Η Άννα της Λευκωσίας, της Καρπασίας, του Βαρωσιού, του Ακάμα -η Άννα που αγάπησε όσο λίγοι την Κύπρο, βαθιά γνώστρια της ιστορίας και του πολιτισμού της- σε μια συνέντευξη, σε μέρες κορωνοϊού, «περπατώντας» νοητά στη δική «της» γη.
Ποια βόλτα σας έχει λείψει πιο πολύ αυτή την περίοδο του εγκλεισμού;
Δύσκολο να απαντήσω, όταν όλο το νησί περνά καθημερινά από τη ζωή και τα όνειρά σου. Μου έχει λείψει το άλλο μισό του τόπου μου. Μου έχει λείψει η παραλία του Αγίου Φίλωνα –του Κρυού, όπως την λένε οι τόπακες. Μια παραλία που δεν έχει σύνορο, αλλά μια απεραντοσύνη που χωράει όλους, ακριβώς όπως η χερσόνησος της Καρπασίας, η άκρη της γης μας. Μου έχει λείψει η χάλκινη η μαρμαροθετημένη παραλία της Νέτας, στη νότια μεριά της Καρπασίας, πέτρες και τερατσιές, ουρανός και θάλασσα ατέλειωτη. Μου λείπει η αγριάδα του Βουφαβέντο, η γλυκύτητα και τα κυκλάμινα της Καντάρας, ο θυμωμένος Χριστός στον τρούλο του Αντιφωνητή, η άσπρη παραλία της Αγίας Ειρήνης, η πέτρα του Λιμνίτη…
Δύσκολο να απαντήσω, όταν όλο το νησί περνά καθημερινά από τη ζωή και τα όνειρά σου. Μου έχει λείψει το άλλο μισό του τόπου μου. Μου έχει λείψει η παραλία του Αγίου Φίλωνα –του Κρυού, όπως την λένε οι τόπακες. Μια παραλία που δεν έχει σύνορο, αλλά μια απεραντοσύνη που χωράει όλους, ακριβώς όπως η χερσόνησος της Καρπασίας, η άκρη της γης μας. Μου έχει λείψει η χάλκινη η μαρμαροθετημένη παραλία της Νέτας, στη νότια μεριά της Καρπασίας, πέτρες και τερατσιές, ουρανός και θάλασσα ατέλειωτη. Μου λείπει η αγριάδα του Βουφαβέντο, η γλυκύτητα και τα κυκλάμινα της Καντάρας, ο θυμωμένος Χριστός στον τρούλο του Αντιφωνητή, η άσπρη παραλία της Αγίας Ειρήνης, η πέτρα του Λιμνίτη…
Αναρωτιέμαι: μήπως ήταν και «τυχερή» η Καρπασία -μέσα στην τραγικότητα της ιστορίας της- που, για πολλά χρόνια μετά το ’74, δεν αναπτύχθηκε τουριστικά, όπως η νότια πλευρά της Κύπρου;
Οξύμωρο σίγουρα. Ποιος όμως το καταλαβαίνει, ποιος σήμερα εκτιμά αυτή την ειλικρίνεια, την αυθεντικότητα, την μοναδικότητα της απαράμιλλης ομορφιάς της Καρπασίας; Καταστρέψαμε και συνεχίζουμε να καταστρέφουμε όλοι -και Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι- βάναυσα και βίαια τον παράλιο χώρο του νησιού μας, κοντόφθαλμα και απερίσκεπτα, χωρίς να έχουμε καταλάβει ποτέ ότι αυτοί που επιλέγουν να μας επισκεφθούν έρχονται για να δουν τις ομορφιές, το τοπίο, τη φιλοξενία και κυρίως τις θάλασσές μας. Σκεφτείτε τι έχουμε θυσιάσει και συνεχίζουμε ασύστολα να θυσιάζουμε… Σκεφτείτε πώς ήταν η μικρή πικρή Κερύνεια και πώς κατάντησε σήμερα, οι θαλασσινές σπηλιές, ο Ακάμας που τον κρατάμε με νύχια και με δόντια από τους «καρχαρίες», η Λεμεσός που ως μωρή παρθένα ανεβαίνει κατακόρυφα και τώρα με όλο αυτό που έχει ενσκήψει στον τόπο μας, όλα αυτά τα κτήρια, τα πανάσχημα, τα αταίριαστα με το περιβάλλον και την ιδιοσυγκρασία μας θα χάσκουν άδεια. Σκεφτείτε μόνο τι είχαμε και τι έχουμε. Μόνη παρηγοριά η ενδοχώρα μας: η Σολιά και η Μαραθάσα, η Πιτσιλιά και τα βουνά και τα χωριά του Τροόδους. Και η Καρπασία.
Οξύμωρο σίγουρα. Ποιος όμως το καταλαβαίνει, ποιος σήμερα εκτιμά αυτή την ειλικρίνεια, την αυθεντικότητα, την μοναδικότητα της απαράμιλλης ομορφιάς της Καρπασίας; Καταστρέψαμε και συνεχίζουμε να καταστρέφουμε όλοι -και Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι- βάναυσα και βίαια τον παράλιο χώρο του νησιού μας, κοντόφθαλμα και απερίσκεπτα, χωρίς να έχουμε καταλάβει ποτέ ότι αυτοί που επιλέγουν να μας επισκεφθούν έρχονται για να δουν τις ομορφιές, το τοπίο, τη φιλοξενία και κυρίως τις θάλασσές μας. Σκεφτείτε τι έχουμε θυσιάσει και συνεχίζουμε ασύστολα να θυσιάζουμε… Σκεφτείτε πώς ήταν η μικρή πικρή Κερύνεια και πώς κατάντησε σήμερα, οι θαλασσινές σπηλιές, ο Ακάμας που τον κρατάμε με νύχια και με δόντια από τους «καρχαρίες», η Λεμεσός που ως μωρή παρθένα ανεβαίνει κατακόρυφα και τώρα με όλο αυτό που έχει ενσκήψει στον τόπο μας, όλα αυτά τα κτήρια, τα πανάσχημα, τα αταίριαστα με το περιβάλλον και την ιδιοσυγκρασία μας θα χάσκουν άδεια. Σκεφτείτε μόνο τι είχαμε και τι έχουμε. Μόνη παρηγοριά η ενδοχώρα μας: η Σολιά και η Μαραθάσα, η Πιτσιλιά και τα βουνά και τα χωριά του Τροόδους. Και η Καρπασία.
Στις βόλτες του μυαλού σας πού ανατρέχετε αυτές τις μέρες;
Παντού, σε όλο το νησί, σε παραλίες, σε δάση, σε βουνά, σε κάστρα, στον Πενταδάκτυλο κυρίως… Σκέφτομαι πόσα άλλα έχω να μάθω, πόσα θα ήθελα ακόμη να γράψω… Σκέφτομαι τη χαρά που μου πρόσφεραν τα δυο βιβλία μου που κυκλοφόρησαν πρόσφατα. Αυτό της Λευκωσίας και αυτό της Καρπασίας. Σκέφτομαι τι πολύτιμο δώρο ήταν! Η εμπειρία της συγγραφής, οι μοναξιές των βιβλιοθηκών, οι κουβέντες και οι συζητήσεις, τα προσχέδια, ο προγραμματισμός, οι βόλτες, τα ταξίδια, οι γνωριμίες, οι ανακαλύψεις, η εκτύπωση στην Αθήνα, οι περιπέτειες. Μα, πάνω απ’ όλα, η παρέα με τους ανθρώπους που μοιράστηκαν μαζί μου αυτά τα περπατήματα: δυο Βαρωσιώτες, δυο διαφορετικοί άνθρωποι, ο Γιώργος Πανταζής και ο Πέτρος Φιάκκας, φίλοι, συνοδοιπόροι, ταξιδευτές του ονείρου αμφότεροι. Το να γράφεις ένα βιβλίο δεν είναι μοναχική υπόθεση. Κάθε άλλο. Είναι το μοίρασμα, το ταξίδι, η φιλία και η αγωνιώδης αναμονή του αποτελέσματος.
Παντού, σε όλο το νησί, σε παραλίες, σε δάση, σε βουνά, σε κάστρα, στον Πενταδάκτυλο κυρίως… Σκέφτομαι πόσα άλλα έχω να μάθω, πόσα θα ήθελα ακόμη να γράψω… Σκέφτομαι τη χαρά που μου πρόσφεραν τα δυο βιβλία μου που κυκλοφόρησαν πρόσφατα. Αυτό της Λευκωσίας και αυτό της Καρπασίας. Σκέφτομαι τι πολύτιμο δώρο ήταν! Η εμπειρία της συγγραφής, οι μοναξιές των βιβλιοθηκών, οι κουβέντες και οι συζητήσεις, τα προσχέδια, ο προγραμματισμός, οι βόλτες, τα ταξίδια, οι γνωριμίες, οι ανακαλύψεις, η εκτύπωση στην Αθήνα, οι περιπέτειες. Μα, πάνω απ’ όλα, η παρέα με τους ανθρώπους που μοιράστηκαν μαζί μου αυτά τα περπατήματα: δυο Βαρωσιώτες, δυο διαφορετικοί άνθρωποι, ο Γιώργος Πανταζής και ο Πέτρος Φιάκκας, φίλοι, συνοδοιπόροι, ταξιδευτές του ονείρου αμφότεροι. Το να γράφεις ένα βιβλίο δεν είναι μοναχική υπόθεση. Κάθε άλλο. Είναι το μοίρασμα, το ταξίδι, η φιλία και η αγωνιώδης αναμονή του αποτελέσματος.
Τη Λευκωσία την ξέρετε καλά… Γι’ αυτό και το «Περπατώντας στις όχθες του Πεδιαίου ποταμού»;
Το «Περπατώντας» της Λευκωσίας βγήκε μέσα από εμπειρίες πραγματικές, από ιστορίες που ζήσαμε σε εκείνα τα μοναδικά χρόνια της δημαρχίας του Λέλλου Δημητριάδη. Η επιλογή του Πεδιαίου ποταμού και του τίτλου του βιβλίου «Περπατώντας στις όχθες του Πεδιαίου ποταμού» δεν ήταν καθόλου τυχαία. Τι είναι ο Πεδιαίος, παρά η αρχή της πόλης μας – όπου νερό και ζωή. Και η Λευκωσία είχε ένα ποταμό, είχε γεφύρια, είχε αγορές, η ζωή της γύρναγε γύρω από το υδάτινο στοιχείο. Όταν κόπηκε ο ποταμός από τη ζωή της πόλης, έργο του ασυγχώρητου Ενετού που έφτιαξε το νέο μας τείχος, ξαφνικά η Λευκωσία «μαράζωσε», έχασε αυτό που είχαν όλες οι άλλες πόλεις της Κύπρου.
Το «Περπατώντας» της Λευκωσίας βγήκε μέσα από εμπειρίες πραγματικές, από ιστορίες που ζήσαμε σε εκείνα τα μοναδικά χρόνια της δημαρχίας του Λέλλου Δημητριάδη. Η επιλογή του Πεδιαίου ποταμού και του τίτλου του βιβλίου «Περπατώντας στις όχθες του Πεδιαίου ποταμού» δεν ήταν καθόλου τυχαία. Τι είναι ο Πεδιαίος, παρά η αρχή της πόλης μας – όπου νερό και ζωή. Και η Λευκωσία είχε ένα ποταμό, είχε γεφύρια, είχε αγορές, η ζωή της γύρναγε γύρω από το υδάτινο στοιχείο. Όταν κόπηκε ο ποταμός από τη ζωή της πόλης, έργο του ασυγχώρητου Ενετού που έφτιαξε το νέο μας τείχος, ξαφνικά η Λευκωσία «μαράζωσε», έχασε αυτό που είχαν όλες οι άλλες πόλεις της Κύπρου.
Νομίζω πως είναι «διαφορετική» η Λευκωσία από άλλες πόλεις της Κύπρου. Σαν να έχει μια μελαγχολία…
Θα σας πω. Η Λευκωσία και ο κόσμος κρύβουν την ανασφάλειά τους πίσω από το γεροδεμένο τείχος των Ενετών και ναι, κρύβουν μια μελαγχολία που οι άλλες πόλεις μας δεν έχουν. Έχει όμως και κρυφές χαρές η Χώρα, κρυμμένες, που για να τις δεις πρέπει να κοπιάσεις, να περπατήσεις με ορθάνοιχτα μάτια, κοιτώντας πάντα προς τα πάνω. Εκεί θα καταλάβεις την αρχοντιά της πόλης. Με τον Γιώργο Πανταζή περπατήσαμε από τον Άγιο Αντρέα στον Τακτακαλά και από την Πύλη της Πάφου μέχρι την Πύλη της Αμμοχώστου, περπατήσαμε τις δυο όχθες του Πεδιαίου ποταμού. Ποδά τζαι ποτζεί, όπως καταγράφεται τούτος ο φοβερός διαχωρισμός στο βιβλίο. Ξεκινούσαμε με το πρωινό φως, εκείνος με τη φωτογραφική, εγώ με το σημειωματάριο μου. Φωτογραφίζαμε παράθυρα κλειστά, σκαλισμένους πωρόλιθους, λεπτομέρειες σπιτιών, με σταθμούς στις τυρόπιτες του Χαρικέιν, στα παγωτά του Ηράκλη, στον Ματθαίο στη Φανερωμένη. Διασχίσαμε τον ποταμό, ώρες κάτω από τον θόλο της Οδηγήτριας, στο προαύλιο της μέγιστης Αγίας Σοφίας, είδαμε θυρεούς οικογενειών, τάφους με τουρμπάνια, διαβάσαμε για τους δερβίσηδες, καθίσαμε στη αυλή του βιβλιοπωλείου του Ρουστέμ με το φως του μεσημεριού, ήπιαμε αϊράνι στα σοκάκια γύρω από το χαμάμ του Ταντί και με το σούρουπο γυρίζαμε στην απ’ εδώ μεριά. Μέρες απίστευτης χαράς και λύπης – μόνο έτσι καταλαβαίνεις και συναισθάνεσαι από πού είσαι και πού πηγαίνεις.
Θα σας πω. Η Λευκωσία και ο κόσμος κρύβουν την ανασφάλειά τους πίσω από το γεροδεμένο τείχος των Ενετών και ναι, κρύβουν μια μελαγχολία που οι άλλες πόλεις μας δεν έχουν. Έχει όμως και κρυφές χαρές η Χώρα, κρυμμένες, που για να τις δεις πρέπει να κοπιάσεις, να περπατήσεις με ορθάνοιχτα μάτια, κοιτώντας πάντα προς τα πάνω. Εκεί θα καταλάβεις την αρχοντιά της πόλης. Με τον Γιώργο Πανταζή περπατήσαμε από τον Άγιο Αντρέα στον Τακτακαλά και από την Πύλη της Πάφου μέχρι την Πύλη της Αμμοχώστου, περπατήσαμε τις δυο όχθες του Πεδιαίου ποταμού. Ποδά τζαι ποτζεί, όπως καταγράφεται τούτος ο φοβερός διαχωρισμός στο βιβλίο. Ξεκινούσαμε με το πρωινό φως, εκείνος με τη φωτογραφική, εγώ με το σημειωματάριο μου. Φωτογραφίζαμε παράθυρα κλειστά, σκαλισμένους πωρόλιθους, λεπτομέρειες σπιτιών, με σταθμούς στις τυρόπιτες του Χαρικέιν, στα παγωτά του Ηράκλη, στον Ματθαίο στη Φανερωμένη. Διασχίσαμε τον ποταμό, ώρες κάτω από τον θόλο της Οδηγήτριας, στο προαύλιο της μέγιστης Αγίας Σοφίας, είδαμε θυρεούς οικογενειών, τάφους με τουρμπάνια, διαβάσαμε για τους δερβίσηδες, καθίσαμε στη αυλή του βιβλιοπωλείου του Ρουστέμ με το φως του μεσημεριού, ήπιαμε αϊράνι στα σοκάκια γύρω από το χαμάμ του Ταντί και με το σούρουπο γυρίζαμε στην απ’ εδώ μεριά. Μέρες απίστευτης χαράς και λύπης – μόνο έτσι καταλαβαίνεις και συναισθάνεσαι από πού είσαι και πού πηγαίνεις.
Άλλαξε πια, νομίζετε, η πόλη και οι άνθρωποί της, κυρία Μαραγκού;
Η πόλη σίγουρα άλλαξε, απέκτησε άλλη μορφή, γέμισε τσιμέντο, θόρυβο και ασχήμια… Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως, ενδόμυχα, παραμένουν πιστοί στις πρώτες τους αγάπες και όποιος είναι γέννημα-θρέμμα της παλιάς Λευκωσίας, μπορεί να απομακρύνεται στιγμιαία, αλλά εκεί στον Τρυπιώτη θα πάει να ανάψει κερί και στον Άγιο Αντώνιο θα βαφτίσει το εγγόνι του.
Η πόλη σίγουρα άλλαξε, απέκτησε άλλη μορφή, γέμισε τσιμέντο, θόρυβο και ασχήμια… Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως, ενδόμυχα, παραμένουν πιστοί στις πρώτες τους αγάπες και όποιος είναι γέννημα-θρέμμα της παλιάς Λευκωσίας, μπορεί να απομακρύνεται στιγμιαία, αλλά εκεί στον Τρυπιώτη θα πάει να ανάψει κερί και στον Άγιο Αντώνιο θα βαφτίσει το εγγόνι του.
Είναι διαφορετική η αφετηρία του βιβλίου σας για την Καρπασία;
Το βιβλίο για την Καρπασία «Περπατώντας στην άκρη της γης μας» γράφεται στο μυαλό μου εδώ και χρόνια. Μια έλξη για την χερσόνησο, μια αγάπη για τον κόσμο που παραμένει και υπομένει, ένας θαυμασμός για το κάλλος της φύσης ήταν πάντα στην ψυχή μου. Θυμάμαι τον Κώστα Κύρρη, όταν μου χάρισε σε ανύποπτο χρόνο το βιβλίο του για τα χειρόγραφα της Κανακαριάς. Θυμάμαι το σπίτι του στην Αγλαντζιά, ένα σπίτι που είχε μόνο βιβλία, στοιβαγμένα σε βιβλιοθήκες, χάμω, σε ντουλάπια, σε τραπέζια. Μου μίλησε για τα έγγραφα και την τεράστια σημασία τους, για τις αλήθειες της ιστορίας. Φύλαξα το πολύτιμο βιβλίο του και όταν ήρθε η ώρα, κατάλαβα, φυλλομετρώντας το, ότι τίποτα στην ιστορία δεν είναι μαύρο και άσπρο. Προσκέφαλό μου τα βιβλία που μας άφησε η σουηδική αποστολή που έκανε ανασκαφές στην Καρπασία το 1928. Οι ξανθοί Σουηδοί μαγεύτηκαν από τη γη της Καρπασίας, καταγράψανε όχι μόνο τα των ανασκαφών τους, αλλά περιέγραψαν την παραμονή τους, τις γνωριμίες τους, τις διαφορές και τις ομοιότητες των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκύπριων. Μοναδικές καταγραφές που εξυμνούν τη χερσόνησο και το κάλλος της. Ταξιδέψαμε με τον συνοδοιπόρο μου, τον Πέτρο Φιάκκα, χειμώνα, καλοκαίρι, άνοιξη και φθινόπωρο, σε τούτο το σπάνιο κομμάτι του τόπου μας. Κάθε φορά που αφήναμε πίσω μας τη Σαλαμίνα και φτάναμε στο ακρωτήριο Ελαία και το Μπογάζι, στο ύψωμα ο Αηλιάς, απέναντι το κρυφό λιμανάκι και το Καστρούλι, βάλσαμο και ευτυχία. Ταξιδέψαμε, ανακαλύψαμε παραλίες απάτητες, δώρα και εφόδια ζωής, ο ουρανός και η θάλασσα και η απόλυτη σιωπή. Μελετήσαμε τοπωνύμια, ανεβήκαμε παρέα με Καρπασίτες στα άγνωστα κάστρα της, περπατήσαμε ώρες, μέρες, ανακαλύπτοντας και αποτυπώνοντας στο χαρτί και στο μυαλό το κάλλος της φύσης. Σταματήσαμε σε ερείπια ξεχασμένων ιερών τόπων, χαθήκαμε σε μονοπάτια αοράτων και μοιραστήκαμε με τους Καρπασίτες τη ζωή, τις έγνοιες, τον πόνο, αλλά και την παρουσία της ελπίδας. Το Καρπάσι βιώνει με διαφορετικό τρόπο την ζωή… Αυτό που γευτήκαμε εμείς εδώ και ένα μήνα, το βιώνουν οι Καρπασίτες 45 χρόνια… Και παραμένουν ερωτευμένοι με τη γη, την ιστορία και την παράδοσή της. Και αναμένουν.
Το βιβλίο για την Καρπασία «Περπατώντας στην άκρη της γης μας» γράφεται στο μυαλό μου εδώ και χρόνια. Μια έλξη για την χερσόνησο, μια αγάπη για τον κόσμο που παραμένει και υπομένει, ένας θαυμασμός για το κάλλος της φύσης ήταν πάντα στην ψυχή μου. Θυμάμαι τον Κώστα Κύρρη, όταν μου χάρισε σε ανύποπτο χρόνο το βιβλίο του για τα χειρόγραφα της Κανακαριάς. Θυμάμαι το σπίτι του στην Αγλαντζιά, ένα σπίτι που είχε μόνο βιβλία, στοιβαγμένα σε βιβλιοθήκες, χάμω, σε ντουλάπια, σε τραπέζια. Μου μίλησε για τα έγγραφα και την τεράστια σημασία τους, για τις αλήθειες της ιστορίας. Φύλαξα το πολύτιμο βιβλίο του και όταν ήρθε η ώρα, κατάλαβα, φυλλομετρώντας το, ότι τίποτα στην ιστορία δεν είναι μαύρο και άσπρο. Προσκέφαλό μου τα βιβλία που μας άφησε η σουηδική αποστολή που έκανε ανασκαφές στην Καρπασία το 1928. Οι ξανθοί Σουηδοί μαγεύτηκαν από τη γη της Καρπασίας, καταγράψανε όχι μόνο τα των ανασκαφών τους, αλλά περιέγραψαν την παραμονή τους, τις γνωριμίες τους, τις διαφορές και τις ομοιότητες των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκύπριων. Μοναδικές καταγραφές που εξυμνούν τη χερσόνησο και το κάλλος της. Ταξιδέψαμε με τον συνοδοιπόρο μου, τον Πέτρο Φιάκκα, χειμώνα, καλοκαίρι, άνοιξη και φθινόπωρο, σε τούτο το σπάνιο κομμάτι του τόπου μας. Κάθε φορά που αφήναμε πίσω μας τη Σαλαμίνα και φτάναμε στο ακρωτήριο Ελαία και το Μπογάζι, στο ύψωμα ο Αηλιάς, απέναντι το κρυφό λιμανάκι και το Καστρούλι, βάλσαμο και ευτυχία. Ταξιδέψαμε, ανακαλύψαμε παραλίες απάτητες, δώρα και εφόδια ζωής, ο ουρανός και η θάλασσα και η απόλυτη σιωπή. Μελετήσαμε τοπωνύμια, ανεβήκαμε παρέα με Καρπασίτες στα άγνωστα κάστρα της, περπατήσαμε ώρες, μέρες, ανακαλύπτοντας και αποτυπώνοντας στο χαρτί και στο μυαλό το κάλλος της φύσης. Σταματήσαμε σε ερείπια ξεχασμένων ιερών τόπων, χαθήκαμε σε μονοπάτια αοράτων και μοιραστήκαμε με τους Καρπασίτες τη ζωή, τις έγνοιες, τον πόνο, αλλά και την παρουσία της ελπίδας. Το Καρπάσι βιώνει με διαφορετικό τρόπο την ζωή… Αυτό που γευτήκαμε εμείς εδώ και ένα μήνα, το βιώνουν οι Καρπασίτες 45 χρόνια… Και παραμένουν ερωτευμένοι με τη γη, την ιστορία και την παράδοσή της. Και αναμένουν.
Γνωρίζοντάς σας, να υποθέσω πως οι μέρες της καραντίνας σάς «προετοιμάζουν» για ένα νέο -επίσης συναρπαστικό- βιβλίο;
Οι μέρες της καραντίνας μού έχουν δώσει την ευκαιρία να ξαναμαζέψω υλικό για ένα νέο βιβλίο που θα μας περπατήσει σε γνώριμους και αγαπημένους τόπους, σε πόλεις της σιωπής και της λήθης, σε πόλεις άλλες, παράλιες, αγαπημένες που με μεγάλωσαν. Ξέρετε, μου λείπουν πολύ οι περίπατοι του Historic Cyprus… Αυτές οι περιηγήσεις στην κατεχόμενη γη μας. Εμπειρίες, γνωριμίες, παρέα με την ιστορία, με κουβέντα με παραμυθιάσματα.
Οι μέρες της καραντίνας μού έχουν δώσει την ευκαιρία να ξαναμαζέψω υλικό για ένα νέο βιβλίο που θα μας περπατήσει σε γνώριμους και αγαπημένους τόπους, σε πόλεις της σιωπής και της λήθης, σε πόλεις άλλες, παράλιες, αγαπημένες που με μεγάλωσαν. Ξέρετε, μου λείπουν πολύ οι περίπατοι του Historic Cyprus… Αυτές οι περιηγήσεις στην κατεχόμενη γη μας. Εμπειρίες, γνωριμίες, παρέα με την ιστορία, με κουβέντα με παραμυθιάσματα.
Μου μιλάτε πάντως τόση ώρα για την Κύπρο, σαν να είναι το ωραιότερο μέρος του κόσμου!
Μα, είναι. Εκτιμώ και αγαπώ τον τόπο μου γιατί ξέρω από πού έχει περάσει, ξέρω την απίστευτή του δύναμη και τα δεινά που έχει αντιμετωπίσει διαχρονικά. Πολλές φορές, διερωτώμαι τι είναι αυτό που μας έχει κρατήσει στον χάρτη όλους αυτούς τους αιώνες. Ο Λέλλος έλεγε πάντα ότι είναι «το κοκαλάκι του πουπούξιου» που μας προστατεύει. Δεν ξέρω για το κοκαλάκι, αλλά διαβάζοντας τις αλήθειες της ιστορίας, υπάρχει μια λέξη που ίσως δίνει εξηγήσεις. Η «νούσιμη» συμπεριφορά, η αντίληψη του μεγέθους και της πραγματικότητας, που έχει μεγάλη διαφορά από αυτό που συχνά ακούμε να λέγεται: «σιώπα να περάσουμε». Είναι δύναμη και θέλει σύνεση η αναγνώριση της πραγματικότητας! Αντέξαμε τόσα χρόνια, πέρασαν από τον τόπο οι πάντες, και ναι, σήμερα μιλάμε ακόμη ελληνικά -ίσως την πιο αυτούσια εκδοχή της ελληνικής γλώσσας- και είμαστε ακόμη χριστιανοί ορθόδοξοι….
Μα, είναι. Εκτιμώ και αγαπώ τον τόπο μου γιατί ξέρω από πού έχει περάσει, ξέρω την απίστευτή του δύναμη και τα δεινά που έχει αντιμετωπίσει διαχρονικά. Πολλές φορές, διερωτώμαι τι είναι αυτό που μας έχει κρατήσει στον χάρτη όλους αυτούς τους αιώνες. Ο Λέλλος έλεγε πάντα ότι είναι «το κοκαλάκι του πουπούξιου» που μας προστατεύει. Δεν ξέρω για το κοκαλάκι, αλλά διαβάζοντας τις αλήθειες της ιστορίας, υπάρχει μια λέξη που ίσως δίνει εξηγήσεις. Η «νούσιμη» συμπεριφορά, η αντίληψη του μεγέθους και της πραγματικότητας, που έχει μεγάλη διαφορά από αυτό που συχνά ακούμε να λέγεται: «σιώπα να περάσουμε». Είναι δύναμη και θέλει σύνεση η αναγνώριση της πραγματικότητας! Αντέξαμε τόσα χρόνια, πέρασαν από τον τόπο οι πάντες, και ναι, σήμερα μιλάμε ακόμη ελληνικά -ίσως την πιο αυτούσια εκδοχή της ελληνικής γλώσσας- και είμαστε ακόμη χριστιανοί ορθόδοξοι….
Αυτό το «νούσιμο» υφίσταται ακόμη;
Παρά τα δεινά, τον πόλεμο πριν μισό αιώνα, την πρόσφατη οικονομική καταστροφή του ‘13, απολέσαμε φαίνεται ό,τι «νούσιμο» μας χαρακτήριζε. Χάσαμε το μέτρο, ξεχάσαμε το μέγεθος γιατί γλυκαθήκαμε στη γεύση της πρόσκαιρης, επίπλαστης και εύκολης ευδαιμονίας. Ξεχάσαμε και περιφρονήσαμε τι είχαμε και επιλέξαμε συνειδητά τα μεγάλα και υπερμεγέθη, τα εντυπωσιακά και τα ξενόφερτα. Πύργους η Λεμεσός και η Πάφος, ως Μιάμι και Ντουμπάι, ξεχνώντας ότι εκεί κτίζουν επάνω σε άμμο, ενώ εδώ πάνω στους ιερούς κήπους της Αφροδίτης…
Παρά τα δεινά, τον πόλεμο πριν μισό αιώνα, την πρόσφατη οικονομική καταστροφή του ‘13, απολέσαμε φαίνεται ό,τι «νούσιμο» μας χαρακτήριζε. Χάσαμε το μέτρο, ξεχάσαμε το μέγεθος γιατί γλυκαθήκαμε στη γεύση της πρόσκαιρης, επίπλαστης και εύκολης ευδαιμονίας. Ξεχάσαμε και περιφρονήσαμε τι είχαμε και επιλέξαμε συνειδητά τα μεγάλα και υπερμεγέθη, τα εντυπωσιακά και τα ξενόφερτα. Πύργους η Λεμεσός και η Πάφος, ως Μιάμι και Ντουμπάι, ξεχνώντας ότι εκεί κτίζουν επάνω σε άμμο, ενώ εδώ πάνω στους ιερούς κήπους της Αφροδίτης…
Φοβάστε το επόμενο στάδιο;
Έχω μια μικρή ελπίδα ότι ο κορωνοϊός ίσως κάμει τη διαφορά. Αυτός ο εγκλεισμός, η απώλεια και το χάος στην οικονομία -και ιδιαίτερα στην τουριστική βιομηχανία- η ξαφνική αλλαγή στη ζωή μας, ίσως επιφέρει αυτό που ενδόμυχα θα πρέπει να αποζητούμε όλοι. Μια διαφοροποίηση της στάσης ζωής, του τρόπου του βίου μας, της καταναλωτικής μας φρενίτιδας, της απαξίωσής μας για τα ιερά και τα όσια τούτου του τόπου που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο απλός κόσμος, το περιβάλλον και η ιστορία. Ίσως αυτή η πανδημία να μας ελευθερώσει και να μας απαλλάξει από την οδό που ναρκωμένοι και ζαλισμένοι οδεύαμε για χρόνια, χωρίς ίχνος συνειδητοποίησης των δεινών που θα ακολουθούσαν.
Έχω μια μικρή ελπίδα ότι ο κορωνοϊός ίσως κάμει τη διαφορά. Αυτός ο εγκλεισμός, η απώλεια και το χάος στην οικονομία -και ιδιαίτερα στην τουριστική βιομηχανία- η ξαφνική αλλαγή στη ζωή μας, ίσως επιφέρει αυτό που ενδόμυχα θα πρέπει να αποζητούμε όλοι. Μια διαφοροποίηση της στάσης ζωής, του τρόπου του βίου μας, της καταναλωτικής μας φρενίτιδας, της απαξίωσής μας για τα ιερά και τα όσια τούτου του τόπου που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο απλός κόσμος, το περιβάλλον και η ιστορία. Ίσως αυτή η πανδημία να μας ελευθερώσει και να μας απαλλάξει από την οδό που ναρκωμένοι και ζαλισμένοι οδεύαμε για χρόνια, χωρίς ίχνος συνειδητοποίησης των δεινών που θα ακολουθούσαν.
Νομίζετε πως είμαστε πολύ κοντά στη διχοτόμηση πια;
Αυτό ζούμε τώρα. Εκείνοι εκεί, εμείς εδώ. Δεν ξέρω αν είναι πρόβα τζενεράλε της διχοτόμησης και πόσους από μας τρομάζει αυτή η προοπτική. Απεύχομαι και συνεχίζω να πιστεύω ότι θα ήταν ολέθριο σφάλμα, γιατί μία είναι η Κύπρος και ένας ο πολιτισμός της και ο λαός της. Οι Τουρκοκύπριοι και εμείς έχουμε πάρα πολλά κοινά στοιχεία και θα μπορούσαμε να συμβιώσουμε, αν αυτό ήταν μέσα στα σχέδια της παιδείας μας και βέβαια μέσα στα σχέδια των πολιτικών μας. Οι Τουρκοκύπριοι δεν πρόκειται να επανέλθουν σε ένα ενιαίο κράτος, ούτε μπορούμε να ελπίζουμε σε μια επιστροφή στα παλιά. Ούτε θα πρέπει να το θέλουμε. Πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το μέλλον, πρέπει να προετοιμάσουμε αυτή τη φορά τα παιδιά μας σωστά. Το «δεν ξεχνώ» απέτυχε – δεν μπορείς να ξεχάσεις κάτι που δεν ξέρεις! Στη γραμματική λέγεται σχήμα πρωθύστερο. Με αυτό τον τρόπο μεγαλώσαμε μια γενιά που νομίζει ότι η Κύπρος ξεκινά από τα Λατσιά και καταλήγει στην Πάφο.
Αυτό ζούμε τώρα. Εκείνοι εκεί, εμείς εδώ. Δεν ξέρω αν είναι πρόβα τζενεράλε της διχοτόμησης και πόσους από μας τρομάζει αυτή η προοπτική. Απεύχομαι και συνεχίζω να πιστεύω ότι θα ήταν ολέθριο σφάλμα, γιατί μία είναι η Κύπρος και ένας ο πολιτισμός της και ο λαός της. Οι Τουρκοκύπριοι και εμείς έχουμε πάρα πολλά κοινά στοιχεία και θα μπορούσαμε να συμβιώσουμε, αν αυτό ήταν μέσα στα σχέδια της παιδείας μας και βέβαια μέσα στα σχέδια των πολιτικών μας. Οι Τουρκοκύπριοι δεν πρόκειται να επανέλθουν σε ένα ενιαίο κράτος, ούτε μπορούμε να ελπίζουμε σε μια επιστροφή στα παλιά. Ούτε θα πρέπει να το θέλουμε. Πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το μέλλον, πρέπει να προετοιμάσουμε αυτή τη φορά τα παιδιά μας σωστά. Το «δεν ξεχνώ» απέτυχε – δεν μπορείς να ξεχάσεις κάτι που δεν ξέρεις! Στη γραμματική λέγεται σχήμα πρωθύστερο. Με αυτό τον τρόπο μεγαλώσαμε μια γενιά που νομίζει ότι η Κύπρος ξεκινά από τα Λατσιά και καταλήγει στην Πάφο.
Οι αντοχές σας δεν έχουν αλλάξει πια, μεγαλώνοντας; Δεν έχετε «κουραστεί» να σας αποκαλούν κάποιοι -ακραίοι- «συμβιβασμένη», «φίλη των Τούρκων»;
Οι αντοχές μου μπορεί να έχουν αλλάξει, αλλά αυτό οφείλεται σε αρθρίτιδες και άλλα τινά… Οι κατηγορίες, τα εύκολα επίθετα δεν με αφορούν, ούτε με πτοούν. Δικαίωμά τους. Δικαίωμα και καθήκον δικό μου είναι να αγαπώ και να γνοιάζομαι για όλο μου τον τόπο. Σ’ όποιον αρέσει!
Οι αντοχές μου μπορεί να έχουν αλλάξει, αλλά αυτό οφείλεται σε αρθρίτιδες και άλλα τινά… Οι κατηγορίες, τα εύκολα επίθετα δεν με αφορούν, ούτε με πτοούν. Δικαίωμά τους. Δικαίωμα και καθήκον δικό μου είναι να αγαπώ και να γνοιάζομαι για όλο μου τον τόπο. Σ’ όποιον αρέσει!
Info: Τα βιβλία της Άννας Μαραγκού «Περπατώντας στις όχθες του Πεδιαίου Ποταμού» (με φωτογραφίες του Γιώργου Πανταζή) και «Περπατώντας στην άκρη της γης μας» (με φωτογραφίες του Πέτρου Φιάκκα) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό».
Φιλελεύθερα, 26.4.2020.