Ο συνθέτης Ανδρέας Μουστούκης πιστεύει ότι μόνο η ομορφιά μπορεί να λειτουργήσει ως ανάχωμα απέναντι στον αναδυόμενο εθνικό και οικονομικό ναρκισσισμό.

Από το φθινόπωρο του 2019 η διάσημη και ανατρεπτική ορχήστρα και χορωδία musicAeterna του Θόδωρου Κουρεντζή βρήκε τη βάση της στο μεγαλοπρεπές παλιό κτήριο του Dom Radio, στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί απ’ όπου κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταδίδονταν οι Συμφωνίες του Τσαϊκόφσκι και του Σοστακόβιτς στους πολιορκημένους του Λένινγκραντ. Ο χαρισματικός και ιδιοσυγκρασιακός Έλληνας συνθέτης επέστρεψε έτσι μόνιμα στην πόλη όπου σπούδασε τη δεκαετία του ’90. Από τον περασμένο Μάρτιο, έχει κοντά του και τον παλιό του συμφοιτητή στο Κρατικό Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης, πρώην συγκάτοικο και στενό του φίλο Ανδρέα Μουστούκη. Ο Κύπριος συνθέτης βρίσκεται εκεί με την ιδιότητα του απασχολούμενου καλλιτέχνη, με πρόσκληση του Ιδρύματος Dom Radio. Η συνεργασία αυτή, που επαγγελματικά θα τον κρατήσει μακριά από την Κύπρο για ένα μεγάλο διάστημα, είναι το επιστέγασμα μιας υπερεικοσαετούς φιλίας και συνεργασίας που έχει ήδη αρκετούς και σημαντικούς σταθμούς. Με την αφορμή αυτή, ο Ανδρέας Μουστούκης μοιράζεται μαζί μας τις πτυχές αυτής της σημαντικής στροφής στην πορεία του.

– Πώς βιώνεις την εμπειρία αυτής της φιλοξενίας από δημιουργικής σκοπιάς; Τα χρόνια ανομβρίας είναι χρήσιμα πιστεύω για κάθε άνθρωπο, ώστε να εκτιμήσει την καθαρή γραμμή του ορίζοντα, αλλά και τα χρώματα και τις μυρωδιές από τα σπάνια λουλούδια της ερήμου. Υπάρχει μια μυστήρια δύναμη μέσα σε όλα και θα ήθελα να δω τη φιλοξενία μου από το musicAeterna ως μια μετά-πράξη, σαν μια πρόκληση ώστε να θυμάμαι τη γραμμή του ορίζοντα.

– Ποιες είναι οι σημαντικότερες διαφορές στην πρόσληψη και εξέλιξη της μουσικής και της μουσικής διαπαιδαγώγησης μεταξύ Κύπρου και Ρωσίας; Δεν υπάρχει σημείο σύγκρισης ανάμεσα στη Ρωσία και την Κύπρο. Για τις αστικές χώρες –κι εννοώ εκείνες που έχουν καταβολές από την ιταλική αναγέννηση- η μουσική, όπως όλες οι καλές τέχνες, είναι το αλάτι της ζωής. Η γέφυρα που ενώνει το υλικό με το μεταφυσικό ή εάν θέλεις γεννά το μεταφυσικό και συνεπώς το ονειρικό, αντιπαραβάλλει την ομορφιά έναντι του θανάτου και τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο του ερωτισμού, δηλαδή του θείου. Αυτό γίνεται καθημερινό μέτρο για να ζήσει ένας άνθρωπος ή μια κοινωνία. Η ομορφιά, δηλαδή, γίνεται το μέτρο, το κριτήριο, ο πυλώνας της δράσης και της σκέψης. Αυτή μου φαίνεται ότι είναι η βασική διαφορά, διότι η Κύπρος πολιτικά και κοινωνικά δεν έχει πλησιάσει στην έννοια της ομορφιάς ως πολιτική και καθημερινή αξία. Η Ρωσία έχει τέτοιες αναζητήσεις εδώ και 500 χρόνια -ίσως και περισσότερα. Υπάρχουν χώρες που είχαν αυτή την κατάκτηση και την έχασαν για ιστορικούς λόγους. Η Ρωσία την αναζήτησε και χύθηκε αίμα γι’ αυτό τον σκοπό. Στην πορεία κάπου την έχασε, αλλά θα τη βρει ξανά. Υπάρχουν κι άλλες χώρες που την απέκτησαν μόλις πρόσφατα.

– Γιατί η Κύπρος δυσκολεύεται να συγκρατήσει τις δημιουργικές της δυνάμεις; Προφανώς γιατί ως κοινωνία δεν τις έχει ανάγκη. Διότι στα σχολεία, και στο σπίτι ακόμη, δεν διδάσκουμε την ομορφιά. Διδάσκουμε τεχνικές ζωής, κοινωνικής αναρρίχησης και τρόπους επιβίωσης ή εξειδίκευσης. Όχι όμως την ομορφιά ως αξιωματική έννοια. Δυστυχώς, οι τέχνες κι η μουσική δεν μπορούν να είναι επίκτητες και επιβαλλόμενες σε μια κοινωνία. Είναι αντίθετα μια συλλογική συνθήκη, κάτι σαν άτυπη συμφωνία της κοινωνίας με την ίδια τη ζωή, γι’ αυτό και παίρνουν χρόνο ν’ αναπτυχθούν αλλά και χρειάζονται πολιτική βούληση και επένδυση στην παιδεία. Και η πολιτική βούληση χρειάζεται αληθινούς πολιτικούς, δηλαδή ανθρώπους με πίστη στη δύναμη της ομορφιάς. Αυτό μου φαίνεται πολύ δύσκολο εδώ.  

– Σε ποιο βαθμό η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει ως διέξοδος από τα προβλήματα της καθημερινότητας; Σίγουρα ένα από τα χαρακτηριστικά των τεχνών είναι κι αυτό. Το ζήτημα είναι, όμως, η αναζήτηση εκείνου του μέτρου, της διάβασης  μέσα από την οποία η τέχνη, η μουσική, η ποίηση, αναστυλώνουν τις δυνάμεις της ζωής και τις στρέφουν ξανά προς το γαλάζιο του ουρανού.

– Ποιες σταθερές ορίζουν την εξέλιξη της μουσικής στον καιρό μας; Θα έπρεπε να την ορίζει μόνο η αλήθεια που κουβαλά μέσα της. Δυστυχώς, όμως, ορίζεται κι από τις αξίες που χαρακτηρίζουν την αγορά. Η ιδρυματοποίηση της μουσικής, αλλά και των τεχνών γενικότερα, είναι ανησυχητική. Η αξία του έργου τέχνης δίνεται μέσα από το ποιος το αγοράζει, ποιο φεστιβάλ ή ίδρυμα ή ποιος  διαγωνισμός κερδήθηκε κ.λπ. Ταυτόχρονα, οι αξίες που καθιερώθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχουν αποστεωθεί και αγκυλώνουν τις νέες γενιές δημιουργών αλλά και τα ακροατήρια,  επιβάλλοντας νόρμες που δεν αφήνουν την αληθινή έκφραση, την ουσία, να επικρατήσει. Αυτό είναι, πιστεύω, το περιεχόμενο του έργου, η μουσική πίσω από τις νότες.

– Τι είναι αυτό που αποδυναμώνει την παρεμβατική ισχύ της τέχνης στη περίπτωση της Κύπρου; Σίγουρα, η φθορά των αξιών και η απώλεια του βάρους που ξεκινά με τον μεταμοντερνισμό και την πτώση της ουτοπίας με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, τη νέα εποχή του παγκόσμιου κεφαλαίου και την παγκοσμιοποίηση αυτού. Όλα αυτά μαζί είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια του ουσιαστικού, τη θέση του οποίου κατέλαβε το περίβλημα κι όχι ο όγκος και το βάρος των λέξεων και των αξιών. Οι πολιτικοί και η έκπτωτη δράση και διαλεκτική τους ήταν αποτέλεσμα αυτού και κυρίως η άνοδος των φασιστικών κινημάτων τα οποία αναδύονται από την ηθική κρίση και λιγότερο απο την οικονομική, αλλά κυρίως από την απώλεια της Αριστεράς. Η φθορά και η διαφθορά των κοινωνικών αξιών, ήταν ο καθρέφτης του πολιτικού αμοραλισμού, η βαθιά ανικανότητα ειλικρίνειας, η υλιστική ματαιοδοξία -αυτή που καλλιεργήσαμε από το 1960-, ο πολιτικός σνομπισμός, η νέα ηθική του «πολιτικά ορθού». Αυτά αποτέλεσαν και τη Νέα Τάξη. Αυτή τη νέα κοινωνία, το νέο κράτος που βάζει τους ανθρώπους, τους ηλικιωμένους, τους φτωχούς σε ατέλειωτες και αμέτρητες  δοκιμασίες και τους φέρνουν αντιμέτωπους με την εξαθλίωση. Δυστυχώς, τριάντα τόσα χρόνια μετά τη Νέα Τάξη και η ίδια η Αριστερά -τουλάχιστον στην Κύπρο αν και μου φαίνεται να είναι γενικό το φαινόμενο- εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια βαθιά κρίση αξιών.

 – Ο συλλογικός ναρκισσισμός ορίζει την πολιτική ατζέντα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η τέχνη χαλιναγωγεί ή τροφοδοτεί τον συλλογικό ναρκισσισμό; Ο συλλογικός ναρκισσισμός έχει δυο όψεις: η μια αναδεικνύει τα εθνικά χαρακτηριστικά, αυτά που μπορούν να δημιουργήσουν νέες προοπτικές και να φέρουν ευημερία και η άλλη ενεργοποιεί τις πτυχές που είναι επικίνδυνες και μπορούν να επιφέρουν την οδύνη και την καταστροφή. Ένα παράδειγμα αυτού είναι τα γερμανικά φύλα και η πρόσφατη ιστορία τους. Σήμερα, ο συλλογικός ναρκισσισμός οδηγεί σιγά- σιγά την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου σε εσωστρέφεια και τοπικές διενέξεις, κάτι που εύκολα θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ευρύτερη σύγκρουση μεταξύ των υπερδυνάμεων. Η τέχνη δεν είναι ποτέ εθνικό προϊόν, όσο κι φαίνεται έτσι. Εξ αυτού πιστεύω ότι μόνο η τέχνη θα μπορούσε να δράσει ως ανάχωμα στον ανερχόμενο αυτό εθνικό και οικονομικό ναρκισσισμό. Η τέχνη και η μουσική ενοποιούν, δεν διαχωρίζουν κι απ’ αυτό ξεκινά η ουσία τους. Χρειαζόμαστε περισσότερη καλή μουσική -γιατί κι αυτή χωρίζεται τελικά μόνο σε καλή και κακή κι όχι σε είδη- χρειαζόμαστε δηλαδή αυτό που εσωτερικά ενοποιεί.

– Δεν πιστεύεις στην αυτονομία ενός καλλιτεχνικού- μουσικού έργου; Το έργο πιστεύω είναι αυτόνομο, έχει δηλαδή τη δική του ζωή. Κάνει τον δικό του κύκλο. Η μουσική υπάρχει σε μια άλλη διάσταση. Αυτό που ακούμε ως μουσική είναι η προβολή της στον δικό μας κόσμο κι αυτό έχει τον δικό του κύκλο, τον δικό του χρόνο. Κάθε έργο, ακόμη κι αυτά του Μπετόβεν, του Μπαχ ή του Ραφαήλ και του Καραβάτζιο, έχει το δικό του κύκλο που είναι πιο μεγάλος από τον δικό μας, αλλά κάποτε όλα τελειώνουν. Αυτό μου φαίνεται όμορφο και δίκαιο. Δεν μου είναι αναγκαία η αφθαρσία της μουσικής, αλλά η παρουσία της μέσα στα πράγματα.