Ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή Κύπριους καλλιτέχνες, ο Θεόδουλος, εξηγεί πώς η εντοπιότητα και ο «μικρόκοσμος» του τόπου μπορούν ταυτόχρονα να αφορούν και το διεθνές πεδίο της Τέχνης στην παγκοσμιότητά του.
Το σπίτι του πρώτου Κύπριου καλλιτέχνη που εξελέγη αντεπιστέλλων μέλος στην Κυπριακή Ακαδημία Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών τον περασμένο Σεπτέμβριο, στον Άγιο Ανδρέα, είναι σαν μία μικρή γκαλερί· διάσπαρτα παντού έργα – στους τοίχους, σε τραπέζια, στο πάτωμα, άλλα -παλαιότερά του- κορνιζαρισμένα, άλλα όχι, άλλα μέσα σε πολυσέλιδες συλλογές βιβλίων Τέχνης ξένων εκδοτικών οίκων που βρίσκονταν τοποθετημένα σε ράφια. Μ’ ένα φως δυνατό του ήλιου που, παρά τη Χειμωνιάτικη κρύα μέρα, «αγκάλιαζε» τον ανοιχτό χώρο απ’ τα τζάμια κι έπεφτε κάθετα μέσα στο σαλόνι του που καθίσαμε.
– Συνεχίζεις να σκέφτεσαι σαν αρχιτέκτονας και να εκφράζεσαι σαν ποιητής; Το θέμα της αρχιτεκτονικής είναι κάτι που με κατατρέχει· είχα ασχοληθεί νωρίς, από την εφηβεία μου, με την αρχιτεκτονική, και αυτό μου πρόσφερε έναν πολύπλευρο τρόπο σκέψης με τον οποίο λειτουργώ και σήμερα -ασυνείδητα- σε πολλές από τις δράσεις μου, υποβόσκοντας π.χ κάποια γεωμετρική δομή στη σκέψη κ.λπ. Ωστόσο, ανέκαθεν είχα έναν ενδοιασμό στο να ασχοληθώ επαγγελματικά αμιγώς με την αρχιτεκτονική, αν και παραμένει στην καρδιά μου ως η ποιητική του χώρου που με βοήθησε στην διαχείριση στις πιο αδέσμευτες εικαστικές μου πρακτικές.
– Τι είδους ενδοιασμό είχες; Επειδή θεώρησα τότε ότι η αρχιτεκτονική ασχολείται με θέματα πρακτικά και επίλυσης λειτουργικών, τεχνικών, οικονομικών θεμάτων, που μειώνουν από την ένταση της ποιητικής που μπορεί να λάβει ο χώρος. Τώρα το βλέπω διαφορετικά. Ήταν, όμως, μια καλή σπουδή για να κάνω άλλα συναφή πράγματα.
– Πότε το κατάλαβες αυτό; Από νωρίς. Από 13 ετών, στο Γυμνάσιο, αποφάσισα να μεταφερθώ σε Τεχνική Σχολή, στις Σχολές Φρειδερίκου, με καλές επιδόσεις, ώστε να μπορέσω να ακολουθήσω αυτό που επιθυμούσα. Οι γονείς μου συμφώνησαν. Ίσως με άλλες σκέψεις, όχι μ’ αυτές που είχα εγώ -περισσότερο, επίλυσης του βιοποριστικού μου- αν και παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον το πάθος μου· απομονωνόμουν, σχεδίαζα, ζωγράφιζα. Αυτό τους ικανοποιούσε. Στο δημοτικό δε είχα φοιτήσει σε μονοδιδάσκαλο σχολείο και δεν έκανα ποτέ μάθημα Τέχνης. Εμμέσως, όμως, ζωγράφιζα: Στα τετράδια ιστορίας, γεωγραφίας και φυσικής, πρόσωπα ηρώων, φυτά και χάρτες γεωγραφίας· πράγματα φαινομενικά ασήμαντα, που όμως συνοδεύονταν από κάποιο σκίρτημα…
– Οι γονείς σου με τι ασχολούνταν; Ήταν αγρότες· βιοπαλαιστές. Ο πατέρας μου εργάστηκε παράλληλα στο Μεταλλείο Χαλκού του Μιτσερού, ήταν μυλωνάς σε κάποιο στάδιο, ψάλτης, μουχτάρης για 24 χρόνια, πρόσφερε αφειδώς στα κοινά· είχε, ωστόσο, πάντα μια λαϊκή φιλοσοφία που εμένα με επηρέασε: Αναπτύσσαμε -τα παιδιά του-, από την παιδική μας ηλικία, «κατ’ εικόνα και ομοίωση» ήθος και μια σχετική πνευματικότητα. Του άρεσε επίσης, όσο παράξενο κι αν σου ακουστεί, η κλασσική μουσική – πράγμα σπάνιο για έναν αγρότη στην Κύπρο. Τον θυμάμαι χαρακτηριστικά, στο καφενείο του χωριού, την Πρωτοχρονιά, που παρακολουθούσε με δέος από την ανοιχτή τηλεόραση την συναυλία της Βιέννης, ενώ εκείνοι που κάθονταν στο διπλανό τραπέζι και έπαιζαν χαρτιά εκνευρίζονταν, χτυπούσαν τα χέρια τους στο τραπέζι, και του ζητούσαν να χαμηλώσει την ένταση. Ο ίδιος δεν γνώριζε από κλασσική μουσική, αλλά ήταν ένα ερέθισμα που τον ικανοποιούσε – άγνωστο πώς. Ήταν πάντως καλός γνώστης της βυζαντινής μουσικής. Απ’ την άλλη, η μητέρα μου δεν είχε τελειώσει καν το δημοτικό· στη δευτέρα τάξη την είχαν «αποσύρει» οι γονείς της απ’ το σχολείο για να προσέχει τα αδέλφια της. Ήταν, όμως, μια πολύ καλή υφάντρα -με μεγάλωσε μέσα στα εργόχειρα και στις παροιμίες, μέσα στον πλούτο της λαϊκής σοφίας- κάτι που εμένα μου έδωσε μεταγενέστερα ερεθίσματα στην Τέχνη, μια και διατηρώ -με αρχή τον αργαλειό της- και εργαστήρι ταπισερί. Ενώ, ταυτόχρονα, μέσα στο σπίτι δεν είχαμε την περιρρέουσα ακαλαισθησία με τα κινεζοειδή που μας κατέκλυσαν αργότερα – ήταν «καθαρή» η ατμόσφαιρα από πλευράς οπτικών «παρασίτων». Θέλω να πω μ’ αυτά που σου περιγράφω, πως, καμιά φορά, είναι ανύποπτες οι εμπειρίες και τα ερεθίσματα που λαμβάνει κανείς όταν είναι παιδί, όταν είναι νεαρός. Έζησα π.χ και την διαδικασία παραγωγής μεταξιού: Μαζεύαμε, θυμάμαι, τα φύλλα από τις συκαμιές, μεγαλώναμε τον μεταξοσκώληκα, γινόταν μετάξι, το μετάξι υφαινόταν σε ωραιότατα μεταξωτά – ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η εμπειρία αυτή στις δικές μου παιδικές παραστάσεις -η διαδικασία της μεταποίησης-, ζώντας εμπειρικά πλέον τις διαδικασίες της δημιουργίας.
– Η κυπριακή παράδοση, ωστόσο, δεν υπάρχει στα έργα σου…Ή κάνω λάθος; Υπάρχει μια ενδόμυχη ρίζα· είναι ο αθέατος κόσμος. Ένα παράδειγμα, είναι τα χρώματα που χρησιμοποιώ: Δεν χρησιμοποιώ τα βασικά χρώματα -το κίτρινο, το κόκκινο και το μπλε, όπως τα βλέπουμε γυμνά στο σωληνάριο- αλλά εκείνα που επηρέασαν από παιδί τον ψυχικό μου κόσμο: Το λουλακί, οι ώχρες, τα πετρώματα, που είναι παράγωγα των μεταλλευμάτων της περιοχής όπου μεγάλωσα που μέχρι και ο Vitruvius τα αναφέρει στο εγχειρίδιο ζωγραφικής. Ακόμη και κάποιες μνήμες που σαν να υποβόσκουν σε κάποια έργα, είναι απόρροια των κτερισμάτων που βρίσκαμε διάσπαρτα στα χωράφια, αρχαιολογικά ευρήματα, κομμάτια μικροσκοπικά – αυτά μού προκαλούσαν πάντα ιδιαίτερη προσοχή στο να διαχωρίζω την φυσική πέτρα από την ανθρωποκατασκευή. Αυτά σφράγισαν την συνείδησή μου και, με κάποιο τρόπο, επανεμφανίζονται στην εξέλιξη της δουλειάς μου. Στην αρχή μάλιστα, όταν ανέπτυσσα ογκομετρικές φόρμες, υιοθέτησα και την κινούμενη εικόνα σαν τον τελευταίο βρόγχο της ασπρόμαυρης τηλεόρασης, σχεδίαζα στο χώρο, ενώ προστέθηκαν στη συνέχεια και κάποια φωτεινά στοιχεία με την χρήση του ψηφιακού τοπίου, τα οποία συνεχώς εξελίσσονται.
– Αυτό το μη στερεότυπο που είχε ο πατέρας σου -ένας αγρότης από την Μαλούντα που άκουγε κλασσική μουσική- το έχεις κι εσύ νομίζω παρατηρώντας σε κάποιος που δεν σε γνωρίζει: Είσαι ο πιο κοινός, ο πιο προσεγγίσιμος και απλός των ανθρώπων, ενώ είσαι ο ίδιος άνθρωπος -ο μοναδικός Κύπριος!- που έχει εκθέσει στο Λούβρο, παράλληλα με τις τόσες εκθέσεις σου στο Παρίσι, στη Ζυρίχη, στην Κολωνία, στο Μονακό, στην Τουλούζη, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σεούλ, στη Βαρσοβία, στη Μόσχα, στη Σιένα, στη Βενετία, στην Κύπρο, σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, πρόσφατα ακόμη και στην Αφρική· στο Καμερούν κ.α. Σα να έχεις -κι εσύ- δύο εαυτούς, συγκρουόμενους ή αλληλοσυμπληρώμενους…Έτσι είναι; Δεν έχω μόνο δύο εαυτούς· έχω περισσότερους από δύο, αν σκεφτώ πόσους άλλους δρόμους έκφρασης θα μπορούσα να διαλέξω. Υπάρχει, άλλωστε -σε όλα τα πράγματα- μία πολύ συγκεκριμένη διαδικασία για να φτάσεις σε ένα αποτέλεσμα. Αλλά υπολείπεται η ψυχική και πνευματική δύναμη που θα δώσει ένας καλλιτέχνης σ’ αυτά για να κάνει το έργο να «αναπνέει»· κι είναι οι ρίζες που είναι φυτεμένες βαθιά μέσα σου που κάνουν τη διαφορά στις τελικές επιλογές σου. Εκείνο, επίσης, που πιστεύω πως επηρεάζει έντονα είναι η γεωγραφική ζώνη στην οποία ζούμε· η ανάπτυξη του φωτός και η δομή του τοπίου που υπάρχει γύρω μας υπαγορεύουν έναν ρυθμό, ενώ «χτίζουν» ταυτόχρονα και τον εσωτερικό μας ρυθμό. Αυτά δεν αφορούν μόνο εμένα, αφορούν το σύνολο. Απ’ την άλλη, υπάρχει η πληροφορία, η μάθηση, την οποία μπορείς να εξελίξεις σε σχέση με εκείνα που λαμβάνεις.
– Διαθέτουν, επίσης, το εξής ενδιαφέρον τα έργα σου: Δεν έχουν εντοπιότητα· είναι διεθνή – εξ ου και είσαι ο πρώτος εν ζωή Κύπριος καλλιτέχνης που, από τη δεκαετία του ‘90, έχει αναγνωριστεί η δουλειά του τόσο πολύ στο εξωτερικό… Αυτό, ίσως, η απόκρυφη εντοπιότητα -προζύμι στο οικουμενικό- να προκάλεσε ένα ενδιαφέρον, όταν ξεκινούσα να εκθέτω στην Μπιενάλε της Βενετίας ή στην Τουλούζη, όπου έκανα την πρώτη μου μεγάλη έκθεση σε έναν μεγάλο μουσειακό χώρο. Ή όταν είχα πάει μαζί με την ιστορικό Τέχνης, την Άντρη Μιχαήλ, στο Λούβρο, μπροστά σε μία επιτροπή είκοσι κορυφαίων ανθρώπων της Τέχνης, προκειμένου να εγκρίνουν τη πρότασή μου, να δουν ποιος είμαι και τι κάνω -εκεί δεν χωράνε διαπλεκόμενα και «γνωριμίες»- και έλεγα στην Άντρη που με συνόδευε ανεβαίνοντας το πρώτο σκαλοπάτι, μπαίνοντας απ’ την πίσω πλευρά του Μουσείου όπου ήταν η είσοδος διεύθυνσης: «Ακόμη και αυτό το ένα σκαλοπάτι που ανεβαίνουμε, είναι πολύ σημαντικό, έστω κι αν δεν οδηγήσει πουθενά!». Η έκθεση εκείνη κράτησε τελικά από το 2008 έως το 2009 – αν και είχε ξεκινήσει αρχικά για δέκα μέρες, μετά πήγε για ένα τρίμηνο, μέχρι που έφτασε τους δέκα μήνες. Η εντοπιότητα όμως, για να απαντήσω και στο ερώτημά σου, υπάρχει. Απόκρυφα παντού. Και δίνει ένα παράξενο ιδίωμα στο καρτεσιανό ευρωπαϊκό μάτι. Προκαλεί. Αλλά είναι και ενταγμένη μέσα στο διεθνές κλίμα της εποχής – πώς γίνεται αυτό δεν γνωρίζω, δεν αρχειοθετώ, δεν επεξηγώ. Εμένα με ενδιαφέρει το να μπορεί το έργο να «εκπέμπει», να μπορεί να συγκινεί από μόνο του, να μην χρειάζεται «στηρίγματα» άλλα, άλλων Τεχνών, για να μπορεί να υπάρχει αυτόνομο. Μου είχε κάνει δε εντύπωση ένα άρθρο που είχε γραφτεί στη «Le Monde» από τον Philippe Dagen, στην αρχή της δουλειάς μου, αρχές του ’90, που ο τίτλος του ήταν: «Archeologie Grecque Moderne» – και, αν και η τότε έκθεση δεν είχε σχέση με την αρχαιολογία, είχε πιάσει τον «σπόρο». Αυτό χρειάστηκε να μου το πουν όμως· δεν ήταν αυτοσκοπός. Αυτό το επέκτεινα μετά, με συγκεκριμένες έρευνες· τα πληροφορούμαι, τα ζω, τα παρατηρώ τα πράγματα, αλλά προσπαθώ να μην τα αναπαράγω – θέλω να εισάγω δομές που να αφορούν τον τρέχοντα χρόνο για να αφορούν τη δική μας εποχή.
– Ένας καλλιτέχνης, όπως εσύ, στο υψηλό αυτό επίπεδο που βρίσκεται πια η Τέχνη σου και το κύρος του «ονόματός» σου, που ζει τον περισσότερό του χρόνο μεταξύ Παρισιού-Αθήνας-Κύπρου, πώς είναι να επιστρέφει συνεχώς στη Λευκωσία; Έχω πάντοτε το σύνδρομο του πολιτιστικού μετανάστη· του ανθρώπου εκείνου που κουβαλά μαζί του την πόλη του, όταν βγαίνει στο εξωτερικό. Οι «έξοδοι» γίνονται είτε εξ ανάγκης είτε από επιθυμία τού να «ανακαλύψεις» τον κόσμο· να θρέψεις την περιέργειά σου με το τι συμβαίνει πέρα από την γραμμή του ορίζοντα, να ζήσεις νέες εμπειρίες. Τελικά, διαπιστώνεις πως παντού κουβαλάς τον τόπο σου. Πρακτικά, αυτό συνέβη. Κι ήμουν έτοιμος να ζήσω για πάντα στο εξωτερικό, αλλά πάντοτε θα μου έλειπε ένα μέρος του εαυτού μου· η ρίζα μου, η οικογένειά μου, οι άνθρωποι που αγαπώ. Αλλά κι οι ισορροπίες που δημιουργούνται στη γη που είδες το πρώτο φως. Θυμάμαι πως την περίοδο που βρισκόμουν στο Βουκουρέστι, σε μια πολύ καταπιεστική ιστορικά περίοδο -επί Τσαουσέσκου- αλλά πολύ δημιουργική για μένα, έκανα κάποια έργα λευκά· ένιωθα την ανάγκη της δωρικότητας, της καθαρότητας που μας δίνει το δικό μας φως. Άρα ήταν κάτι που βγήκε στην επιφάνεια από μόνο του· να αναπληρώσω το χαμένο μου Είναι. Όταν δε πήγα στο Παρίσι, το 1987, η πρώτη μου ανάγκη ήταν η σχέση με τον βυζαντινό χώρο -εκεί υπήρχε το φως, το πραγματικό και το πνευματικό- αλλά μου έλειπε ένα άλλο μέρος του εαυτού μου: Η διαμάχη ανάμεσα στο κλασσικό-ελληνικό και στο βυζαντινό· πραγματική διαμάχη, πολιτισμική. Τότε ξεκίνησα να κάνω τα πρώτα μου τσιμέντα και να χρησιμοποιώ το κερί σαν κατάλοιπο…Αυτό που θέλω να σου εξηγήσω είναι πως πάντα διεκδικώ τον «χαμένο» μου εαυτό, θέλω να επαναφέρνω το κρυμμένο ή το χαμένο μου «είναι», να το φέρνω στην επιφάνεια – γι’ αυτό λέω πως πάντα κουβαλώ την πόλη μαζί μου, την παιδική μου εμπειρία. Μπορεί η μεταφύτευση να πετύχει, μπορεί και όχι. Αλλά, απ’ την άλλη, σίγουρα, αν δεν έβγαινα από την Κύπρο, δεν θα έκανα τις εκθέσεις που έχω κάνει στο εξωτερικό. Αντιδρώ, ωστόσο, στο «οικουμενικό χωριό», όπου όλα πρέπει να έχουν μια συνταγή της περιρρέουσας διεθνούς «στολής». Τώρα πάντως που έμεινα στη Λευκωσία, λόγω της πανδημίας, έναν ολόκληρο χρόνο -πρώτη φορά έπειτα από 35 χρόνια που μετακινούμαι συνεχώς-, συνειδητοποίησα πως κέρδισα χρόνο και σκέφτηκα μήπως θα ήταν πιο ωφέλιμο να μείνω πιο σταθερός πια σε ένα χώρο· θα δούμε, έχω λίγα ακόμη χρόνια να πηγαινοέρχομαι στη Γαλλία, αλλά νομίζω πως εδώ θα καταλήξω.
– Η Λευκωσία αντιλαμβάνεται, πιστεύεις, την αξία της ύπαρξής σου; Νομίζω, όχι επί της ουσίας. Δεν εισπράττω αντιδράσεις. Έμαθα, όμως, από πολύ μικρός να λειτουργώ ερήμην… Νιώθω πως υπάρχει μια κρυφή αποδοχή, αλλά στα μουλωχτά (χαμογελάει). Αν και, οφείλω να πω, πως είμαι σε πολύ καλύτερη μοίρα σε σχέση με πολλούς αξιόλογους συναδέλφους μου. Αυτό που λείπει από τον τόπο μας είναι ο πνευματικός διάλογος. Κι έτσι προσαρμοστήκαμε στο να ζούμε μόνοι μας. Μα, γι’ αυτό κι εγώ έμαθα, από τα παιδικά μου χρόνια, να μην περιμένω την επικύρωση. Σπάνια, εξάλλου, εισχωρείς σε διάλογο για την Τέχνη σε θέματα ουσιαστικά του Πολιτισμού στην Κύπρο· τα πράγματα γίνονται ξώπετσα εδώ και είναι κάτι που πάντα θα λείπει σε έναν άνθρωπο που η ζωή του όλη σχετίζεται με την δημιουργία.
– Η προσωπική σου ζωή επηρέαζε κατά καιρούς την Τέχνη σου και τον τρόπο που εκφράζεσαι; Πάντα. Αλλά δεν ξέρεις ποτέ σε ποιο βαθμό. Το γεγονός, ωστόσο, πως είμαι μονήρης, είναι κάτι που μου δίνει απόλυτη ελευθερία. Κι ήταν επιλογή μου αυτό! Αυστηρή επιλογή, σε κάποια φάση της νιότης. Είχα προαποφασίσει πως δεν γινόταν να έχω το μυαλό μου σε δύο κόσμους απαιτητικούς· ή θα θυσίαζα την οικογένεια ή θα θυσίαζα την Τέχνη μου. Επίσης, υπήρχε η επιλογή τού να διδάξω σε σχολεία, για τον βιοπορισμό μου, μου δόθηκε η ευκαιρία και σε πανεπιστήμιο, κάτι όμως που θεώρησα πως θα αποδυνάμωνε τον δημιουργικό μου χρόνο· γιατί, για μένα, το πολυτιμότερο αγαθό είναι ο χρόνος και η απρόσκοπτη διακίνηση.
– Άρα τα πρώτα χρόνια που δημιουργούσες ήταν και δύσκολα οικονομικά; Απαραιτήτως. Για τουλάχιστον 15 χρόνια ζούσα βήμα- βήμα: Πουλούσα ένα έργο για να έχω τη δυνατότητα να ασχοληθώ με το επόμενο μετά και να μπορώ να επιβιώνω. Αλλά ήμουν ήδη εξοικειωμένος: Θυμάμαι, μόλις είχα πάει Γυμνάσιο και έχοντας επαφή πια με την πόλη, είχα ζητήσει οικονομική «ενίσχυση» από τη μητέρα μου για να συγκροτήσω την πρώτη μου παλέτα. Μου απάντησε: «Θα σου δίνω τα μισά και για τα υπόλοιπα να κάνεις οικονομία από το χαρτζιλίκι σου». Κι έτσι αγόραζα ένα σωληνάριο την βδομάδα. Εκείνο, λοιπόν, ήταν το πρώτο απλό μάθημα πολιτικής οικονομίας και ανάληψης ευθυνών που με συνοδεύει μέχρι σήμερα – και με βοήθησε. Ωστόσο, πρέπει να σου πω πως υπήρχε και υπάρχει το εξής στην Κύπρο, σε σχέση με τα έργα: Οι τιμές εδώ δεν σχετίζονται με το βιογραφικό σου, τις κατακτήσεις και τις επιδόσεις σου, αλλά με το διαθέσιμο ποσό του αγοραστή – το οποίο είναι πάντα «περιορισμένο». Εν αντιθέσει με το Παρίσι, που κανείς δεν αγοράζει χωρίς να μελετήσει εξονυχιστικά το βιογραφικό σου. Διαφορετικά, δεν σε παίρνουν στα σοβαρά!
xatzigeorgiou@yahoo.com
Φιλελεύθερα, 24.1.2021.