Θυμάται τα περβόλια του παππού της στην Περιστερώνα, τη ζωή στους θύλακες, την αντιπαράθεση με τον ποιητή πατέρα της. Η Τουρκοκύπρια ποιήτρια μιλά για τους «Απαγορευμένους Κήπους» της ζωής της και για το πώς είναι να ζεις μια ζωή ποιητική.
Συναντηθήκαμε στο διαμέρισμά της στην Ακρόπολη αρχές του Μάρτη, όταν εμφανίστηκαν τα πρώτα περιστατικά με κορωνοϊό στην Κύπρο, τότε που ακόμη δεν είχαμε κλειστεί στα σπίτια μας. Αποφύγαμε τη χειραψία, ωστόσο η Νεσιέ Γιασίν με υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο στον λιτό και ζεστό της χώρο. Ανάμεσα στα έργα τέχνης που βλέπω στους τοίχους, ξεχωρίζει ένα της φίλης της, εικαστικού Χαράς Σαββίδου, το οποίο επέλεξε για το εξώφυλλο της νέας της ποιητικής συλλογής «Απαγορευμένοι Κήποι», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Βακχικόν. Οι περισσότεροι τη γνωρίσαμε μέσα από τους στίχους του ποιήματός της «Ποιο μισό», που μελοποίησε ο Μάριος Τόκας. Κόρη του Τουρκοκύπριου ποιητή Οζκέρ Γιασίν, η Νεσιέ διδάσκει γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και γράφει κάθε εβδομάδα στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα Γενί Ντουζέν.
– Ποιο είναι το πιο σημαντικό πράγμα που έχετε μάθει αυτές τις μέρες του εγκλεισμού; Συνειδητοποίησα ακόμα μια φορά πόσο εύκολα μπορούν να ανατραπούν τα πάντα στη ζωή μας και πόσο εύθραυστοι και ευάλωτοι είμαστε. O Ηράκλειτος έχει πει ότι δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι για δεύτερη φορά. Επίσης είμαστε υπεύθυνοι ο καθένας για τη ζωή του άλλου.
– Πόσο έχει αλλάξει η καθημερινότητά σας; Είμαι άτομο που ξοδεύει πολύ χρόνο σε εσωτερικούς χώρους. Αυτός είναι ένας τρόπος ζωής για τους περισσότερους συγγραφείς, αλλά συνηθίζω επίσης να πηγαίνω στα καφέ για να γράψω. Η φυσική παρουσία των άλλων μου δίνει ενέργεια. Μου λείπει η περιπλάνηση στην πόλη και οι βόλτες μου στη φύση. Όταν χάνεις κάτι, συνειδητοποιείς πόσο πολύτιμο ήταν. Το τραύμα που βιώνω αυτή την περίοδο μου θυμίζει το κέρφιου που επιβλήθηκε το 1974 και κάποιες άλλες προσωπικές δύσκολες περιόδους. Ελπίζω ότι όλα θα τελειώσουν σύντομα.
– Ο πατέρας σας Οζκιέρ Γιασίν και ο αδελφός σας Μεχμέτ είναι ποιητές. Θα λέγατε πως η ποίηση ήταν μονόδρομος για σας;Πώς μπήκε στη ζωή σας; Νιώθω ότι η ποίηση ήταν της μοίρας μου. Δεν θυμάμαι ποια στιγμή αποφάσισα να γίνω ποιήτρια, απλώς έγινε. Το σπίτι μας ήταν ένα σπίτι με ποίηση. Ο πατέρας μου ήταν ποιητής, έγραφε ποιήματα και είχε ένα βιβλιοπωλείο. Γνώριζε πολλά ποιήματα τα οποία απάγγελλε από στήθους, μεγάλωσα ακούγοντας δικά του ποιήματα αλλά και του Ναζίμ Χικμέτ. Ταξίδεψα πολλές φορές μαζί του στην Ισταμπούλ, όπου πήγαινε για να προμηθευτεί βιβλία για το βιβλιοπωλείο του. Εκεί συναντούσε τους φίλους του, έτσι γνώρισα κι εγώ μερικούς Τούρκους ποιητές.
– Πού γεννηθήκατε, σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Πέρασα την παιδική μου ηλικία στην Περιστερώνα, αλλά μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1963 μετακομίσαμε στη Λευκωσία. Μεγάλωσα στη Λευκωσία, στους θύλακες. Μετά το 1967 μπορούσαμε να πάμε στα περβόλια μας στην Περιστερώνα. Όμως ποτέ δεν γυρίσαμε πίσω στο σπίτι μας, που λεηλατήθηκε και καταστράφηκε. Από το περβόλι του παππού μου μπορούσαμε να δούμε το χωριό από μακριά, και το σπίτι μας που στεκόταν εκεί σαν μνημείο θλίψης.
– Ποιες είναι οι πιο έντονες μνήμες σας από εκείνα τα χρόνια; Το 1963, η μητέρα μου και μέλη της οικογένειάς μου μεταφέρθηκαν με τη συνοδεία μαχητών της ΕΟΚΑ στην κλινική για να γεννήσει τον αδελφό μου. Γέννησε το μωρό στο Γενικό Νοσοκομείο της Λευκωσίας, ενώ ένας ένοπλος στρατιώτης στεκόταν δίπλα της. Αυτό την επηρέασε πολύ ψυχολογικά. Μετά από αυτό, είχε πολύ άγχος και υπέφερε από κατάθλιψη τον περισσότερο καιρό. Η σχέση της με τον πατέρα μου ήταν επίσης προβληματική. Δεν μεγάλωσα σε ένα γαλήνιο και ευτυχισμένο οικογενειακό περιβάλλον. Η κοινότητα πληγώθηκε από την εμπειρία του 1963. Αυτά ήταν επίσης τα χρόνια που οι ρόλοι των φύλων ήταν πολύ αυστηροί. Υπήρχε μεγάλη καταπίεση και έλεγχος στα κορίτσια.
– Πώς ήταν τα πράγματα στην κοινότητά σας; Ζούσαμε σε ένα πολύ στρατιωτικό περιβάλλον και είχαμε υποστεί εθνικιστική εκπαίδευση. Έπρεπε να είμαι καλή Τουρκάλα και να ευχαριστώ τον πατέρα των Τούρκων, τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, του οποίου η φωτογραφία ήταν πάνω από τον μαυροπίνακα στο σχολείο. Ο πατέρας μου ήταν ο «εθνικός ποιητής» και εγώ ήμουν η πρώτη που κλήθηκε να διαβάσει εθνικιστικά ποιήματα κατά τη διάρκεια των τελετών στο σχολείο.
– Ως παιδί πώς τα βιώνατε όλα αυτά; Μου άρεσε να περνάω χρόνο μόνη μου, διάβαζα ή ονειρευόμουν στη διάρκεια της ημέρας. Η ταράτσα των σπιτιών που κατοικούσαμε ήταν το καλύτερό μου καταφύγιο. Στην οροφή του πρώτου σπιτιού που μετακομίσαμε μετά την Περιστερώνα, θυμάμαι πως χόρευα και σκεφτόμουν ότι ένας Ελληνοκύπριος στρατιώτης με παρακολουθεί με κιάλια. Φανταζόμουν ότι δεν με πυροβολούσε επειδή του άρεσα.
– «Λένε ότι ο άνθρωπος πρέπει την πατρίδα ν’ αγαπά», γράψατε στα 17 σας. Τι είναι για σας η πατρίδα; Πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια. Ως παιδί συνδεόμουν πολύ με τη φύση. Μπορούσα να είμαι φίλη με τα δέντρα και να θαυμάζω τα τοπία. Πατρίδα μου είναι οι αναμνήσεις μου. Έτσι, μετά τη διαίρεση, ένιωσα αυτή τη μεγάλη απώλεια. Ένιωσα ότι δεν είχα σπίτι. Έχασα ακόμη και το βόρειο τμήμα του νησιού. Η κοινωνική δομή είχε αλλάξει και ο τόπος έμοιαζε με ξένη χώρα. Ένιωσα τη διαίρεση πολύ έντονα στην ψυχή και στο σώμα μου. Ήταν οδυνηρό.
– Πώς νιώσατε για τη δημοτικότητα αυτού του στίχου που έγινε τραγούδι; Η δημοτικότητά του με έκανε να πιστεύω στη δύναμη της ποίησης. Επίσης άλλαξε τη ζωή μου. Πάντα απολάμβανα την αίσθηση ότι στην πραγματικότητα η καρδιά μου είναι ενωμένη με τόσο πολλούς ανθρώπους χάρη σ’ αυτό το ποίημα.
– Με το ποίημά σας αυτό ήρθατε σε ρήξη τόσο με τον πατέρα σας όσο και με την ποίησή του; Στο ποίημα κάνω αναφορά στον πατέρα μου, λέγοντας ότι οι άνθρωποι πρέπει να αγαπούν τη χώρα τους, και έθετα το ερώτημα «ποιο μισό πρέπει να αγαπούν τώρα;». Τα ποιήματα που έγραψα εκείνα τα χρόνια είναι ένα είδος άρνησης της εθνικιστικής και κυρίαρχης αρσενικής ποίησης. Αμφισβητώντας τον πατέρα, αμφισβητείς τις αρχές.
– Σε μια συνέντευξή σας είπατε ότι ήσασταν σε αντίθεση με τον πατέρα σας. Πώς και γιατί συνέβη αυτό; Ο πατέρας μου ήταν πολύ ταλαντούχος ποιητής. Πραγματικά, απολαμβάνω τα πρώτα του βιβλία. Αργότερα, στη δεκαετία του ’60, έβαλε την ποίησή του στην υπηρεσία του εθνικισμού και έτσι, με τον καιρό, τη σκότωσε. Ο αδελφός μου Μεχμέτ κι εγώ συντάξαμε ένα άρθρο, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το μανιφέστο της γενιάς μας, για ένα περιοδικό στην Τουρκία. Σ’ αυτό επικρίναμε την εθνικιστική ποίηση που έγραφαν οι Τουρκοκύπριοι ποιητές, και η κύρια κριτική μας αφορούσε στον πατέρα μας. Θύμωσε μαζί μας και έγραψε ένα άρθρο το οποίο αναφερόταν σε «μερικά παιδαρέλια που κρύβονται πίσω από το διάσημο επώνυμό τους».
– Ακόμη και στα ερωτικά σας ποιήματα μπορεί κάποιος να βρει πολιτικά μηνύματα. Αρχικά με είχε ξαφνιάσει το ότι οι άνθρωποι διαβάζουν τα ερωτικά μου ποιήματα ως πολιτικά. Ξαναβλέποντάς τα, συνειδητοποίησα ότι είναι δυνατόν να ερμηνευτούν και ως πολιτικά, αφού η σχέση δύο ατόμων είναι η βάση για τα περισσότερα από τα πολιτικά ζητήματα. Κάποιος θέλει να κυριαρχεί και να καταπιέζει και κάποιος ξεσηκώνεται. Αυτό μπορεί να συμβεί και σε εθνικό είτε σε ταξικό επίπεδο. Υπάρχει θέμα εξουσίας μεταξύ δύο προσώπων, όπως και μεταξύ των κοινωνικών δομών ή των εθνών. Η ανασφάλεια και ο φόβος δημιουργούν μίσος. Αυτό ισχύει τόσο για τις προσωπικές σχέσεις όσο και για τις εθνοτικές ομάδες κ.ά.
– Η πρόσφατη ποιητική σας συλλογή τιτλοφορείται «Οι Απαγορευμένοι Κήποι». Γιατί την ονομάσατε έτσι; Είναι ένα βιβλίο επιλεγμένων ποιημάτων από τις έξι προηγούμενες συλλογές μου, που έχουν εκδοθεί στα τουρκικά, σε ελληνική μετάφραση. Πιστεύω ότι ο τίτλος αυτός χαρακτηρίζει την ποίησή μου, η οποία καταπιάνεται ταυτόχρονα με προσωπικά και πολιτικά θέματα, όπως και τα ποιήματα της συγκεκριμένης συλλογής. Ειδικά στο τελευταίο μου βιβλίο, «Chilling Birds», όταν μιλάω για τη σχέση δύο προσώπων, μια ερωτική σχέση, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αλληγορία της κατάστασης στην Κύπρο ή και αλλού γενικότερα. Η σχέση δύο προσώπων, αυτό που συμβαίνει σε έναν μικρόκοσμο, είναι και ένα μακροκοσμικό μοντέλο για παγκόσμια ζητήματα.
– Θα λέγατε ότι η Κύπρος έχει πολλούς «Απαγορευμένους Κήπους»; Ναι, είναι οι κήποι μας, στους οποίους μας απαγορεύθηκε η πρόσβαση για μεγάλο χρονικό διάστημα… Έχω ακόμα πικρά συναισθήματα για τους τόπους που συνδέονται με τις παιδικές μου αναμνήσεις, αφού τους αφήσαμε με τη βία. Όταν σκέφτομαι την παιδική μου ηλικία, θυμάμαι συνήθως τις ευτυχισμένες στιγμές στα περβόλια του παππού μου στην Περιστερώνα, τα οποία έγιναν ένας απαγορευμένος κήπος μετά το 1974. Από τότε, πίστευα πάντα ότι η ευτυχία έμεινε σ’ αυτόν τον κήπο τον απαγορευμένο, που έγινε ο χαμένος μου παράδεισος.
– Είστε αισιόδοξη για το μέλλον της Κύπρου; Θα υπάρξει λύση; Πώς θα βρεθεί; Ήμουν αισιόδοξη, αλλά με την πάροδο του χρόνου την έχω χάσει εν μέρει την αισιοδοξία. Νομίζω ότι οι άνθρωποι πρέπει να δουν ότι η Ομοσπονδιακή Κύπρος θα βελτιώσει τη ζωή μας με πολλούς τρόπους. Έχω χάσει το ενδιαφέρον μου για το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Νομίζω ότι ξοδεύουν τον χρόνο τους σε μια λανθασμένη μεθοδολογία. Οι αλλαγές συμβαίνουν όταν οι άνθρωποι συμμετέχουν στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα και βγαίνουν στους δρόμους για διεκδικήσεις.
– Στο βιογραφικό σας μιλάτε για το «βόρειο τμήμα» του νησιού. Απορρίπτετε τον όρο «κατεχόμενα»; Δεν απορρίπτω τον όρο κατοχή. Αυτό που συνέβη το 1974 είναι μια κατοχή η οποία συνεχίζεται. Απλώς δεν θέλω να χρησιμοποιώ τον όρο «κατεχόμενες περιοχές» για το βόρειο τμήμα του νησιού, δεδομένου ότι αυτή είναι η επίσημη χρήση. Ο όρος αυτός είναι φορτισμένος και συνδέεται με ένα είδος πολιτικής κατάστασης με την οποία δεν συμφωνώ απόλυτα. Το «βόρειο τμήμα» είναι ένας γεωγραφικός όρος και είναι πιο αθώος.
– Είναι αλήθεια ότι πήγατε σε δικαστήριο στην Τουρκία για να υποστηρίξετε μια δασκάλα που μίλησε για τον πόλεμο στο Κουρδιστάν και τους θανάτους παιδιών; Είχα δράσει μαζί με άλλους διανοούμενους και καλλιτέχνες στην Τουρκία. Πήγαμε στο δικαστήριο και αναφέραμε ότι συμφωνούμε απολύτως με όλα όσα είπε η δασκάλα σε μια τηλεοπτική εκπομπή, άρα πρέπει να δικαστούμε κι εμείς για την ίδια υπόθεση. Αυτός ήταν ένας τρόπος για να μην την αφήσουμε μόνη της. Στο τέλος εμείς αθωωθήκαμε, αλλά αυτή μεταφέρθηκε στη φυλακή με το νεογέννητο μωρό της.
– Σ’ ένα ποίημά σας γράφετε «Μη με χτυπάς· Μη με χτυπάς / Τα παιχνίδια μέσα μου σπάνε». Για ποιον γράφτηκε αυτό το ποίημα; Αναφέρεται σ’ ένα παιδί κουρδικής καταγωγής, τον Seyfi Turan, ο οποίος ξυλοκοπήθηκε από την Αστυνομία το 2009 και έπαψε να μιλάει. Ο φίλος μου ο ποιητής Fergun Özelli μου τηλεφώνησε από τη Σμύρνη για να μου πει ότι οργάνωνε τη συλλογική συγγραφή ενός ποιήματος και ζήτησε από άλλους ποιητές να του δώσουν από δυο στίχους ο καθένας. Το ποίημα θα ήταν η φωνή του παιδιού που δεν μιλάει πια. Έδωσα αυτούς τους στίχους μου, μαζί με 102 ακόμα ποιητές. Αργότερα το ποίημα έγινε είδηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μάλιστα σε ένα κανάλι, το NTV, οι στίχοι μου ήταν ο τίτλος της είδησης.
– Ποιοι ποιητές σας έχουν επηρεάσει; Όταν οι κριτικοί επιχειρούν να δουν ποιοι ποιητές έχουν επηρεάσει το έργο μου, δεν μπορούν να βρουν έναν συγκεκριμένο. Ίσως επειδή άρχισα να γράφω σε νεαρή ηλικία και βρήκα πολύ γρήγορα τη δική μου φωνή. Η Ιρανή ποιήτρια Φορούγκ Φαροχζάντ και η Αμερικανίδα Έμιλι Ντίκινσον είναι μεταξύ των αγαπημένων μου.
– Πιστεύετε ότι υπάρχει ποιητική ζωή; Η ποίηση είναι τρόπος ζωής για έναν πραγματικό ποιητή. Είναι πολύ δύσκολο να γράψεις ένα καλό ποίημα. Ίσως να μην γράψεις τίποτα πραγματικά καλό για έναν ολόκληρο χρόνο, αλλά υπάρχουν επίσης περίοδοι που ολοκληρώνεις ένα βιβλίο σ’ ένα χρόνο. Ακόμη και αν δεν γράφεις για ένα χρονικό διάστημα, μπορείς να ζεις και να ενεργείς σαν ποιητής, διαβάζοντας και παρακολουθώντας άλλους ποιητές.
– Προσπαθείτε να θέσετε γυναικεία θέματα μέσα από τους στίχους σας; Δεν κάνω προσπάθεια για μια φεμινιστική φωνή, επειδή είναι κάτι που βγαίνει από μόνο του. Στην κλασική οθωμανική ποίηση που ονομάζεται Divan Poetry, υπάρχει το παράδειγμα του αρσενικού νυχτολούλουδου που τραγουδά για το θηλυκό τριαντάφυλλο. Η νύχτα είναι ο εραστής και το τριαντάφυλλο είναι η αγαπημένη. Στα ερωτικά ποιήματά μου αντιστρέφω αυτό το παράδειγμα. Το τριαντάφυλλο είναι ο εραστής και η νύχτα είναι η αγαπημένη. Είναι πολύ διαφορετικά από τα ποιήματα αγάπης που γράφουν άντρες ποιητές.
– Για πολλά χρόνια τα ποιήματα που έγραψαν γυναίκες περιθωριοποιήθηκαν. Πιστεύετε ότι η ποίηση από γυναίκες έχει τη θέση που της αξίζει; Για πολλούς λόγους οι γυναίκες είχαν αποκλειστεί από τους λογοτεχνικούς κανόνες. Πολλές ποιήτριες έπρεπε να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα, συχνά ένα ανδρικό όνομα. Οι γυναίκες ανήκαν στον ιδιωτικό χώρο και οι άνδρες στον δημόσιο. Η ποίηση, κατά κάποιον τρόπο, μεταφέρει το δημόσιο στο ιδιωτικό, κάτι που ήταν απαγορευμένη ζώνη για τις γυναίκες. Σήμερα οι γυναίκες έχουν πολύ καλύτερη θέση στη λογοτεχνία και αυτό το οφείλουμε στον αγώνα τους επί αρκετές δεκαετίες.
– Συχνά μιλάτε για αγάπη στους στίχους σας. Με ποια έννοια σας απασχολεί; Η αγάπη είναι ένα είδος επανάστασης, κάτι που σε προτρέπει να ξεφύγεις από τη φυλακή των ταυτοτήτων. Στην αγάπη, όλες οι διαφορετικές ταυτότητες που έχουμε, η εθνικότητα, η ηλικία, η τάξη, το φύλο κ.λπ. είναι ασήμαντες. Γι’ αυτό η αγάπη είναι επαναστατική και αναρχική. Δυο έθνη μπορεί να βρίσκονται σε πόλεμο, αλλά δύο εραστές από αυτά τα έθνη θέλουν απλώς να κάνουν έρωτα.