Η Λουίζα Παπαλοΐζου μας ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, στο Βουνί και στους αρχαίους Σόλους, για να ανιχνεύσει το αποτύπωμα της Ιστορίας πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη αλλά και στον ίδιο τον τόπο.
– Πέρασαν 10 χρόνια από το πρώτο σας βιβλίο «Απειλούμενα Είδη» (εκδόσεις Αφή, 2010). Γιατί μεσολάβησε τόσο διάστημα για να επανέλθετε στη συγγραφή; Τα δέκα χρόνια αναφέρονται στο διάστημα ανάμεσα στις χρονολογίες έκδοσης των δύο βιβλίων. Στο ενδιάμεσο μελετούσα, έγραφα, έσβηνα, έπεφτα σε σιωπές. Δεν θεωρώ ότι επανήλθα στη συγγραφή, γιατί στην πραγματικότητα δεν απομακρύνθηκα ποτέ.
– Το μυθιστόρημά σας «Το Βουνί» είναι αφιερωμένο στον θείο σας Ανδρέα. Αυτός ήταν η αφορμή για να «σκάψετε» την ιστορία του βουνού πάνω από τη θάλασσα; Από τον θείο Αντρέα άκουγα από μικρή για τους αρχαιολογικούς χώρους του Βουνίου και του Θεάτρου των Σόλων, μέρη της καταγωγής μου από την πλευρά του πατέρα μου. Ήταν ένας άνθρωπος που μου κέντριζε από παιδί το ενδιαφέρον, όχι μόνο για την εμβρίθεια των γνώσεων του, άλλα και γιατί, ενώ είχε ταξιδέψει ως τα πέρατα της γης, παρέμενε άρρηκτα δεμένος με το χωριό του, το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει βίαια τον Ιούλιο του ’74. Την Άνοιξη του 2010, λοιπόν, όταν ξεκίνησα να συγκεντρώνω υλικό για το επόμενό μου βιβλίο, επιδίωξα μια σειρά από συναντήσεις μαζί του. Μια κουβέντα για τα παλιά, λέγαμε, που διήρκεσε τέσσερα χρόνια, μέχρι τον θάνατό του.
– Έχετε επισκεφθεί το Βουνί και τους αρχαίους Σόλους μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων. Τι κρατάτε από αυτή την εμπειρία; Από την επίσκεψη στο Θέατρο των Σόλων κράτησα την αμεσότητα της λαξευμένης πέτρας – διαβρωμένη και μαυρισμένη από τα στοιχεία της φύσης, στοιχισμένη από ανθρώπινο χέρι σε αυτό το σχήμα που μοιάζει με μισάνοιχτη αγκάλη. Το αναστηλωμένο θέατρο έχει το μισό ύψος απ’ ό,τι είχε κάποτε, οπότε δεν επιβάλλεται στον χώρο. Αντίθετα, μοιάζει πολύ προσιτό, βυθισμένο στο βουκολικό τοπίο, όπου η λήθη και η μνήμη σμίγουν με τα λεμονόδεντρα και το κύμα. Από την κορυφή του βουνού κράτησα μια διαμετρικά αντίθετη σκέψη, τη σκέψη πως ο χρόνος είναι ρηγματώδης και απύθμενος μέσα στην αέναη συνοχή του. Ήταν η τελευταία σκέψη πριν παραδοθώ στην ιλιγγιώδη ομορφιά του τοπίου.
– Η τρίτη ενότητα του βιβλίου εστιάζει στις ανασκαφές της Σουηδικής Αποστολής στην ευρύτερη περιοχή των αρχαίων Σόλων την περίοδο του 1920. Ποιες ήταν οι βασικές αναφορές σας; Το βιβλίο της Ρίτας Σεβέρη «The Swedes in Cyprus» (Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2008) ήταν η πρώτη μου επαφή με τα κείμενα και το φωτογραφικό υλικό που άφησαν τα μέλη της Σουηδικής Αρχαιολογικής Αποστολής. Ακολούθησε μια μακροχρόνια έρευνα -υπάρχει εκτεταμένη βιβλιογραφία γύρω από το έργο και τα αποτελέσματα της Σουηδικής Αποστολής, η οποία καλύπτει σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα- όπως και επισκέψεις στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Λευκωσίας αλλά και στο Medelhavsmuseet στη Στοκχόλμη, όπου οι κυπριακές αρχαιότητες αποτελούν το επίκεντρο -κυριολεκτικά και συμβολικά- του μουσείου. Το γεγονός ότι μου δόθηκε η ευκαιρία να συνομιλήσω και με ανθρώπους που είχαν θολές αναμνήσεις από εξιστορήσεις των παλαιοτέρων από τις ανασκαφές, έδωσε σε όλη αυτή την έρευνα -η οποία με συνεπήρε σε βαθμό εμμονής- μια προσωπική απεύθυνση θα έλεγα. Ένιωθα πως έσκαβα μια ιστορία που με αφορούσε προσωπικά.
– Και στις τρεις ενότητες του βιβλίου σκιαγραφείτε πορτρέτα γυναικών της Κύπρου άλλων εποχών. Πόσο δύσκολο ήταν να συνθέσετε αυτά τα μυθιστορηματικά πορτρέτα; Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν να κατασκευάσω το πορτρέτο της Κόρης. Μελέτησα φωτογραφικό υλικό, λαογραφικά κείμενα, ιδιωματική κυπριακή ποίηση, συνομίλησα με γυναίκες αλλά και άντρες που μεγάλωσαν σε χωριά, προσπαθώντας να ανασκαλίσω τη μνήμη αλλά και να αισθανθώ τον παλμό της γλώσσας, επέστρεψα σε μυθιστορηματικές «ηρωίδες» που με σημάδεψαν, και φυσικά άντλησα από προσωπικές μνήμες. Όλα αυτά αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για να κατασκευάσω τη φωνή της Κόρης. Όταν κάποια στιγμή αισθάνθηκα μια σιγουριά, όταν αυτή η φωνή άρχισε να γίνεται τρισδιάστατη και να αυτονομείται, τότε μπόρεσα να σκιαγραφήσω και τις υπόλοιπες γυναικείες φωνές, που γράφτηκαν σχετικά πιο εύκολα, θα έλεγα, πιο οργανικά.
– Πώς επιλέξατε να χρησιμοποιήσετε εκτός από την κοινή ελληνική και την κυπριακή διάλεκτο στην ενότητα «Βουθός»; Η χρήση της διαλέκτου μού επιβλήθηκε από το ίδιο το κείμενο και συγκεκριμένα από την κεντρική αφηγήτρια, μια γυναίκα που ζει στις αρχές του περασμένου αιώνα σε ένα χωριό της ακριτικής Τηλλυρίας. Η ιδέα ενός κειμένου γραμμένου εξ ολοκλήρου στην κυπριακή δεν μου ήταν κάτι τόσο αυτονόητο αρχικά, γιατί με λογοτεχνικούς όρους η κυπριακή ήταν μια «ξένη» γλώσσα για μένα. Δεν ήξερα τις δυνατότητές της, ειδικά στο να δομήσω ένα στοχαστικό αφηγηματικό λόγο, κάτι που απαιτεί έναν πιο περίπλοκο χειρισμό της γλώσσας απ’ ό,τι ο προφορικός λόγος, που είναι συνήθως πιο άμεσος. Ήταν ένα ρίσκο, αλλά από ένα σημείο και μετά δεν είχα επιλογή.
– Το μυθιστόρημα, ενώ δεν είναι ιστορικό, αναφέρεται στην αποικιοκρατία και στη διχαστική περίοδο πριν από το 1974. Θελήσατε να θέσετε κάποια ερωτήματα γύρω από αυτά τα θέματα; Όταν ξεκινάς να γράψεις ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται την έννοια του «τόπου», αργά ή γρήγορα ανακαλύπτεις πως βρίσκεσαι στην επικράτεια της Ιστορίας. Ειδικά στα «μέρη μας» θα έλεγα, όπου είναι μάλλον αδύνατο να ξεμπλέξει κανείς από τα πλοκάμια της Ιστορίας. Η εστίαση στις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, ειδικά στα χρόνια πριν από το ’74 -χρονολογία που σηματοδοτεί τη βίαιη ρήξη στο σώμα του χρόνου και του τόπου- ήταν ένας τρόπος για να δώσω σάρκα και οστά σε κάποια από τα ερωτήματα που θέτει το βιβλίο. Όχι για τα γεγονότα αυτά καθ’ εαυτά -η διερεύνηση των γεγονότων δεν είναι η εστίαση της λογοτεχνίας- αλλά για τη σαρωτική δύναμη της Ιστορίας, για το αποτύπωμά της πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη αλλά και στον ίδιο τον τόπο.
– Ποιον από τους ήρωές σας θα θέλατε να γνωρίσετε από κοντά; Μα τους γνωρίζω ήδη από κοντά. Μέσα-έξω. Μάλλον ήρθε η ώρα να τραβήξω τον δρόμο μου και αυτοί τον δικό τους.
– Μετά την έκδοση του βιβλίου συνεχίζετε να «ζείτε» με τους χαρακτήρες του βιβλίου; Αναγκαστικά, τώρα που το βιβλίο έχει δει το φως, οι ζωές μας ξαναδιασταυρώνονται. Αυτό δεν είναι κάτι ούτε τόσο απλό ούτε τόσο ανώδυνο για μένα. Στην πραγματικότητα ανυπομονώ να τους αφήσω πίσω μου. Έχω την υποψία όμως ότι για να τους αφήσω πίσω μου οριστικά, μάλλον πρέπει να τους αντικαταστήσω με κάτι άλλο.
– Ποιες είναι οι κύριες λογοτεχνικές σας επιρροές; Από την ποίηση των μαθητικών μου χρόνων μέχρι το μυθιστόρημα, με το οποίο συνδέθηκα ουσιαστικά κάπως αργότερα, αντιλαμβάνομαι τη συγγραφή ως μια υπόθεση διαρκούς μαθητείας. Υπάρχουν συγγραφείς που άσκησαν καταλυτική επίδραση στη γραφή μου, αλλά και στο πώς αντιλαμβάνομαι τον ρόλο της λογοτεχνίας γενικότερα. Επιλεκτικά και εν προκειμένω θα αναφερθώ στον Τζόις, στη Γουλφ, στον Φώκνερ, στη Μόρρισον, στη Χέρστον, στον ΝτεΛίλλο, στον Νοτιοαφρικανό Κούτσι, πάντα στον Παπαδιαμάντη. Η λίστα αυτή φυσικά είναι ελλιπής.
– Πώς θα περιγράφατε τον ιδανικό αναγνώστη του βιβλίου σας; Αυτήν, αυτόν που θα συναντήσει το βιβλίο στα ανοιχτά.
* Το βιβλίο της Λουίζας Παπαλοΐζου «Το Βουνί» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό, 2020
Φιλελεύθερα, 19.9.2021.