικό στοιχείο της καθημερινότητας και του ταξιτζή και του τελευταίου εργάτη. Αν τους το στερήσεις, θα αντιδράσουν όλοι. Στην Κύπρο, αν κλείσεις αύριο τα θέατρα θα διαμαρτυρηθούν 500-1000 άτομα. Το ζητούμενο για μένα είναι αυτοί οι λίγοι, που πλέον αυγατίζουν, να παίρνουν από μας ό,τι καλύτερο έχουμε να τους δώσουμε. Προσωπικά, όταν ανεβαίνω στη σκηνή ενός κυπριακού θεάτρου φέρομαι το ίδιο σαν να βρίσκομαι στην πιο διάσημη αίθουσα της Ευρώπης. Δεν κάνω σκόντο ανάλογα με ποιον έχω απέναντί μου. Αν το κάνεις αυτό, έχεις αποτύχει.
– Πιστεύεις ότι αν υπήρχε μια πιο μεγάλη και δυναμική κοινότητα που ασχολείται με τα πολιτιστικά δρώμενα, θα υπήρχε και πιο επαρκής φροντίδα του τομέα από κυβερνητικής πλευράς; Νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο. Αυτό που θα μπορούσε πάντως να κάνει το κράτος είναι να το πάρει κάποια στιγμή απόφαση ότι στον τόπο αυτό ζουν επαγγελματίες δημιουργοί και να τους κηρύξει τέτοιους. Θα μπορούσε επίσης, αφού τους καταγράψει, να τους επιδοτεί και ν΄απαιτεί κάθε χρόνο statement του έργου που παράγουν, με τεκμηριωμένο και έγκυρο έλεγχο. Αυτό είναι το σκανδιναβικό μοντέλο. Δεν είναι το καλύτερο που υπάρχει, αλλά σίγουρα είναι καλύτερο από αυτό που έχουμε τώρα. Επίσης, κάποια στιγμή πρέπει κάποιος ν’ αποφασίσει να κάνει τον κακό. Να διαχωρίσει τους καλλιτέχνες Α’ κατηγορίας από τους υπόλοιπους ή κι από τους ερασιτέχνες. Όλοι πρέπει να στηρίζονται –δεν αντιλέγω. Αλλά δεν πρέπει να τσουβαλιάζονται όλοι.
– Η κυβέρνηση φαίνεται ότι προχωρεί με την υπόθεση του Υφυπουργείου Πολιτισμού. Πώς βλέπεις την επόμενη μέρα μετά την αλλαγή στην πολιτιστική πολιτική; Όλα θα εξαρτηθούν από δύο βασικούς παράγοντες: το πρόσωπο ή τα πρόσωπα και την ανάθεση- εντολή που θα πάρουν από την κυβέρνηση. Αν το Υφυπουργείο θα καταντήσει κομματικό παραμάγαζο αυτό είναι ένα ζήτημα. Είναι ζωτικής σημασίας να προκύψει μια δομή ανοιχτή που θα καθίσει να βρει τρόπους και κίνητρα. Ουσιαστικά αυτό που χρειαζόμαστε είναι παραγωγή. Περισσότερη και ποιοτικότερη. Η Κύπρος αυτή τη στιγμή είναι μια χώρα που δεν παράγει όχι πολιτισμό, αλλά πλέον ούτε και λεμόνια. Η παραγωγή απαιτεί μια έξυπνη και ευφάνταστη μέθοδο παροχής κινήτρων και δεν εννοώ μόνο οικονομικών κινήτρων. Κανείς δημιουργός, πραγματικός δημιουργός τουλάχιστον, δεν θέλει να επιδοτείται και να κάθεται. Η ενίσχυση είναι το αντίκρισμα της δουλειάς του που έχει πολλαπλές θετικές επιπτώσεις στην κοινωνία, την οικονομία και την εικόνα της χώρας.
– Αρκεί η παραγωγή από μόνη της; Δεν παίζει κάποιον ρόλο κι ο τρόπος που αυτή φτάνει στο κοινό; Εννοώ πάντα την παραγωγή που γίνεται κοινό κτήμα. Αυτό είναι ο πολιτισμός. Εγώ μπορεί να έχω στο συρτάρι μου 30 ανέκδοτα τραγούδια. Αυτό δεν είναι μέρος του πολιτισμού. Θα είναι όταν τα ακούσει ο πρώτος ακροατής. Αν δεν χτιζόταν ο Παρθενώνας και βρίσκαμε κάποια στιγμή τα σχέδια του Ικτίνου και του Καλλικράτη σ’ ένα ράφι, θα τους θαυμάζαμε και θα λέγαμε «ρε τους μπαγάσες τι ήταν να χτίσουν»! Αλλά εφόσον τα σχέδια δεν θα είχαν αποτυπωθεί στον βράχο, ο Παρθενώνας δεν θα ήταν μέρος του του παγκόσμιου πολιτισμού. Δεν έχει σημασία τι έχουμε κληρονομήσει εφόσον επαναπαυόμαστε. Σημασία έχει τι θα κληροδοτήσουμε εμείς στους επόμενους. Πρέπει να παράξουμε. Δεν είμαστε σκυταλοδρόμοι που απλώς πρέπει να δώσουμε παρακάτω τη σκυτάλη που πήραμε.
– Πόση σημασία έχει το πρόσωπο που θα αναλάβει αν είναι προβληματικές οι βάσεις στη πολιτειακή δομή που θα θεσμοθετηθεί; Πιστεύω πάντα στα πρόσωπα. Υπάρχουν πρόσωπα σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής που επαναπαύονται στη θεσούλα που βρίσκονται και λειτουργούν με βάση το «μη μου τους κύκλους τάραττε». Υπάρχουν όμως και και πρόσωπα ικανά, που το παλεύουν, που προσπαθούν να ωθήσουν τα πράγματα μπροστά κι έχουν τον τρόπο να πιέσουν προς τα πάνω για να το πετύχουν αυτό. Πίσω από κάθε φαινόμενο, υπάρχει ένα πρόσωπο. Από το όραμα που έχει το πρόσωπο αυτό θα εξαρτηθούν πολλά.
– Υπάρχει μια αίσθηση ότι οι πνευματικοί δημιουργοί στην εποχή μας τηρούν σιγή ασυρμάτου και δεν παρεμβαίνουν επαρκώς στα κοινά. Ποια είναι η γνώμη σου; Αυτό είναι ένα ζήτημα. Η οποιαδήποτε παρέμβαση είναι μια μοναχική διαδρομή. Οπωσδήποτε λείπουν από τη δημόσια σφαίρα στο βαθμό που πρέπει αυτές οι «ενοχλητικές» αλλά καίριες φωνές. Χρειάζεται όμως να δωθεί και το κατάλληλο βήμα σ’ έναν καλλιτέχνη για να παρέμβει πάνω σε θέματα που θεωρητικά δεν άπτονται του αντικειμένου του. Ποιος θα του το δώσει; Η παρεμβάσεις μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης «πνίγονται» μέσα στο ανεξέλεγκτο συνονθύλευμα απόψεων. Είναι όμως ένα ρομαντικό ζητούμενο, γιατί γενικότερα στην κοινωνία διακρίνεται μια αμηχανία αλλά και μια εξουδετέρωση των γόνιμων παρεμβάσεων μέσα στον καταιγισμό συμβάντων και πληροφορίας.
– Εσένα τι σε ενοχλεί περισσότερο στην κυπριακή πραγματικότητα σήμερα; Το γεγονός ότι δεν κάναμε σοβαρά βήματα όσον αφορά την αισθητική. Εννοώ γενικότερα μια αισθητική στον τρόπο που δημιουργούμε, που μιλάμε, που οδηγούμε, που τρώμε, που ντυνόμαστε. Φρονώ ότι αυτό είναι το σημαντικό ζητούμενο. Αν βελτιωθεί η αισθητική μας θα λυθούν πολλά άλλα ζητήματα. Συνηθίσαμε στην ασχήμια. Η ρήση του Ντοστογέφσκι ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο δεν είναι σχηματική, έχει βαθύτερη σημασία. Μη με ρωτάς πώς οραματίζομαι τον κόσμο, γιατί είμαι φύσει ουτοπιστής. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι δεν έχουν εξασφαλισμένες τις βασικές προϋποθέσεις της ζωής κι ούτε θα τις έχουν αποκτήσει τα επόμενα 200 χρόνια, τουλάχιστον ας βελτιώσουμε ορισμένα πράγματα αρχής γενομένης από την αισθητική μας. Ακόμη ένα ζήτημα που με ενοχλεί αφάνταστα είναι η έλλειψη ζωντανής επικοινωνίας, που επιδεινώθηκε με την πανδημία. Εγώ προτιμώ τη ζωντανή επαφή. Ν΄ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε. Ο προφορικός λόγος ξεφτίζει, επικοινωνούμε πλέον με το πληκτρολόγιο, με κολλυβογράμματα και με συντομογραφίες και φάτσες. Δεν είμαι ιδιότροπος, ούτε συντηρητικός. Ωστόσο, είναι σαφές ότι όλα αυτά μάς μετατρέπουν σε κάτι άλλο, πιο απεχθές. Ο κόσμος έχει ανάγκη από ουσιαστική επικοινωνία, όπως έχει ανάγκη για περισσότερο ελεύθερο χρόνο.
– Ένας άνθρωπος που κάνει αυτό που αγαπάει και τον γεμίζει είναι εγγυημένα ευτυχισμένος; Η χαρά και η σωτηρία της ψυχής μέσα από τη δημιουργία είναι δεδομένη. Εμπειρικά μιλάω. Τίποτε δεν μ’ έσωσε σε πολλές φάσεις της ζωής μου όσο η μουσική και οι δικοί μου άνθρωποι. Ένας νέος είναι καλό να γνωρίζει ότι από επαγγελματικής τουλάχιστον σκοπιάς ο δρόμος αυτός δεν είναι εύκολος. Χρειάζεται υπομονή και αντοχή γιατί θα έρθουν πολλές απογοητεύσεις. Κι επίσης, ότι να έχει υπόψη ότι η τέχνη δεν είναι διασκέδαση και χαβαλές, αλλά μόχθος και ευθύνη.
* «Τρεις Γυναίκες», 13/10 Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, 15/10 Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λεμεσού, 8.30μ.μ. 77777040, tickethour.com.cy
Φιλελεύθερα, 10.10.2021