Η ΑΝΝΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥ ξετυλίγει αναμνήσεις από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια στη θαλασσοφίλητη πόλη.
– Ποια είναι η πρώτη εικόνα που σου έρχεται στο μυαλό από την Αμμόχωστο; Μετά το ’74 ζω τα καλοκαίρια της ζωής μου στον αντίποδα της Αμμοχώστου – από την ανατολή, στη βορειοδυτική πλευρά του νησιού μας. Η ίδια θάλασσα, η ίδια αίσθηση της αλμύρας, όμως τίποτα -μα, τίποτα- δεν παραπέμπει στη θάλασσα που με μεγάλωσε! Άλλο πράγμα η παραλία της Αμμοχώστου, η άσπρη άμμος, η ευρύτητα, ο κόλπος ο βαθύς και η Καρπασία στην άκρη του ματιού. Στο μυαλό μου καθημερινά επανέρχεται η εικόνα της ήμερης θάλασσας, βλέπω ακόμη τις λιμνούλες που σχηματίζονταν από τον αέρα και το κύμα, τις άσπρες «καττούες» που μαζεύαμε ολημερίς, τις τρύπες των καβουριών, αναπολώ την απόλαυση να περπατάς το σούρουπο και να νιώθεις να βυθίζονται τα πόδια σου στην άμμο που κρατούσε τη ζεστασιά της μέρας…Εικόνες ζωής, χαράς, ευγνωμοσύνης!
– Τι αναφορές έχεις από εκεί, ως μικρό κορίτσι; Αναφορές που με στήριξαν στα δύσκολα, που με βοήθησαν να ορθοποδήσω κάθε φορά που σκόνταβα – και σκόνταβα συχνά. Η Αμμόχωστος για μένα είναι η ισορροπία μου και το κέντρο βάρους του μυαλού μου κάθε φορά που αποπροσανατολίζομαι. Είναι σαν ένα σημείο φωτεινό που με βγάζει από υφάλους και ξέρες, ένα σταθερό σημείο αναφοράς που δεν επιδέχεται αλλαγές…Βίωμα αποκλειστικά δικό μου. Δεν είναι, όμως, μόνο τα παιδικά χρόνια, είναι η εφηβεία, τα πρώτα βήματα στη ζωή που τότε ήταν ανέμελη για μας – όχι για τους μεγάλους, που έβλεπαν ήδη να μαζεύονται τα «σύννεφα». Για μας, τις παρέες της παραλίας, τους «μπακαλόγατους», όπως μας αποκαλούσε η μάνα μας, ήταν η απόλυτη ελευθερία – δεν είχαμε γονιούς τότε που πήγαιναν, όπως λένε οι Άγγλοι, «by the book». Είχαμε μια ελευθερία πρωτόγνωρη, ολημερίς στη θάλασσα, στην αλμύρα, στις βουτιές, καλύπταμε καθημερινά αποστάσεις κολυμπώντας από το Αλάσια στην Καμήλα και από εκεί στη Γλώσσα και στα βραχάκια του Κωνστάντια. Γύρω μας οικείο περιβάλλον, γνώριμος κόσμος, μικρή κοινωνία, οι Βαρωσιώτες είχαν σχέση με τη θάλασσα, το παραλιακό μέτωπο δεν ήταν μόνο ξενοδοχεία, ήταν τα σπίτια και τα διαμερίσματα του κόσμου που χαιρόταν τη θάλασσα με χίλιους δυο τρόπους. Οι πρωινές βόλτες των γονιών μας από το Γκρέσιαν στο Κωνστάντια, οι ψαράδες που επέστρεφαν μπροστά από τον παλιό Ναυτικό Όμιλο και άπλωναν τα δίχτυά τους, οι μόνιμοι γνώριμοι της παραλίας που νοίκιαζαν βάρκες, ο Χάλος με το πλατύγυρο καπέλο του και το ολόμαυρο από τον ήλιο σώμα του, και τα ινδάλματα της νιότης μας, οι ήρωες των ταχύπλοων σκαφών…Δεν ήταν μια παραλία για άλλους, για ξένους, όπως οι σημερινές με τις δεκάδες σειρές των κρεβατιών – ήταν αποκλειστικά δική μας, ξέραμε κάθε σπίτι, ξέραμε τη θάλασσα ως την παλάμη του χεριού μας, πού βάθαινε, πού ήταν ξέβαθη, πού είχε αχινούς, πού είχε τρίτωνες, πού τρύπωναν οι ορφοί και πού τα χταπόδια…Στο τέλος του καλοκαιριού οι άκρες των μαλλιών μου ήταν άσπρες από την αλμύρα. Ούτε πασαλειβόμασταν αντηλιακά – η αλμύρα ήταν ένα με το κορμί μας…
– Ταξίδεψέ με, Άννα, στην Αμμόχωστο, κάνε μου μια μικρή βόλτα στις αγαπημένες σου γειτονιές… Το σπίτι μας βρισκόταν στην Ιπποκράτους, πίσω μας ακριβώς βρισκόταν το σπίτι του Κουλαπή, αριστερά το σπίτι του Όθωνα Γαλανού και κατά μήκος της θάλασσας το Αλάσια, ένα λαϊκό κέντρο που τα Σαββατοκύριακα γέμιζε κόσμο. Μπροστά από το σπίτι μας ήταν τα περίφημα ξύλα, πάνω στα οποία ισορροπούσαμε για να περάσουμε από το δικό μας σπίτι, στο διπλανό της Πωλίν, από εκεί στο σπίτι του Σπυριδάκη και από εκεί μπροστά από την κλινική του Χατζηκακού, όπου οι άρρωστοι κάθονταν στη βεράντα που έβλεπε τη θάλασσα. Μαζευόμασταν κάτω από τον Λευκό Πύργο -το σπίτι του παππού μας που είχε γίνει χαρτοπαιχτική λέσχη- περνούσαμε μπροστά από το King George, το στέκι των μεγάλων και αράζαμε στη Γλώσσα και στα βαθιά νερά της. Ώρες και μέρες ατέλειωτες, χωρίς έγνοιες, εμείς και η θάλασσα. Οι βόλτες μας εκτός του υδάτινου στοιχείου γίνονταν το σούρουπο, αφού ήμασταν στη θάλασσα μέχρι να δύσει και η τελευταία ηλιαχτίδα. Κατεβαίναμε την Κένεντι, τη Λιβαδιών, την Ιπποκράτους και στρίβαμε αριστερά για να φτάσουμε στο γυμνάσιο, στο γήπεδο, στο λύκειο Ελληνίδων, περνούσαμε ξυστά έξω από το Boccacio για να δώσουμε παρουσία στους γονιούς μας που συναθροίζονταν εκεί τα βραδάκια. Σημείο συνάντησης δικής μας, το Βιέννα -με το χαρτζιλίκι μας αγοράζαμε τα περίφημα χάμπουργκέρ του- άλλες φορές η ακατανίκητη μυρωδιά από τα σουβλιτζίδικα της Δημοτικής Αγοράς μας οδηγούσε εκεί. Επιλογές βραδιάτικες, υπαίθριο σινεμά ή σύναξη της παρέας στην παραλία κάπου απόμερα, να πούμε τα δικά μας, να τραγουδήσουμε, ήταν μαζί μας ο Θράσος με την κιθάρα του…Βραδιές αξέχαστες που με σημάδεψαν για πάντα.
– Τι διαφορά είχαν οι Αμμοχωστιανοί απ’ τους υπόλοιπους Κύπριους; Σε εκείνα τα χρόνια της πρόσκαιρης ευδαιμονίας, ανάμεσα στο ’60 και στο ’70, το Βαρώσι «πετούσε»…Δουλευταράδες οι Βαρωσιώτες, ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις, η βιομηχανία πήρε μπρος, από το λιμάνι μας έφευγαν τα πρώτα πορτοκάλια, η οικονομία είχε απογειωθεί, τα πρώτα ξενοδοχεία είχαν κτιστεί, κυρίως όμως αυτό που έκανε τη διαφορά ήταν η κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί από τον ίδιο τον κόσμο του Βαρωσιού. Δεν έπνιξε την πόλη ο τουρισμός, ούτε θυσιάστηκε η πόλη για χάρη του. Υπήρχε μια ισορροπία, οι κάτοικοι είχαν προτεραιότητα και το ευ ζην τους, οι Δημοτικές Αρχές είχαν όραμα, δημιουργήθηκαν ζωντανές εστίες πολιτισμού -η Πινακοθήκη, η Βιβλιοθήκη- όλα αυτά με τη σύμπραξη και τη συνεργασία της κοινωνίας. Οι δάσκαλοι και οι καθηγητές που πέρασαν από το Ελληνικό Γυμνάσιο άφησαν το στίγμα τους στις νέες γενιές. Ήταν μια υπόσχεση η Αμμόχωστος για όλους μας. Μια θάλασσα και μια παραλία μοναδική και ανεπανάληπτη, κάτοικοι προοδευτικοί και μορφωμένοι που πρόσφεραν και είχαν παρουσία στην πόλη, καλλιτέχνες, ποιητές, θεατράνθρωποι, η ιστορία και η αρχαιολογία στα πόδια της πόλης. Η σχέση και η θερμή παρουσία της Ελλάδας, του πολιτισμού και της Τέχνης – ποιος ξεχνά την πρώτη παράσταση του Κουν στο θέατρο της Σαλαμίνας; Αυτά τα αξέχαστα μεγάλωσαν τους Βαρωσιώτες…
- Αντιλαμβανόσουν πάντοτε την ιστορία που κουβαλούσε αυτή η πόλη – ήξερες πως δεν ήταν μία «τυχαία» πόλη; Ή την κατανόησες πολύ καλύτερα αργότερα, με τα διαβάσματά σου, με τους ανθρώπους με τους οποίους συνομιλούσες; Πάντα με γοήτευε η μεσαιωνική πόλη, μεγαλώσαμε με τους μύθους των 365 εκκλησιών, με το λιονταράκι στο οποίο λέγαμε τα παράπονά μας, μεγαλώσαμε ανάμεσα σε κτήρια που διέφεραν από αυτά που αναγνωρίζαμε στα αναγνωστικά μας. Βολτάραμε συχνά με τη Νίκη, τη μεγάλη μου αδελφή, μέσα στην παλιά πόλη, στις εκκλησιές, πάνω στα τείχη…Στην είσοδο της θάλασσας, στην πόρτα της Λεμεσού. Εκεί, απέναντι ακριβώς και δίπλα από τους τάφους των Οθωμανών που έπεσαν στην Άλωση το 1571, γευτήκαμε το πρώτο ντονέρ κεμπάπ που έφτιαχναν οι Τουρκοκύπριοι. Μεγάλωσα με ιστορίες από την τουρκοκυπριακή συνοικία, ο πατέρας μου είχε φίλους γιατρούς Τουρκοκύπριους με τους οποίους κάναμε παρέα, μιλούσαν για τον Σύρο γιατρό Μογάπγαπ, για τον Πολ Γεωργίου που ζούσε εκεί…Ένας άλλος κόσμος! Ποτέ δεν μας εξήγησε κανείς γιατί ξαφνικά μετά το ‘63 δεν μπορούσαμε πια να βολτάρουμε σε εκείνη τη πλευρά της πόλης μας. Ακούγαμε για το μαρτύριο του Βραγαδίνου από τους γονιούς μας και δεν θα ξεχάσω ποτέ το μνημόσυνο που η πόλη της Αμμοχώστου έκανε το 1962 για τον άξιο Καπετάνιο της πόλης στον Άγιο Γεώργιο Εξορινό, παρουσία μελών της οικογένειάς του. Η μεσαιωνική πόλη, η αγάπη του πατέρα μου για την ιστορία, η βιβλιοθήκη του θείου Μήτσου, οι ανασκαφές στη Σαλαμίνα, το θέατρο και τα άλογα της Έγκωμης, σίγουρα μού έδειξαν τον δρόμο. Αλλά είναι η απώλεια όλων των πιο πάνω που με έκαναν να συνειδητοποιήσω την τεράστια σημασία τους και την ανάγκη μου να επανασυνδεθώ μαζί τους.
– Σήμερα τι συναισθήματα σου δημιουργεί η πόλη, κοιτώντας την από το συρματόπλεγμα της παραλίας; Στη προ κορωνοϊού εποχή η επίσκεψή μου στην Αμμόχωστο ήταν μια ανάγκη εσωτερική, δική μου, όπως θέλεις να βλέπεις και να αγγίζεις ένα αγαπημένο πρόσωπο…Τη βλέπω από μακριά εδώ και 46 ολάκερα χρόνια, τη βλέπω να φθείρεται και να χάνεται ως ύλη και αυτό δεν ενδιαφέρει πια, δεν είναι πρωτοσέλιδο, δεν είναι είδηση, δεν είναι αιχμή του δόρατος της πολιτικής μας. Μας πρότειναν την επιστροφή της και την αρνηθήκαμε…Και αρκεστήκαμε σε αντικατοχικές εκδηλώσεις, σε ξύλινους λόγους που επαναλαμβάνονται ενοχλητικά, εδώ και μισό αιώνα. Ζω στην υπόλοιπη ελεύθερη και ξέφραγη Κύπρο, παρακολουθώ την πορεία μας, τις προφάσεις για την απουσία αποφάσεων και θυμώνω από το γεγονός ότι οι Βαρωσιώτες περιθωριοποιήθηκαν για να μη θυμώσουν οι ευδαίμονες υπόλοιποι Κύπριοι! Οι Βαρωσιώτες αφέθηκαν στο έλεος των κυμάτων της πόλης τους με την ελπίδα ότι θα ξεθωριάσει ο πόθος τους για επιστροφή και θα ξεχάσουν. Καμία καθοδήγηση, ένας φόβος και μια άρνηση αντιμετώπισης κάθε φορά που η λέξη «εποικισμός» έρχεται στην επιφάνεια και σπρώχνεται βάναυσα κάτω από το χαλί, για να μη φαίνεται, γιατί ενοχλεί το εύθραυστο και ευάλωτο οικοδόμημα που λέγεται «σύγχρονη Κύπρος». Δεν χρειάζεται άλλα δάκρυα η Αμμόχωστος, ούτε η Κερύνεια ούτε η Μόρφου. Δεν θα είναι εύκολο το μέλλον, αλλά οι επιλογές μας, εδώ που μόνοι μας οδηγήσαμε τα πράγματα, είναι πια ελάχιστες και συγκεκριμένες. Ας διαφυλάξουμε τουλάχιστον μια ελάχιστη υπόμνηση της παρουσίας μας για τα παιδιά μας! Μπορούμε, ο καθείς από μόνος του, παρέα με τη συνείδηση και την αγάπη του για τη γενέθλια γη. Δεν νομίζω ότι η γενιά μου θα επιστρέψει να ζήσει στην Αμμόχωστο, σε αυτό τον ιδανικό κόσμο που σου περιέγραψα προηγουμένως…Ήταν άλλες εποχές που δεν γυρίζουν πίσω. Άλλες θα είναι οι μελλοντικές μας απειλές και θα πρέπει να προετοιμαστούμε. Το να περιμένουμε να ξημερώσει η λύση που θα μας φέρει την ασφάλεια, είναι ουτοπικό σχήμα πια. Ούτε θα μας την φέρουν άλλοι, ούτε θα αλλάξουν τα συμφέροντα και οι συμμαχίες σε τούτο το ταραγμένο κομμάτι του πλανήτη. Αν έχουμε τη θέληση να ζήσουμε σε ένα ειρηνικό νησί θα πρέπει εμείς να το επιδιώξουμε, εμείς να το προτείνουμε, εμείς να συνεργαστούμε και να συμβιβαστούμε εκεί που πρέπει, για να αποφύγουμε την ολέθρια συντριβή.
Φιλελεύθερα, 9.8.2020.