Στην Αθήνα έρχεται, μετά το Μόναχο, η εικαστικός και περφόρμερ Μαρίνα Αμπράμοβιτς για να ανεβάσει στην Εθνική Λυρική Σκηνή το έργο της «Οι επτά θάνατοι της Μαρίας Κάλλας», μια οπερετική περφόρμανς που δημιούργησε για τη θρυλική Ελληνίδα ντίβα.
Ήταν 14 ετών στη Γιουγκοσλαβία, όταν άκουσε για πρώτη φορά τη φωνή της Μαρίας Κάλλας. «Δεν ξέρω τι έκανα, αλλά ήμουν στην κουζίνα με τη γιαγιά μου και θυμάμαι ότι πάγωσα. Κυριολεκτικά ο χρόνος σταμάτησε, τίποτα δεν κινούνταν. Έβαλα το ραδιόφωνο στη διαπασών και αυτή η φωνή απλώς γέμισε τον χώρο… Υπήρχε ηλεκτρισμός στον αέρα», λέει Σέρβα καλλιτέχνης Μαρίνα Αμπράμοβιτς.
Στα 25 χρόνια που πέρασαν από τότε, ήθελε πάντα να δημιουργήσει ένα έργο αφιερωμένο στη ζωή και την τέχνη της Μαρίας Κάλλας. Είχε διαβάσει όλες τις βιογραφίες γι’ αυτήν, άκουγε την εξαιρετική φωνή της και παρακολουθούσε τις κινηματογραφημένες εμφανίσεις στις παραστάσεις που έδωσε. «Με γοήτευσε με την προσωπικότητά της, τη ζωή της και τον θάνατό της», έγραψε στην αυτοβιογραφία της. «Βλέπω πολλά από τον εαυτό μου στην Κάλλας», είπε σε μια συνέντευξή της στους New York Times. «Είχαμε κακές μητέρες. Είμαστε και οι δύο Τοξότες, είμαστε και οι δύο έντονα συναισθηματικές, αλλά εύθραυστες ταυτόχρονα. Αντιμετώπισα μια σχεδόν παρόμοια μοίρα. Η διαφορά είναι ότι η δουλειά μου με έσωσε».
Παραδέχεται πως δεν είναι φανατική ακροάτρια της όπερας γενικά, αλλά είναι φανατική θαυμάστρια της Κάλλας. Τη θεωρεί μια εντελώς διαφορετική περίπτωση από άλλες ερμηνεύτριες της όπερας. Η σπουδαία περφόρμερ αποφάσισε να δημιουργήσει το οπερετικό πρότζεκτ «Οι επτά θάνατοι της Μαρίας Κάλλας», στο οποίο επτά θάνατοι αναβιώνουν υποδειγματικά επί σκηνής, βασισμένοι στις κορυφαίες μουσικές και σκηνικές στιγμές που διαμόρφωσαν τις αντίστοιχες όπερες – όλες τους άριες που ήταν απείρως σημαντικές για τη Μαρία Κάλλας. Σε επτά μικρού μήκους ταινίες που έκανε μαζί με τον Ουίλεμ Νταφόε, η Μαρίνα Αμπράμοβιτς πεθαίνει επτά φορές, ώσπου στο τέλος της παίζει στη σκηνή τον εαυτό της.
Πρόκειται για μια ωδή στην Ελληνίδα σοπράνο και στις άριές της, αλλά και στις ντίβες των οποίων η ζωή εκτός σκηνής συνοδευόταν από πόνο και βάσανα. Το έργο ακολουθεί τη μυθική ιστορία της Μαρίας Κάλλας και την ιστορία της ερωτικής της ζωής με τον Αριστοτέλη Ωνάση, εστιάζοντας στον πόνο που της προκάλεσε. Η Αμπράμοβιτς βρίσκει κοινά σημεία στις ζωές τους, καθώς και οι δύο έχουν ραγισμένες καρδιές από ανθρώπους που τις πλήγωσαν. «Η ζωή της Μαρίας Κάλλας μοιάζει πολύ με τη δική μου», είπε η Αμπράμοβιτς, υπαινισσόμενη τη δική της σχέση με τον καλλιτέχνη Πάολο Καβενάρι, η οποία πήρε τέλος πριν από περίπου δέκα χρόνια. Με μια ουσιαστική διαφορά, πάντως, όπως αποκάλυψε σε μια συνέντευξή της στους New York Times, που είχε να κάνει με το πώς αντέδρασαν όταν η ίδια και η Κάλλας έχασαν τους έρωτες της ζωής τους. Η Κάλλας, κατά την άποψη της Αμπράμοβιτς, πέθανε από σπασμένη καρδιά -καρδιακή προσβολή, για την ακρίβεια- ενώ η ίδια ήταν τόσο συντετριμμένη που σταμάτησε να τρώει ή να πίνει, και τελικά επέζησε επιστρέφοντας στη δουλειά.
Στην παράσταση, κατά την οποία στην πραγματικότητα η καλλιτέχνης αποδομεί την όπερα, περιλαμβάνονται και τα κομβικά στοιχεία που χρησιμοποιεί η ίδια στις περφόρμανς της, όπως μαχαίρια, φίδια και φωτιά ή σύννεφα καπνού επειδή, όπως εξηγεί, δεν ήθελε να ακολουθήσει την παραδοσιακή δομή της. «Αυτό που ξεχωρίζει στην όπερα είναι η φωνή, η παρουσία, η προσωπικότητα. Είναι διαφορετική. Γι’ αυτό κι εγώ δεν ήθελα να κάνω κάτι χρησιμοποιώντας αποκλειστικά και μόνο την παραδοσιακή οπερετική δομή, ήθελα να εμπνευστώ από την Κάλλας και να δημιουργήσω κάτι νέο. Κάτι καινούργιο που να είναι ελκυστικό και στα νεότερα κοινά. Τελικά, επικεντρώθηκα στους θανάτους που έχει ζήσει η Κάλλας ως πριμαντόνα, ξανά και ξανά πάνω στη σκηνή, όταν στη μια παράσταση έπεφτε από ψηλά, στην άλλη την παρέδιδαν στην πυρά, μετά τρελαινόταν, πάθαινε συγκοπή ή μαχαιρωνόταν. Στο τέλος δείχνω επί σκηνής και τον πραγματικό θάνατό της, όχι αυτόν της ντίβας αλλά τον θάνατο της γυναίκας, του ανθρώπου».
Η περφόρμερ διάλεξε επτά τραγουδίστριες που παρουσιάζουν όλους τους διαφορετικούς τύπους γυναικών στον κόσμο: Νορβηγίδα και δυνατή, Ισπανίδα και παθιασμένη, Αιγύπτια και εύθραυστη… Όμως, στο τελευταίο μέρος υπάρχει ένας όγδοος, ο θάνατος της ίδιας της Μαρίας Κάλλας, τον οποίο ερμηνεύει η ίδια. «Κοιτάζω τις φωτογραφίες από τη ζωή της και ταυτόχρονα είναι σαν να μην τις κοιτάζω. Δεν αντικρίζω τον Τζεφιρέλι, τον Παζολίνι, τον Ωνάση, την παιδική της ζωή. Κοιτάζω τη δική μου ζωή, τον γάμο μου, τους γονείς μου. Στην τελευταία σκηνή γινόμαστε ένας χαρακτήρας. Και λίγο πριν το τέλος εμφανίζεται η φωνή της. Η φωνή της που δεν θα πεθάνει ποτέ. Είμαι ενθουσιασμένη που θα παίξω στην Ελλάδα. Είναι σαν η Μαρία να επιστρέφει στο σπίτι. Maria comes home».
Την 1η Σεπτεμβρίου έγινε στο Μόναχο η παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας «Οι επτά θάνατοι της Μαρίας Κάλλας», η οποία μεταδόθηκε σε live streaming το Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου. Στην επιβλητική αίθουσα της Bayerische Staatsoper, η Μαρίνα Αμπράμοβιτς επέλεξε να φιλμάρει το τραγικό τέλος επτά ηρωίδων της όπερας, σαν φόντο του αληθινού θανάτου της Κάλλας: Η Βιολέτα πεθαίνει από φυματίωση, η Κάρμεν από μαχαίρι, η Δυσδαιμόνα από έναν πύθωνα που τη στραγγαλίζει, η Τόσκα πέφτει στο κενό, η Νόρμα οδηγείται στην πυρά, η Λουτσία τρελαίνεται και καταρρέει, ενώ για την Μαντάμα Μπατερφλάι η Αμπράμοβιτς επιλέγει τον θάνατο από ακτινοβολία. Η τελευταία σκηνή του έργου είναι ο θάνατος της Μαρίας Κάλλας, στο παρισινό της διαμέρισμα, στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, σε ηλικία 54 ετών. Η Κάλλας ξυπνά στο μεγάλο της δωμάτιο, φορά τα γυαλιά της και ξεχωρίζει από τις φωτογραφίες της αυτή με τον Ωνάση. Χωρίς αίσθηση του χώρου και του χρόνου, χωρίς θέληση για ζωή, με ραγισμένη καρδιά, βγαίνει από το δωμάτιό της και χάνεται για πάντα. Το δωμάτιο κλείνει και όλα σκεπάζονται με μαύρα πανιά. Στο φινάλε, η Αμπράμοβιτς στέκεται, φορώντας ένα ολόχρυσο φόρεμα του Ρικάρντο Τίσι (ο οποίος υπογράφει όλα τα κοστούμια της παράστασης) ενώ ακούγεται η «Casta Diva».
Η Αμπράμοβιτς πιστεύει ότι στους σκηνικούς θανάτους την Κάλλας τη σκοτώνει πάντα ο ίδιος άντρας, που ήταν και εραστής της στην αληθινή ζωή, ο Ωνάσης. Αυτόν σκεφτόταν όταν ερμήνευε με συγκλονιστικό τρόπο τις άριές της. Και επιλέγει τον Γουίλεμ Νταφόε ως δολοφόνο της, σε ένα έργο το οποίο, όπως λέει, είναι πολύ κοντά στην καρδιά της, όπου περιγράφει τον θάνατο μιας σπασμένης καρδιάς, τον θάνατο από αγάπη. Μιλώντας για την όπερα, δίνει και ένα αισιόδοξο μήνυμα: «Θέλησα να δείξω τη δύναμη και την επιμονή που μπορεί να έχει μια γυναίκα. Δεν καταλήγει πάντα σε τραγωδία η ερωτική απογοήτευση. Πιστεύω στην ελπίδα».
Η περφόρμερ δηλώνει χαρούμενη που θα παρουσιάσει την όπερα στο ελληνικό κοινό και περιμένει με ενδιαφέρον τις αντιδράσεις του. «Αυτό το έργο δεν είναι μια κανονική όπερα. Περιλαμβάνει άριες αλλά και μοντέρνα μουσική, είναι τραγούδι και θέατρο και εικαστικό παιχνίδι με τα κοστούμια και τα σκηνικά. Συνεργαστήκαμε πολλοί άνθρωποι για να επιτύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ελπίζω να καταφέρουμε να το παρουσιάσουμε στην Αθήνα, αφού όλη αυτή η κατάσταση με την πανδημία και με τις μεταλλάξεις εξακολουθεί να είναι ρευστή».
Την παραγωγή «Οι επτά θάνατοι της Μαρίας Κάλλας» διευθύνει ο αρχιμουσικός Γιοέλ Γκαμζού, η Μαρίνα Αμπράμοβιτς υπογράφει τη σκηνοθεσία -σε συνεργασία με τη Λένσυ Πάιζινγκερ- καθώς και το σκηνικό, ενώ τα κοστούμια ο Ρικάρντο Τίσι. Συμμετέχουν ο Ουίλεμ Νταφόε στα βίντεο, και επί σκηνής με την Μαρίνα Αμπράμοβιτς οι μονωδοί της ΕΛΣ Βασιλική Καραγιάννη, Έλενα Κελεσίδη, Τσέλια Κοστέα, Χρυσάνθη Σπιτάδη, Μαριλένα Στριφτόμπολα, Άννα Στυλιανάκη κ.ά. με την ορχήστρα και τη χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής της Αθήνας.
* «Οι επτά θάνατοι της Μαρίας Κάλλας» – Εθνική Λυρική Σκηνή, Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος, 24, 25, 26, 28 και 29 Σεπτεμβρίου.
Φιλελεύθερα, 19.9.2021.