Αν και θρονιασμένος στον κολοφώνα της διεθνούς του καταξίωσης, ο Δημήτρης Παπαϊωάνου παραμένει συγκεντρωμένος στο φωτεινό του όραμα. 

Ο τίτλος, «Eγκάρσιος Προσανατολισμός», αναφέρεται στη συμπεριφορά των νυχτοπεταλούδων: στον τρόπο που διατηρούν σταθερή γωνία σε σχέση με μια μακρινή πηγή φωτός –δηλαδή το φεγγάρι- για να προσανατολιστούν. Αυτός ο εσωτερικός πλοηγός είναι που προκαλεί τη μοιραία έλξη τους για κάθε εστία φωτός. Ο παγκόσμιος Έλληνας δημιουργός επιθυμεί με τη νέα του δουλειά, που παρουσιάζεται αυτή την εβδομάδα στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Λευκωσίας, να παίξει με την έννοια του προσανατολισμού, την ιδέα ενός χαραγμένου εντός μας συστήματος πλοήγησης που βοηθά να βρίσκουμε τον προορισμό μας. Κι ενίοτε να τον χάνουμε. Οι πολλές παύσεις και αναβολές λόγω της πανδημίας μάλλον «σιγόψησαν» αισίως την παραγωγή κι εκτόξευσαν το διεθνές ενδιαφέρον. Πρόλαβε ήδη να περιοδεύσει σε έξι χώρες από τον Ιούνιο που έκανε πρεμιέρα στη Λυών. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που ο Παπαϊωάννου «ανοίγει» έργο του εκτός Ελλάδας. Η ανυπομονησία γι’ αυτό το «κόσμημα εφευρετικότητας και ομορφιάς», όπως χαρακτηρίστηκε στη Γαλλία, θα χτυπήσει «κόκκινο» μέχρι τον Δεκέμβριο που θα αγκυροβολήσει στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.

– Νιώθετε να έχετε την ανάγκη προσανατολισμού σ’ αυτό το στάδιο της ζωής σας; Όχι ειδικά σ’ αυτό. Συχνά σε όλη μου τη ζωή χρειάζομαι να βρω κι εγώ τον προσανατολισμό μου. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι βρίσκομαι κοντά στη φύση μου κι άλλες ψάχνω να τη βρω. Όπως όλοι μας, νομίζω. 

– Αυτή η δουλειά είναι πιο φωτεινή στο φόντο σε σχέση με προηγούμενες. Αυτό έχει να κάνει μόνο με τη θεματική; Το φωτεινό φόντο μού επιτρέπει να δουλέψω τις εικόνες διαφορετικά. Είναι άλλη η σύνθεση όταν το φόντο είναι ανοιχτόχρωμο κι άλλη όταν είναι σκουρόχρωμο. Προτιμώ το ανοιχτόχρωμο, αλλά δεν είναι εύκολο στο θέατρο να το έχει πάντα αυτό κανείς. Το έκανα γιατί το ήθελα, μού είχε λείψει ο διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο μπορώ να χειριστώ τις εικόνες μου, αυτές που σας προτείνω και που στην πραγματικότητα είναι το ταξίδι που προτείνω να κάνετε μαζί μου. 

– Η θεματική του έργου έχει με οποιονδήποτε τρόπο να κάνει με το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια φωτεινή χώρα κι αυτό ενδεχομένως να λειτουργεί αποπροσανατολιστικά για τους κατοίκους της; Όχι. Δεν ξέρω αν ισχύει κιόλας αυτό. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια φωτεινή χώρα.

– Δεν πιστεύετε ότι είμαστε κάπως αποπροσανατολισμένοι ως λαός, ειδικά τα τελευταία χρόνια; Καταλαβαίνω ότι υπάρχει μια σύγχυση. Αλλά δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι οι Ιταλοί λ.χ.είναι προσανατολισμένοι κι εμείς αποπροσανατολισμένοι. Φυσικά, έχουμε τα προβλήματά μας και τις παθογένειές μας. Αλλά εντάξει, καλά να είμαστε να κολυμπάμε το καλοκαίρι (γέλια). 

– Οι διακοπές κι οι αναβολές ελέω πανδημίας επηρέασαν το αποτέλεσμα; Αναπόφευκτα. Αυτή η διακεκομμένη διαδικασία πρόσφερε στο έργο περισσότερο χρόνο. Γιατί δεν είναι μόνο ο χρόνος που δουλεύεις, είναι κι ο χρόνος που μηρυκάζεις κι εδώ είχα πολύ χρόνο να μηρυκάσω, να ξαναδουλέψω τις αρχικές ιδέες. Όταν δίνεις χρόνο σε μια δημιουργία το αποτέλεσμα είναι καλύτερο. Η σύγχρονη διαδικασία παραγωγής απαιτεί από εμάς να δουλεύουμε λίγο βιαστικά- τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα. Τώρα, μέσα στην ατυχία της πανδημίας είχαμε την τύχη να μάς δοθεί περισσότερος χρόνος στην προετοιμασία κι έτσι να σιγοψηθεί το φαγητό. 

– Το έργο έχει προλάβει ν’ αφομοιώσει και στοιχεία από το κλίμα των τελευταίων 1-2 ετών; Όχι, καθόλου.

– Δεν σας επηρεάζει το τώρα, τα ερεθίσματα της καθημερινότητας; Ναι, μόνο που αυτό δεν εκφράζεται άμεσα. Τα απορροφώ κι ενδεχομένως στο επόμενο ή το μεθεπόμενο έργο να ενσωματώσω κάποια στοιχεία. Πράγματα που ανακάλυψα λόγω ορισμένων συγκυριών οπωσδήποτε αντικατοπτρίζονται στη δουλειά μου. Αλλά τα έργα μου συνήθως δεν σχολιάζουν την επικαιρότητα. 

– Χρησιμοποιούν όμως στοιχεία από την ιστορία, τους μύθους, τα αρχέτυπα. Εν προκειμένω, υπάρχει οποιαδήποτε σύνδεση με την ατμόσφαιρα της επετείου; Όχι, καμία σχέση με την έννοια της πατρίδας. Με την πατρότητα, ναι. Με την καταγωγή, ναι. Αλλά με την έννοια της σύγχρονης πατρίδας, όχι. Κάποιες αναφορές στο πώς σκοτώνουμε τον πρόγονο για να προχωρήσουμε, στους αλλεπάλληλους φόνους που προκύπτουν, αυτό ναι, είναι μέσα στην ατμόσφαιρά του. 

– Πώς αντλείτε το υλικό σας; Υπάρχουν κάποιες αρχικές ιδέες και μια σειρά από συνεργάτες μου με τους οποίους παίζουμε, αυτοσχεδιάζουμε και ψάχνουμε στα σκοτεινά. Είμαστε σαν τρελοί άνθρωποι που βρίσκονται σ’ έναν χώρο και δοκιμάζουν ό,τι τους κατέβει. Μέσα από τη διαδικασία μαζεύονται μερικά πράγματα που κρίνω ότι μπορεί να είναι ενδιαφέροντα. Είναι σαν να καταλήγω με πολλές ψηφίδες στα χέρια για να φτιάξω το ψηφιδωτό, το οποίο δεν το γνωρίζω από πριν. Αρχίζω και πειραματίζομαι, τοποθετώ λίγο έτσι, λίγο αλλιώς, αλλάζω τη σειρά κ.λπ. μέχρι που τελειώνει ο χρόνος και λέω ότι αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω. Αυτό το αρχικό στάδιο, πάντως, μερικές φορές είναι πιο ενδιαφέρον κι από την παράσταση.

– Είναι αυτό που απολαμβάνετε περισσότερο; Είναι πολλά σημεία στη διαδρομή που βρίσκω συναρπαστικά και πολλά που βρίσκω αφόρητα και δύσβατα. Οπωδήποτε ένας από τους γοητευτικούς σταθμούς είναι ο πρώτος δημιουργικός μήνας, εκεί όπου όλοι είναι ελεύθεροι να παίξουν, να πουν το μακρύ και το κοντό τους, να κάνουν και να προτείνουν ό,τι θέλουν χωρίς την ευθύνη ότι αυτό θα υλοποιηθεί. Η ευθύνη έρχεται όταν ποια αρχίζεις να διαλέγεις. Απολαμβάνω και τη στιγμή που αρχίζω και το μοιράζομαι με τον κόσμο. Κι όταν το έργο είναι έτοιμο, σε κάθε παράσταση το ξαναδουλεύω, το εξελίσσω και το αλλάζω πριν την επόμενη.

– Αναζητείτε καθόλου το αισθητήριο του θεατή; Αναλογίζομαι τους συνανθρώπους μου, τους συνεργάτες, τους ακριβούς μου φίλους κι αναλογίζομαι τον εαυτό μου πώς θα έβλεπε το έργο. Αν δηλαδή είναι σαφές κι αν δημιουργεί απόλαυση. Εν τέλει, δεν σκέφτομαι κάτι περισσότερο από το αν μου αρέσει. Από το κοινό δεν έχω προσδοκίες, μόνο ευχές. Η πρώτη ευχή είναι να έρθει και η δεύτερη να απολαύσει. Τίποτε άλλο. 

– Γιατί θεωρείτε ότι το ελληνικό κοινό αντιμετωπίζει τις δουλειές σας υπερβολικά σοβαρά; Δεν είναι πιο σοβαρό, είναι λιγότερο απελευθερωμένο. Οι Γάλλοι αν δεν τους αρέσει μια παράσταση σηκώνονται και φεύγουν. Οι Έλληνες δύσκολα φεύγουν. Οι Άγγλοι δεν ντρέπονται να γελάσουν όταν κάτι έχει και το ελάχιστο χιούμορ, ακόμη και πάνω σε μια τραγική στιγμή. Οι Έλληνες είναι λιγάκι δύσκολοι με το γέλιο, τουλάχιστον όσον αφορά στη δική μου δουλειά. 

– Είναι περίεργο, γιατί θεωρητικά δεν λείπει η αίσθηση του χιούμορ… Ναι, αλλά δεν συνδυάζουν εύκολα την ομορφιά με το χιούμορ. Γελάνε ίσως πιο ελεύθερα με την ασχήμια και το χυδαίο. Γελάνε με την απόλυτα σατιρική ατμόσφαιρα, όπως αυτή του Αριστοφάνη. Προτιμούν το επικριτικό χιούμορ. Στα έργα μου το χιούμορ εντάσσεται σε μια ονειρική ατμόσφαιρα για να σπάσει τον πάγο της ιερότητας. Συχνά, όμως, το ελληνικό κοινό προσηλώνεται στην ιερότητα και φοβάται μήπως θεωρηθεί απρεπές το να γελάσει. Είναι απλώς ένα χαρακτηριστικό. Έτσι κι αλλιώς το κοινό έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει. Εμείς κάνουμε τη δουλειά μας και κρινόμαστε.

– Έχετε κάποια ιδιαίτερη προτίμηση ως προς την αντίδραση του κοινού; Προτιμώ το κοινό να έρχεται. Δεν ζητάω κάτι περισσότερο πέρα από το να έχει την περιέργεια, την ευγένεια και την ανοιχτοσύνη.

– Αναλογίζεστε τι παίρνει ο θεατής φεύγοντας; Αυτό μ’ ενδιαφέρει τρομερά. Επιθυμώ βαθύτατα να δημιουργήσω έναν θετικό αντίκτυπο στη ζωή του με τη δουλειά μου. Να είναι δηλαδή σαν να κάνει ένα ωραίο «μπάνιο» στη δουλειά μου. Σαν να τρώει ένα πιάτο φαΐ. Θέλω να ευχαριστηθεί μ’ αυτό που ετοιμάζω γιατί το ετοιμάζω με πολύ αγάπη. Αλλά αυτό είναι απλώς μια επιθυμία, δεν σημαίνει ότι θα συμβεί κιόλας. 

– Νιώθετε κατά κάποιον τρόπο «μάγειρας»; Εγώ μαγειρεύω, μάγειρας είμαι. Κι ελπίζω το φαγητό που θα φτιάξω να είναι καλώς καμωμένο. Δεν υπάρχει κάτι να καταλάβεις με το φαγητό. Απλώς το απολαμβάνεις. Υπάρχουν άνθρωποι που χειρίζονται τις γεύσεις, άνθρωποι που χειρίζονται τις εικόνες, άλλοι που χειρίζονται τους ήχους και φτιάχνουν πράγματα που μας δίνουν τροφή για την ψυχή και το σώμα μαζί με την απόλαυση. Αυτό είναι η τέχνη. 

– Όταν υπάρχει τεχνογνωσία, καλή προετοιμασία και μεράκι είναι εγγυημένο το αποτέλεσμα; Πιθανότατα. Αλλά χρειάζεσαι και καλά υλικά.

– Να πούμε για τα «υλικά». Πώς επιλέγετε τους συνεργάτες σας; Το πρώτο κριτήριο είναι να κινούνται ωραία. Να έχουν κιναίσθηση. Χρήσιμο είναι αυτό το ταλέντο της κίνησης να είναι και καλά εκπαιδευμένο. Να μην έχουν μόνο το φυσικό χάρισμα, να το έχουν δουλέψει κιόλας. Πάνω απ’ όλα μετράει η ικανότητά τους να με γοητεύσουν. Αν με γοητεύσουν, θα θέλω κι εγώ να τους φτιάξω ένα σύμπαν μέσα στο οποίο να λάμψουν. Αυτό για μένα είναι σημαντική κινητήριος δύναμη. Να έχω δηλαδή μπροστά μου έναν άνθρωπο έτοιμο να λάμψει κι εγώ να πρέπει να φτιάξω το περιβάλλον γι’ αυτό και να σας το προσφέρω να το δείτε. Φυσικά, μετά έχει να κάνει και με το συνδυασμό των αστερισμών, που λένε, ανάλογα και με την περίοδο δημιουργίας στην οποία βρίσκομαι. Δηλαδή, πόσο ταιριάζουν ή πόσο μοιάζουν μεταξύ τους, πώς συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο, πώς συνθέτουν ένα σύνολο που λειτουργεί σαν ένα καλό τσίρκο, ας πούμε. 

– Υπάρχει τέλειο στην τέχνη; Όχι. Ο Νταλί είχε πει «μη φοβάσαι την τελειότητα, δεν πρόκειται να την πετύχεις ποτέ». Δεν υπάρχει τέλειο πουθενά. Καλύτερα. Να προσπαθήσουμε και λιγάκι (γέλια). 

– Νιώθετε ότι με τα χρόνια τα έργα σας γίνονται όλο και πιο απαιτητικά; Όχι απαραίτητα. Έχω την αίσθηση ότι γίνονται καλύτερα ή τουλάχιστον γι’ αυτό προσπαθώ. Καμιά φορά νομίζω πως όσα φτιάχνω είναι πια λίγο απλούστερα να τα δεχτείς και λίγο πολυπλοκότερα να τα κατασκευάσεις. 

– Αυτό έχει να κάνει με τα μέσα; Τα μέσα είναι κάτι διαφορετικό. Έχω κάνει έργα χρησιμοποιώντας πολλά μέσα κι έργα σχεδόν με το τίποτα, όπως η «Πρώτη Ύλη» -που είναι το πιο αγαπημένο μου. Τα μέσα χρειάζονται αλλά δεν αποτελούν προϋπόθεση για ένα καλό αποτέλεσμα. Όσα μέσα και να διαθέτεις, εξακολουθεί να υπάρχει η ίδια πιθανότητα αυτό που θα δεις να είναι αηδία ή αριστούργημα. Μπορείς να δεις μια κακοφωτισμένη παράσταση με 40 φωτιστικά σώματα κρεμασμένα πάνω από το θέατρο και μια καλοφωτισμένη δουλειά μ’ ένα φωτιστικό σώμα. Η τέχνη δεν βρίσκεται στα μέσα. Βρίσκεται σ’ αυτόν που τα χειρίζεται. Φυσικά, με την ανέχεια και την έλλειψη μέσων είναι δύσκολο να επιβιώσει για μεγάλο διάστημα ένας καλός καλλιτέχνης. Για μικρό διάστημα, ναι.

– Εξακολουθείτε να μη θεωρείτε τον εαυτό σας χορογράφο; Είναι διαφορετικό να είναι κάποιος εικαστικός καλλιτέχνης και διαφορετικό να είναι ζωγράφος. Ζωγράφος είναι αυτός που ξέρει να ζωγραφίζει. Χορογράφος είναι αυτός που ξέρει να χορογραφεί. Εγώ δεν ξέρω να χορογραφώ, δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Μπορώ όμως να συνθέτω στοιχεία μαζί με ανθρώπους, μπορώ να χορογραφώ όνειρα για να δείτε. Αλλά δεν μπορώ να στήσω βηματισμούς χορευτών. Υπάρχουν άλλοι καλλιτέχνες που κατέχουν αυτή την τέχνη, άνθρωποι που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους και ξέρουν πώς να πάρουν ένα ανθρώπινο σώμα και να φτιάξουν ένα βηματολόγιο. Εγώ κατέχω μια άλλη τέχνη: να πάρω το ανθρώπινο σώμα και να το κάνω να συνδιαλέγεται με καρέκλες, με ξύλα που σπάνε, μ’ έναν μεγάλο ταύρο. Αλλά δεν ξέρω αν μπορεί να με αποκαλέσει κανείς χορογράφο με τη στενή έννοια του όρου. Ζωγράφος, πάντως, είμαι. Ξέρω να ζωγραφίζω.

– Σας λείπει ποτέ η χαρά του πινέλου και του καμβά; Όχι, δεν μου λείπει τίποτα. Είμαι τυχερός που έκανα επάγγελμά μου αυτό που γουστάρω να κάνω κι ο κόσμος ανταποκρίνεται. Σε ό,τι έχει να κάνει με το μέσα μου, ίσως να ζητούσα κι άλλο ταλέντο, ή κι άλλο κουράγιο και εργατικότητα, πράγματα που εγώ θα ήθελα για να είμαι καλύτερος. Ως εκεί.

– Δεν σας ενοχλεί η ιδέα ότι οι παραστατικές τέχνες είναι από τη φύση τους εφήμερες; Είναι αλήθεια αυτό. Γι’ αυτό εδώ και κάποια χρόνια πειραματίζομαι με το μοντάζ κι έχω αρχίσει να μεταφέρω τα έργα μου σε μικρά βίντεο. Πρόσφατα τελείωσα το «Πουθενά» και το μοιράστηκε στην ιντερνετική του πλατφόρμα το αγγλικό φεστιβάλ Dance Umbrella, όπου παρουσιάσαμε τώρα το «Transverse Orientation». Έτσι τα έργα μου μπορούν να έχουν μια δεύτερη καριέρα, αλλά και να μείνουν ως αρχείο για τους νεότερους και τους επόμενους που θα ασχοληθούν. Και για το κοινό, φυσικά.  

– Η συνεργασία με το θρυλικό Χοροθέατρο του Βούπερταλ στο έργο «Since She» νιώθετε ότι επηρέασε τον καλλιτεχνικό σας προσανατολισμό; Φαντάζομαι ότι την έχει κάνει τη δουλειά της. Εκεί, είχα αυτή την τρομερή ομάδα ανθρώπων αλλά και τη δυνατότητα να τους βάλω να κάνουν σαχλαμάρες και να το αντιμετωπίσουν με χιούμορ και τόλμη. Έτσι προέκυψε ένα πιο τολμηρό χιούμορ και στο έργο. Επίσης, επειδή ήταν μια δύσκολη συνθήκη για μένα μού άφησε κι ένα είδος εμπιστοσύνης, μού έδειξε ότι ενδεχομένως μπορώ και σε μικρότερο χρονικό διάστημα, μέσα σε άγνωστες συνθήκες, να φτιάξω ένα έργο.

– Νομίζω ότι αν μη τι άλλο κερδίσατε και κάποιους νέους συνεργάτες… Πράγματι. Αυτό το κορίτσι που με συντάραξε στη συνεργασία μου στο Βούπερταλ, η Μπριάνα Ο’ Μάρα, ήρθε τώρα σε μένα. Είναι το κεντρικό κορίτσι κι αυτής της παράστασης. Είναι τρόπαιο, όχι απλώς κέρδος. Ακόμη ένας χορευτής της Πίνα Μπάους τον οποίο θαύμαζα από παλιά, που όμως είχε ήδη φύγει από το Βούπερταλ όταν πήγα εκεί, ο Νταμιάνο Μπίτζι, ήρθε στην ακρόασή μου και τον πήρα.

– Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που κάνατε διεθνή ακρόαση. Τι αποκομίσατε από την εμπειρία; Καταρχάς για πρώτη φορά στη ζωή μου έχω έναν δικό μου θίασο καλλιτεχνών από πολλές χώρες του κόσμου. Συνέβη μετά το Βούπερταλ. Εγώ είμαι λίγο αργός στο να συνειδητοποιώ και φαίνεται ότι τα τελευταία πέντε χρόνια η τέχνη μου έχει γίνει γνωστή ευρέως. Όλο και λάμβανα μηνύματα από νέους καλλιτέχνες ότι θέλουν να δουλέψουν μαζί μου και σιγά- σιγά συνειδητοποίησα ότι αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν υπάρχει λόγος να κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου κι έτσι αποφάσισα να ανοίξω την ακρόαση. Είχα 500 αιτήσεις κι έψαχνα μόλις τέσσερα αγόρια. Τελικά, έφερα για ακρόαση καμιά 30αριά άτομα για να διαλέξω τους τέσσερις που θα πλαισίωναν τους άλλους δύο, έναν Κύπριο κι έναν Ελλαδίτη. Παρεμπιπτόντως, ο Μιχάλης Θεοφάνους είναι ένας από τους πιο στενούς μου συνεργάτες, όπως κι ο επίσης Κύπριος Στέφανος Δρουσιώτης που ήταν βοηθός μου και τώρα κάνει τα φώτα κι επιμελείται τη μουσική. Καλύτερα που δεν τον «κρατήσατε» στην Κύπρο. Αφήστε τον σε μένα που τον θέλω… 

– Αυτή η συνειδητοποίηση μήπως είναι και παγίδα; Πώς τη διαχειρίζεστε; Κι ο δημιουργός πρέπει να είναι χαρούμενος. Δεν είναι κακό. Το αν έχω καβαλήσει το καλάμι ή όχι θα το κρίνουν πρώτα οι φίλοι κι οι συνεργάτες μου. Μην ξεχνάτε ότι είμαι ο νεότερος άνθρωπος που έκανε το μεγαλύτερο σόου στον πλανήτη. Μπορείτε να διαπιστώσετε επ’ αυτού από τη συνέχεια.

– Σας τρομάζει η προοπτική του καινούριου; Το καινούριο με τρομάζει, αλλά έχω πάντα κέφι κι αυτό επειδή φοβάμαι. Κάθε φορά πέφτω στο κενό και ανησυχώ ότι μπορεί να τελείωσε, αυτό ήταν, το έραψα όλο το τόπι του ταλέντου, δεν έχει άλλο. Όμως, μετά συνεχίζω. 

* «Εγκάρσιος Προσανατολισμός», Διεθνές Φεστιβάλ Λευκωσίας, Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας 4, 5, 6 Νοεμβρίου 8.30μ.μ. & 7 Νοεμβρίου 5μ.μ. soldouttickets, Διάρκεια: 105’, Kατάλληλο για ηλικίες 18+