Οι «ουλές» κι όχι τα «μετάλλια» είναι τα πραγματικά παράσημα κι αυτό ο Σταύρος Χριστοδούλου το γνωρίζει καλά. Μπορεί με το δεύτερο κιόλας μυθιστόρημά του να κέρδισε την καταξίωση και δυο ζηλευτές διακρίσεις -το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και προσφάτως το Βραβείο Λογοτεχνίας της ΕΕ- όμως ο δημοσιογράφος και συγγραφέας διαχειρίζεται το επίτευγμα με ηρεμία, απόλυτα προσανατολισμένος στη μοναχική και απαιτητική υπόθεση της γραφής. Το πραγματικό βραβείο, άλλωστε, είναι το κίνητρο και η ευκαιρία για να δημιουργήσουμε ακόμη περισσότερα.
 
– Ποια είναι η σημασία της συγκεκριμένης βράβευσης για σένα; Η συγγραφή είναι μια κατ’ εξοχήν μοναχική υπόθεση. Όταν λοιπόν ολοκληρωθεί και το βιβλίο εκτεθεί στην κρίση των αναγνωστών, μόνο χαρά μπορεί να σημαίνουν τα θετικά σχόλια. Πόσο μάλλον εάν πρόκειται για ένα βραβείο, με ειδικό λογοτεχνικό βάρος, όπως το EUPL. Είναι μεγάλη τιμή λοιπόν, αλλά και μια σπουδαία ευκαιρία για το βιβλίο ν’ αναζητήσει ένα μεγαλύτερο κοινό μέσω της ευκαιρίας που δίδεται για μεταφράσεις.
 
– Αυτές οι διακρίσεις πόσο επηρεάζουν τη φιλοσοφία σου απέναντι στη συγγραφή; Αισθάνεσαι να επιφορτίζεσαι το επιπλέον βάρος των προσδοκιών για τα μελλοντικά σου βιβλία; Κανένα βάρος, πίστεψέ με. Από τότε που μπήκα στην συγγραφική περιπέτεια ήταν ξεκάθαρο μέσα μου ότι το έκανα αποκλειστικά για εμένα. Από μια εσωτερική ανάγκη έκφρασης αν θες κι ας ακούγεται ενδεχομένως κλισέ. Αυτή όμως είναι η αλήθεια. Η φιλοσοφία απέναντι στη συγγραφή και οι όποιες προσδοκίες αντλούν μονάχα από προσωπικά ψυχικά αποθέματα. Τα βραβεία είναι ωραία βεβαίως και δεν έχω κανένα πρόβλημα να παραδεχτώ το κομμάτι της ματαιοδοξίας που μου αναλογεί. Εάν σημαίνουν και ευθύνη; Θα έλεγα πως ναι, υπό την έννοια ότι απαιτείται προσήλωση και συνέπεια εάν δεν θέλεις να είσαι τυχαίος επισκέπτης στον χώρο της λογοτεχνίας.  
 
– Ένιωσες ποτέ ότι θα γραφόταν αλλιώς η προσωπική σου ιστορία αν έπαιρνες την απόφαση να ασχοληθείς νωρίτερα με την πεζογραφία; Απόλαυσα τόσο πολύ την πορεία μου στη δημοσιογραφία που δεν έθεσα ποτέ στον εαυτό μου αυτό το ερώτημα. Ο λόγος που δεν έγραψα ενωρίτερα πεζογραφία ήταν προφανώς επειδή δεν ήμουνα έτοιμος για να το κάνω. Όταν ένιωσα αυτή την ανάγκη, έχοντας κλείσει πια τα 50, μπήκα σε αυτό το δρόμο με ορμή. Με τον ενθουσιασμό του πρωτάρη αλλά και αρκετά υποψιασμένος καθώς είχα διανύσει ήδη αρκετά χιλιόμετρα στη ζωή. Έχει ένα στίχο η Χαρούλα που αγαπώ πολύ: «Όπου και να’ σαι η αγάπη θα σε βρει…». Το ίδιο πιστεύω ισχύει και με τις αγάπες γενικώς.
 
– Τι μπορούμε να αποκαλύψουμε σ’ αυτό το στάδιο για το νέο σου μυθιστόρημα; Ας ξεκινήσουμε από το ότι δεν είναι νουάρ. Πρόκειται για μια αμιγώς κυπριακή ιστορία που έχει τις ρίζες της στο 1974, διατρέχει την μεταπολεμική περίοδο και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο πραγματεύεται τη μνήμη που όπως λέει ο Σεφέρης «όπου και να την αγγίξεις πονεί». Μεγάλο στοίχημα για μένα να γράψω για το κυπριακό τραύμα, απευθυνόμενος στο ευρύτερο ελλαδικό κοινό. 
 
– Ποια μυστικά σου θα μπορούσες να εξομολογηθείς ως προς τη διαδικασία της έρευνας και το χτίσιμο των χαρακτήρων; Δεν είναι ακριβώς μυστικά αλλά μέθοδος. Η οποία συμπίπτει με πολλών άλλων συγγραφέων υποθέτω… Εγώ τουλάχιστον πάντοτε ξεκινώ από μια φράση. Διατηρώ πολλά τετράδια με σκέψεις που γεννιούνται σε ανύποπτο χρόνο. Κάτι από αυτά λοιπόν αποτελεί τον πρώτο σπόρο. Έπειτα γράφω το περίγραμμα της ιστορίας. Επόμενο στάδιο, ίσως και πιο σημαντικό, είναι το κτίσιμο των βασικών χαρακτήρων. Η ιστορική έρευνα ακολουθεί και όταν πλέον έχω μαζέψει όλο το υλικό που χρειάζομαι ξεκινά η συγγραφή. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι κατά κανόνα η αφήγηση αναπτύσσεται εντέλει σε άλλους δρόμους. Οι ήρωες αυτονομούνται και πολλά αλλάζουν στην πορεία. Αυτή όμως είναι και η γοητεία. Ένα ταξίδι που χαράσσεται «επί του εδάφους».
 
– Ποια χαρακτηριστικά σε έναν άνθρωπο- χαρακτήρα και σε μια υπόθεση- ιστορία βρίσκεις αξιοποιήσιμα από λογοτεχνικής σκοπιάς; Οι λεπτομέρειες κυρίως με ερεθίζουν συγγραφικά. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί πχ. κάποιος τα χέρια του ή ακόμα και η χρήση κάποιων λέξεων. Περισσότερο από όλα όμως «αξιοποιώ» τα ψεγάδια τους. Το έχω πει κι άλλοτε ότι μ’ αρέσουν οι άνθρωποι με τις τσαλακωμένες ζωές. Δεν είναι τυχαίο νομίζω ότι εξέδωσα δύο μυθιστορήματα και δεν έχω ούτε ένα ευτυχισμένο ήρωα. Στο τρίτο βιβλίο τα πράγματα είναι ίδια και χειρότερα…
 
– Θα μπορούσες να δεις την κατάσταση της πανδημίας και των παρελκομένων της ως υλικό για ένα μελλοντικό μυθιστόρημα; Οπωσδήποτε αυτή η τρομακτική εμπειρία θα μετουσιωθεί σε τέχνη. Αυτό το θεωρώ νομοτέλεια. Το θέμα είναι πότε. Απαιτείται μια απόσταση από τα γεγονότα για να μπορέσει ο δημιουργός να μπει σε βάθος αλλιώς καταλήγουμε στις αμπελοφιλοσοφίες του Facebook. Εγώ τουλάχιστο έχω αρκετές σημειώσεις στα τετράδια μου. Αισθάνομαι όμως ότι είναι νωρίς για να τις επεξεργαστώ καθώς η εμπειρία είναι ακόμα νωπή.
 
– Η έμπνευση μηρυκάζεται ή ανανεώνεται; Ποια η γνώμη σου επ΄ αυτού; Κατ’ αρχάς δηλώνω απολύτως αδύναμος για να προσδιορίσω τι είναι έμπνευση. Εκείνο που ξέρω είναι ότι ο κάθε συγγραφέας περιστρέφεται γύρω από τις ίδιες έννοιες – έγνοιες που ακουμπούν βαθιά μέσα του. Χωρίς να αναμασά τα ίδια, αλλά με όχημα κάθε φορά μια καινούρια ιστορία προσπαθεί να μιλήσει για πράγματα που του είναι σημαντικά.
 
– «Αρχίζεις κάθε βιβλίο σαν ερασιτέχνης» είχε πει Φίλιπ Ροθ. Σε βρίσκει σύμφωνο αυτό; Δεν θα μπορούσε να ειπωθεί πιο ευθύβολα μια τόσο μεγάλη αλήθεια. Οι κατακτημένες βεβαιότητες είναι για τους ανόητους. Λίγη σεμνότητα δεν έβλαψε ποτέ κανένα. Αυτό, σε συνδυασμό με μια επαρκή παιδεία, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κάθε συγγραφικό εγχείρημα πρέπει να εμπεριέχει την αθωότητα της πρώτης φοράς. 
 
INFO
Το βραβευμένο μυθιστόρημα «Η μέρα που πάγωσε ο ποταμός» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη