Το τελευταίο βιβλίο του Δημήτρη Τανούδη, «Η ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος», είναι μια μυθοπλαστική προέκταση του μέλλοντος, ακολουθεί την παράδοση των δυστοπικών μυθιστορημάτων, εκφράζοντας αγωνίες που κυριαρχούν σήμερα, όπως οι φόβοι της πανδημικής πραγματικότητας, οι επερχόμενες συνέπειες του οικολογικού προβλήματος, αλλά και η θέση του έρωτα στον σύγχρονο κόσμο.
-Ποια ήταν αφετηρία για το νέο σας βιβλίο «Η ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος»; Προηγήθηκαν ο «Σπασμός» και τα «Χώματα» (από τις εκδόσεις Νεφέλη), ενώ το τελευταίο βιβλίο αποτελεί μέρος αυτής της τριλογίας. Το στοίχημα είχε και τώρα να κάνει με την τοποθέτηση της ανθρωπότητας σε ακραίες υπαρξιακές συνθήκες. Αλλά αυτή η ακρότητα δεν είναι για μένα παρά μια ανάπλαση του βιώματος. Ό,τι βιώνω γύρω μου το αναπλάθω στη νοηματικά ακραία εκδοχή του. Γιατί πιστεύω ότι στο άκρο αυτό βρίσκονται οι αιτίες για όσα μας χωρίζουν από μια άλλη συνύπαρξη, όσα μας έλκουν προς την καταστροφή.
-Ο χρόνος της πλοκής είναι κάποια μελλοντική στιγμή της ανθρωπότητας; Ναι, μια μετα-αποκαλυπτική στιγμή. Ελάχιστοι άνθρωποι επιβιώνουν τώρα στον κόσμο, φιλοδοξώντας να μην επαναλάβουν τα λάθη που οδήγησαν τους περασμένους στον αφανισμό. Έχουν οχυρωθεί πίσω από ένα τείχος και επιστρέψει σε κάποιον απλό τρόπο ζωής. Συγχρόνως όμως, πιστεύουν στην ύπαρξη μιας εξωτερικής απειλής. Ίσως λοιπόν κι άλλοι άνθρωποι να επιβίωσαν, αποκτηνωμένοι μέσα στα συντρίμμια. Τους ονομάζουν «βαρβάρους» και περιμένουν την έλευσή τους με φόβο, ανάμεικτο με μια παράξενη ηδονή.
-Τι σας συναρπάζει στη συγγραφή; Η ιδέα ότι, καθώς ξορκίζεις καλλιτεχνικά όσα σε πονάνε, θα καταφέρεις να μεταδώσεις μια αυτογνωσία ή μια ψυχική εγρήγορση σε άλλους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα όμως, αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο. Δεν το ξέρεις ούτε όταν γράφεις ούτε όταν εκδίδεται ένα βιβλίο. Το αληθινά συναρπαστικό θα έρθει τελικά από τη συνάντηση με τους ανθρώπους, με έναν άνθρωπο… που ένιωσε την επαφή, την ταύτιση, το αίσθημα ότι «υπάρχει κι ένας άλλος στον κόσμο».
-Ποιες είναι οι πιο σημαντικές συγγραφικές σας επιρροές; Ο Κούντερα – αυτό το κράμα μυθοπλασίας και στοχασμού. Οι Ντοστογιέφσκι, Σελίν, Ροθ – η πάλη των αντιθέτων μέσα μας. Οι Γουλφ, Μονρό, Γκόρντιμερ – το βάθος του γυναικείου ψυχισμού. Ο Νίτσε – η τέχνη της αμφισβήτησης. Ο Μάρκες – το μαγικό μέσα στην ανθρώπινη ζωή.
-Αν είχατε τη δυνατότητα να συνομιλήσετε με έναν συγγραφέα από κοντά, ποιον θα επιλέγατε; Όταν αρχίζουμε να μιλάμε για τον Κάφκα στο σεμινάριο που παραδίδω, ο κόσμος δυσανασχετεί ή χαμογελάει, γιατί ξέρει ότι θα μακρηγορήσω. Αναρωτιέμαι τι απ’ όσα σκέφτομαι θα του προκαλούσε την πρώτη ή τη δεύτερη αντίδραση.
-Ποιο βιβλίο που διαβάσατε πρόσφατα σας άρεσε; Θα σας αφηγηθώ μια σκηνή από το βιβλίο του Καζούο Ισιγκούρο, «Ο Θαμμένος Γίγαντας». Το ηλικιωμένο ζευγάρι περιπλανιέται στην ύπαιθρο, μπαίνει σ’ ένα σπίτι και συναντά δύο ανθρώπους. Είναι μια γριά που απειλεί να σφάξει ένα κουνέλι. Και στη γωνία, ένας άντρας που στέκεται ανήσυχος. Το ζευγάρι ζητάει εξηγήσεις. Όπως φαίνεται, ο άντρας αυτός ήταν κάποτε ο βαρκάρης που έκρινε εάν η γριά αγαπούσε τον σύζυγό της όσο την αγαπούσε εκείνος. Μόνο αν αγαπιούνταν το ίδιο θα τους μετέφερε μαζί στο νησί, σ’ έναν τόπο ευτυχίας. Τελικά τους χώρισε. Δεν την άφησε ν’ ανέβει στη βάρκα. Κι όταν γύρισε από το νησί, της πρόσφερε ένα κουνέλι, το δείπνο για το πρώτο μοναχικό της βράδυ. Και τώρα, πολλά χρόνια μετά, εκείνη τον εκδικείται, απειλώντας να σφάξει το κουνέλι που κρατά στην αγκαλιά της.
Παρότι νιώθω αυτή την κατάσταση, δεν θέλω να την κατανοήσω απόλυτα. Γιατί με πονάει. Γιατί περιέχει μια αυτογνωσιακή διαδρομή που δεν μπορώ ακόμα να πάρω. Να όμως το μαγικό στη λογοτεχνία: η υπέρβαση που σε καλεί να κάνεις. Όχι για να γιατρευτείς. Δεν γιατρευόμαστε ποτέ από κάποια πράγματα. Αλλά για να ξέρεις λίγο καλύτερα όσα υπήρξες.
* Το βιβλίο παρουσιάζεται τη Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου στον Στρόβολο.
Φιλελεύθερα, 26.9.2021.