Ο Αντρέας Τηλεμάχου σκαλίζει δικές του πληγές για να ενσαρκώσει έναν ακόμη βασανισμένο ήρωα.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς και η μυθιστορηματική ζωή του μπαίνουν στο μικροσκόπιό του, καθώς υποδύεται τον εμβληματικό γλύπτη και παράλληλα σκηνοθετεί το έργο της Ιρένε Μαραντέι «Η Κοιμωμένη του Χαλεπά». Επιχειρώντας να σκιαγραφήσει τη βαθύτερη αλήθεια μιας προσωπικότητας που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην τρέλα και τον θρίαμβο, ο πρωταγωνιστής και θιασάρχης μιλά για τη δύσκολη συγκυρία που βιώνει το θέατρο στη σκιά της πανδημίας και υπό το βάρος των απανωτών καταγγελιών για κακοποιητικές συμπεριφορές.
– Ποια στοιχεία της προσωπικότητας του Χαλεπά ιεραρχείς ως πιο συναρπαστικά; Με συναρπάζει η ίδια η διαδρομή της ζωής του. Μετά από όσα τυραννικά έζησε, κατόρθωσε μετά τον θάνατο της μάνας του να αναγεννηθεί μέσα απ’ τις στάχτες του και να δημιουργήσει τα σημαντικότερα έργα του. Η αδιάκοπη πάλη μεταξύ ελευθερίας και σκλαβιάς κράτησε μια ολόκληρη ζωή. Από τα εφτά μέχρι τα 65 του χρόνια, θα μπορούσε εκτός από το σώμα να γεράσει το μυαλό και η ψυχή του. Κι όμως, ουσιαστικά ποτέ δεν τον εγκατέλειψε η ανάγκη να πασχίζει για την τέχνη του και να δημιουργεί. Τα τεράστια αποθέματα ψυχικής δύναμης και το άσβεστο πάθος για ζωή και δημιουργία με συγκλονίζουν. Θεωρώ σημαντικό το ότι, έστω και καθυστερημένα, πρόλαβε και βίωσε την καθολική αναγνώριση.
– Ο δείκτης δυσκολίας μεγαλώνει όταν ενσαρκώνεις ένα υπαρκτό πρόσωπο; Η ευθύνη είναι σαφώς μεγαλύτερη. Είναι πιο δύσκολο να διεισδύσει κανείς στον ψυχισμό ενός υπαρκτού προσώπου και μάλιστα καλλιτέχνη.
– Από που αντλείς στοιχεία κατά τη δόμηση του χαρακτήρα; Έχω περάσει όλη μου τη ζωή παλεύοντας με δυσκολίες και συνεχή εμπόδια, αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα υγείας και συνεχή ατυχή συμβάντα που μου προξενούσαν πόνο. Θα μπορούσα να κάθομαι στο σπίτι παραδομένος στην κατάθλιψη. Με ταπεινότητα διαβεβαιώνω πως ούτε εγώ έχω προδώσει την καλλιτεχνική μου φύση και το θεωρώ αυτό προσωπικό άθλο. Ξαφνικά, όλα όσα βίωσα, ενώ έχω αποφασίσει να τ’ αφήσω οριστικά στο παρελθόν ανασύρονται στην επιφάνεια. Οι πληγές ξανανοίγουν καθώς προσπαθώ να πλησιάσω ή να ταυτιστώ με τον βασανισμένο ήρωα. Είναι μια σκληρή διαδικασία, αλλά κουβαλώντας μέσα μου έναν τέτοιο χαρακτήρα, έχω ανακαλύψει ότι αναπόφευκτα έπερχεται κι η λύτρωση. Το έζησα αυτό υποδυόμενος κι άλλα υπαρκτά πρόσωπα.
– Όπως λ.χ. τον Βαν Γκογκ. Ποιες οι ομοιότητες και οι διαφορές των δύο περιπτώσεων στη δική σου προσέγγιση; Κι οι δύο ήταν τεράστιοι καλλιτέχνες με βασανισμένη ζωή, στιγματισμένη από τον εγκλεισμό σε φρενοκομείο. Ο Χαλεπάς χαρακτηρίστηκε μετά θάνατον «καλλιτέχνης του φωτός». Πρόλαβε κι είδε αυτό το φως πριν πεθάνει. Αντιθέτως, ο Βαν Γκογκ δεν πούλησε ούτε ένα έργο– μ’ εξαίρεση εκείνο που αγόρασε ο γιατρός του λίγο πριν πεθάνει– κι έφυγε μέσα στην πίκρα και την απελπισία. Η προσέγγιση είναι σαφώς διαφορετική παρά τα όποια κοινά στοιχεία. Αν κι ο Χαλεπάς είναι Έλληνας και το μεσογειακό ταμπεραμέντο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βοηθά, πολλές φορές ίσως άλλοι παράγοντες κι εμπόδια να καθιστούν πιο δύσκολη και μακρινή τη διαδρομή. Το ζητούμενο πάντα για μένα, το άλφα και ωμέγα της προσέγγισης οποιουδήποτε ρόλου, είναι η αλήθεια.
– Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι το πρόσωπο αυτό είναι κάπου εκεί τριγύρω και σε καθοδηγεί; Τουναντίον. Ενσαρκώνω τον ιδιαίτερο αυτό χαρακτήρα και τον καθοδηγώ εγώ.
– Πώς βλέπεις από τη σκοπιά του θιασάρχη την επόμενη μέρα του θεάτρου στη σκιά της πανδημίας; Το θέατρο είναι δυστυχώς ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Χρειάστηκε να έρθει αυτή η συγκυρία για ν’ αποδειχθεί περίτρανα αυτό. Η πολιτεία μάς αντιμετωπίζει σαν ζητιάνους. Εγώ ο ίδιος να ζητιανεύω το ίδιο μου το θέατρο. Επειδή τελικός αποδέκτης είναι ο κόσμος, είμαι αισιόδοξος ότι θ’ αναγεννηθεί. Όταν όλο αυτό τελειώσει, όλο και περισσότεροι θα στραφούν στην τέχνη και το θέατρο θα κερδίσει ακόμη περισσότερο κοινό.
– Αισιοδοξείς για μια ουσιαστική μετατόπιση στον τρόπο ζωής και σκέψης όλων μας μετά απ’ αυτή τη δοκιμασία; Ήδη προσπαθώ ν’ αλλάξω τον δικό μου κόσμο προς το καλύτερο. Όμως, θα πρέπει κι οι υπόλοιποι να υιοθετήσουν έναν πιο θετικό τρόπο σκέψης. Πολύ φοβάμαι ότι η υποκρισία που κυριαρχεί θα μάς φέρει δήθεν τον ένα κοντά στον άλλο, ενώ αμέσως μετά οι μάσκες θα πέσουν κι όχι μόνο θα απομακρυνθούμε, αλλά τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα…
– Ποιον ρόλο θα κληθεί να διαδραματίσει το θέατρο στην υπό διαμόρφωση πραγματικότητα; Εάν η νέα πραγματικότητα ασχημύνει τη ζωή μας, το θέατρο θα πρέπει να βρει τρόπους ν’ ανοίξει δρόμους προς την ομορφιά. Είναι καθήκον μας να ζωντανεύουμε τα όνειρα και ν’ αφυπνίζουμε. Εάν οι ζωές μας αλλάξουν προς το καλύτερο και η κοινωνία των ανθρώπων βγει νικήτρια απ’ όλο αυτό, με το ήθος και την αλληλεγγύη να θριαμβεύουν, η τέχνη θα γιορτάσει με περισσότερη ευαισθησία και ανθρωπιά.
– Ποιες σκέψεις σού προκαλεί η χιονοστιβάδα καταγγελιών για διάφορες μορφές κακοποίησης στον χώρο του θεάτρου; Ας μήν κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας. Όλοι γνωρίζαμε, ακούσαμε, ή είδαμε. Ο φόβος είναι το χειρότερο συναίσθημα. Τα θύματα σωπαίνουν από φόβο μήπως βρουν κλειστές πόρτες. Με κουράζει να διαβάζω και ν’ ακούω συνέχεια ότι «αυτά συμβαίνουν σε όλους τους χώρους». Στέκομαι στον δικό μου χώρο. Καταδικάζω οποιαδήποτε κακοποιητική συμπεριφορά απ’ όπου κι αν προέρχεται. Κανένας διευθυντής, σκηνοθέτης, θιασάρχης ή οποιοσδήποτε άλλος δεν έχει δικαίωμα να ασκεί τοξικά εξουσία πάνω στους άλλους. Να βρίζει, να προσβάλλει ή να μειώνει τους συνεργάτες του με οποιοδήποτε τρόπο στη σκηνή ή παρασκηνιακά, να τους κάνει ψυχολογικό πόλεμο. Ούτε κι οι ηθοποιοί έχουν το δικαίωμα να προσβάλλουν τον σκηνοθέτη τους, ή ν’ αλληλοβρίζονται και ν’ αλληλοτρώγονται μεταξύ τους.
– Διαπίστωσες τέτοιες συμπεριφορές και στο Θέατρο Ανεμώνα; Ευτυχώς στα 20 σχεδόν χρόνια του Θεάτρου Ανεμώνα, δεν παρουσιάστηκαν τέτοιες συμπεριφορές. Όλοι οι συνεργάτες μας, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είχαν ήθος κι ήταν συνεργάσιμοι. Πρόκειται για μία δουλειά που έχει να κάνει κυρίως με το νευρικό σύστημα, το κύριο όργανο του ηθοποιού. Οι εντάσεις την ώρα της παραγωγικής εργασίας είναι συχνές. Άλλο όμως να οργιστείς και να φωνάξεις σε στιγμές καλλιτεχνικής γέννας κι άλλο ν’ ακυρώνεις τους συνεργάτες σου. Περιστατικά σωματικής, ψυχολογικής και λεκτικής βίας, σεξουαλικής κακοποίησης ή παρενόχλησης και -το πιο εγκληματικό όλων- παιδεραστίας, πρέπει να καταγγέλλονται. Αλλά –για όνομα του Θεού- μη φτάσουμε να μεγαλοποιούμε και τα μικρά, τα μή ζημιογόνα για τη ζωή μας, ασήμαντες εντάσεις που συμβαίνουν στο θέατρο και αποτελούν σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργικής διαδικασίας.
– Ανησυχείς μήπως το θέατρο πληγεί από αυτόν τον σάλο, τις προεκτάσεις και τη διαχείρισή του; Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την κατάληξη αυτής της ιστορίας, αν και διαφαίνεται ήδη ότι θα πάρει διαστάσεις και στην Κύπρο. Το πώς θα το διαχειριστεί ο καλλιτεχνικός κόσμος, εάν κι εφόσον φτάσουμε στις ανθρωποφαγίες, είναι ένα ζήτημα. Είναι σημαντικό να μην κάνουμε εμείς οι ίδιοι οι άνθρωποι του χώρου τον κόσμο που αγαπάει το θέατρο να μάς σιχαθεί και να μάς πάρει η μπάλα όλους- αθώους και ενόχους.
* Η «Κοιμωμένη του Χαλεπά» ανεβαίνει κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στις 6μ.μ. στο Θέατρο Ανεμώνα, 70007721