Για τους άστεγους της Λεμεσού -και όχι μόνο- είναι ο «έμπιστος φίλος», ο «δικός άνθρωπος», ο «μόνος δικός». Τα τελευταία 7 χρόνια -από τότε που εντόπισε και τους πρώτους άστεγους- ο γνωστός ηθοποιός αγωνίζεται υπέρ φτωχών, πεινασμένων και κατατρεγμένων, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή «το καλό θα νικήσει το κακό» και η ζωή θα γράψει στο τέλος «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
 
«Μας έλεγαν ότι δεν υπάρχουν άστεγοι και τους έχεις δει με τα μάτια σου. Σε πήρα στους χώρους όπου ζουν, μέσα στους καλαμιώνες, κάτω απ’ τις ακακίες, σε παράγκες, σε βάρκες και παλιά εργοστάσια. Είδες σε τι κατάσταση βρίσκονται. Βίωσες και εσύ κατάφατσα τη δυστυχία τους. Αυτό θέλω να γράψεις…». Τον ακούω, στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, να μου υπενθυμίζει όλες εκείνες τις συγκλονιστικές εικόνες που μου είχε δείξει έναν χρόνο πριν, όταν τον είχα συναντήσει στη Λεμεσό. Ήταν τότε που οι λειτουργοί του Υπουργείου Εργασίας αρνούνταν να παραδεχθούν ότι υπήρχαν στον τόπο άστεγοι λόγω οικονομικής δυσπραγίας. Άνθρωποι, που είχαν κάποτε μια «φυσιολογική» ζωή αλλά την έχασαν σε μια νύχτα και, πλέον, παλεύουν να κρατηθούν στη σκιά του εαυτού τους για να μη μάθει κανείς την κατάληξή τους. Ήταν τότε που κάναμε πως δεν βλέπαμε κανέναν άστεγο, κανένα φτωχό, κανέναν ταλαιπωρημένο – στους τίτλους ειδήσεων, έπαιζαν μόνο «success stories». Μέχρι που ήρθε η μέρα -για την ακρίβεια, η πανδημία του κορωνοϊού- να κινδυνεύουμε να βρεθούμε κι εμείς στη θέση τους.
 

 Γραμμή Βοήθειας και Αλληλεγγύης
 

«Είναι πολλές οι οικογένειες που έχουν άμεση ανάγκη σήμερα. Είναι πολύς ο πόνος, δυστυχώς», μου λέει ο Κώστας Βήχας, ο οποίος αυτή την περίοδο συμμετέχει στην «Κίτρινη Γραμμή Βοήθειας και Αλληλεγγύης» (99383800), που δημιουργήθηκε από την ποδοσφαιρική ομάδα της ΑΕΛ, σε συνεργασία με το Ίδρυμα ΚΕΠΑΚΥ του Ανδρέα Σοφοκλέους. Ο ίδιος έχει αναλάβει, κυρίως, τους άστεγους, μιας και είναι ο μόνος τον οποίο εμπιστεύονται. Ξέρει πού θα τους βρει, πώς θα τους πλησιάσει και τι ανάγκες έχουν. Οι πρώτοι που βρέθηκαν στον δρόμο του -7 χρόνια πριν- ήταν δυο παιδιά. «Είχα ρίξει σ’ έναν κάλαθο σκουπιδιών ένα τενεκεδάκι και άκουσα μια κραυγή πόνου. Κοιτάζω μέσα και βλέπω δυο παιδάκια να τρώνε απ’ τα σκουπίδια. Από εκεί ξεκίνησα να ξετυλίγω το κουβάρι και να εντοπίζω φτωχές οικογένειες. Και σιγά-σιγά, ψάχνοντας, βρήκα πολλούς άστεγους».
 
Όταν τέθηκε σε λειτουργία η «Κίτρινη Γραμμή Βοήθειας και Αλληλεγγύης», κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν γνώριζε το μέγεθος της ανάγκης του κόσμου. Σύμφωνα με τον κ. Βήχα, έχουν ξεπεράσει ήδη τις 1.000 οικογένειες στις οποίες δόθηκαν τα πρώτα πακέτα τροφίμων και ανησυχεί ότι τον επόμενο μήνα ο συγκεκριμένος αριθμός θα αυξηθεί ακόμα παραπάνω. «Θα διπλασιαστούν οι οικογένειες που έχουν ανάγκη. Κάποιοι πληρώθηκαν αυτό τον μήνα, τον επόμενο ποιος ξέρει; Κάποιοι δεν έχουν καθόλου εισοδήματα. Υπάρχουν κυβερνητικές οργανώσεις που θα έπρεπε να βλέπουν όλες αυτές τις ανάγκες. Αλλά πώς θα τις δουν όταν είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους και δεν ενδιαφέρονται για τους υπόλοιπους που δυστυχούν;», διερωτάται ο αγαπημένος ηθοποιός και ξεσπά όταν του υποδεικνύω ότι, πλέον, είναι και ο ίδιος άνεργος.
«Στον τομέα της τέχνης και του πολιτισμού, δυστυχώς, δεν υπάρχει ανταπόκριση από πουθενά. Σε όλες τις χώρες τους κόσμου, ο καλλιτέχνης είναι μπροστάρης σ’ όλη αυτή την κατάσταση που ζούμε και σε μας θεωρούνται αχρείαστοι. Βάλαμε στο περιθώριο τους ανθρώπους της τέχνης και του πολιτισμού, που χωρίς αυτούς θα ήμασταν ένα τίποτα. Καμαρώνουμε για τους πίνακες που είναι στο προεδρικό μέγαρο αλλά ο ζωγράφος που τους έφτιαξε μπορεί να μην έχει να φάει σήμερα. Δώσαμε ήδη βοήθεια σε 44 οικογένειες καλλιτεχνών. Τον άλλο μήνα θα είναι 100. Άνθρωποι που έχουν προσφέρει σ’ αυτό τον τόπο και είναι οι μόνοι που δεν μπορούν να στηθούν στη γραμμή για να πάρουν βοήθεια, γιατί τους ξέρει όλος ο κόσμος και ντρέπονται. Εισπράττω πόνο καθημερινά και ματώνει η ψυχή μου. Να βλέπεις ανθρώπους που ήταν πρωταγωνιστές σε θεατρικά σχήματα να δυστυχούν σήμερα. Και δεν είναι μόνο ηθοποιοί. Είναι και σκηνοθέτες, τεχνικοί, δημοσιογράφοι, παλαίμαχοι αθλητές, που νιώθουν ξεχασμένοι από την Πολιτεία».
 

 
Ό,τι δίνεις, παίρνεις

 
Παλαιότερα, ο Κώστας Βήχας είχε αποπειραθεί να δημιουργήσει ένα αντίστοιχο «Σπίτι του ηθοποιού» -σαν αυτό που έφτιαξε η Άννα Φόνσου στην Αθήνα- για να «στεγαστεί» ο πνευματικός κόσμος που βρίσκεται σε δυσχέρεια. Είχε αποταθεί, μάλιστα, στον δήμο Λεμεσού ζητώντας να του παραχωρηθεί το σπίτι του αποβιώσαντος ηθοποιού Χρίστου Παπαδόπουλου. Στην αρχή -λέει- τους άρεσε η ιδέα, αλλά στην πορεία προέκυψαν εμπόδια που δεν υπερπηδήθηκαν ποτέ. Ήθελαν να δώσει στη δημοσιότητα ονόματα άπορων καλλιτεχνών, πράγμα που αρνήθηκε, βεβαίως. «Δεν θα πω ποτέ ονόματα. Ούτε θα εξευτελίσω κανένα συνάδελφο ή άλλον άνθρωπο που έχει άμεση ανάγκη. Ο άστεγος και ο φτωχός, δεν θέλει να τον ξέρει κανείς, ούτε να φαίνεται».
 
Αισθάνεστε σαν ένας σύγχρονος «Ρομπέν των δασών», κύριε Κώστα; «Αγάπη μου, αν ήμουν Ρομπέν των δασών δεν θα προλάβαινα να τιμωρώ κόσμο. Θα ξεμπρόστιαζα πολλούς. Είναι λίγες οι οικογένειες που έκαναν ζημιά σ’ αυτό τον τόπο. Και ο κόσμος τις γνωρίζει. Θα έρθει η ώρα που θα τις τιμωρήσει. Πάντα θα υπάρχουν οι απατεώνες, αλλά κάποια στιγμή το καλό θα νικήσει το κακό. Ας το ευχηθούμε σαν παραμύθι. Ας έχουμε την ελπίδα για ένα “και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”…».
 
Τι κερδίζετε σε προσωπικό επίπεδο, κάθε φορά που βοηθάτε έναν συνάνθρωπό μας; «Όσες φορές έδωσα, άλλες τόσες πήρα. Θα σου πω μια ιστορία που μου συνέβη κάποτε. Οδηγούσα στον αυτοκινητόδρομο Λεμεσού-Λευκωσίας, φορτωμένος με τρόφιμα για να τα πάρω σε φτωχές οικογένειες σε περιοχές της Λευκωσίας. Κάποια στιγμή, μου σκάει λάστιχο. Παθαίνω πανικό, γιατί το αυτοκίνητο ήταν φορτωμένο και για να αλλάξω λάστιχο θα έπρεπε πρώτα να ξεφορτώσω όλα τα πράγματα. Επειδή είμαι άνθρωπος με χιούμορ, κοιτάζω προς τον ουρανό και λέω “εντάξει θεέ μου, αφού δεν μπορείς να με βοηθήσεις εσύ, στείλε μου τουλάχιστον έναν άγγελο”. Μέχρι να ολοκληρώσω τον μονόλογό μου, σταματά ένα αυτοκίνητο και κατεβαίνει από μέσα ένας ευγενέστατος κύριος με άσπρα μούσια. “Κώστα μου, έμεινες από λάστιχο; Είναι η δουλειά μου. Να σε βοηθήσω”, μου λέει. Αφού μου άλλαξε το λάστιχο σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, άνοιξα το πορτοφόλι μου να τον πληρώσω, αλλά αρνιόταν να πάρει τα λεφτά. “Δεν σταμάτησα γι’ αυτό τον λόγο”, μου απάντησε. “Σταμάτησα, γιατί σ’ αυτό το σημείο είχε σταματήσει και η κόρη μου κάποτε και τη χτύπησε θανάσιμα ένα αυτοκίνητο. Θέλεις να τη δεις;”, με ρωτά. Παθαίνω ξανά σοκ εγώ. Με παίρνει στο αυτοκίνητό του και μου δείχνει μια τεράστια φωτογραφία μιας όμορφης κοπέλας. Τα έχασα. Λέω “ευχαριστώ”, γυρνώ να φύγω αλλά επιστρέφω ξανά και επιμένω να του δώσω κάποια λεφτά. Πήγε να αντιδράσει πάλι, όμως, του εξήγησα ότι τα λεφτά δεν ήταν για τον ίδιο. “Για να πάρεις λουλούδια στην κόρη σου, όταν επισκεφτείς τον τάφο της”, του είπα και αμέσως με αγκάλιασε και με φίλησε. “Το φιλί δεν είναι από μένα, είναι από τον άγγελο”, ήταν η τελευταία του κουβέντα πριν φύγει. Οπότε, ό,τι δίνεις, έρχεται μετά και σε βρίσκει. Κι αυτό το έχω ζήσει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια… Κερδίζω, επίσης, την αγάπη και τα χαμόγελα των παιδιών. Το φιλί που θα μου δώσει ένα μωρό, γιατί πήρε ένα δώρο τα Χριστούγεννα ενώ ήταν άρρωστο στο νοσοκομείο, είναι παραπάνω από χρυσάφι για μένα».
 
Η «κληρονομιά» απ’ τους γονείς
 
Στη διάρκεια της συνομιλίας μας, ο Κώστας Βήχας επικαλέστηκε πολλές φορές τον θεό. Έχει πίστη, λέει, αλλά δεν θεωρεί τον εαυτό του άνθρωπο της εκκλησίας. Αν νιώσει την ανάγκη να προσευχηθεί, θα πάει να ανάψει το κερί του όταν δεν υπάρχει λειτουργία. Διατηρεί, όμως, πολύ καλές σχέσεις με κάποιους ιερείς, οι οποίοι τον βοηθούν και στο φιλανθρωπικό του έργο. Μου ζήτησε να κάνω ιδιαίτερη αναφορά στη Μητρόπολη Λεμεσού, που βοηθά επίσης πολύ κόσμο και τώρα που είναι κλειστή -λόγω πανδημίας- όλος αυτός ο κόσμος δεν ήξερε τι να κάνει και πού να πάει να βρει ένα πιάτο φαγητό. Το ίδιο και για τον Ερυθρό Σταυρό Λεμεσού και το ΚΕΠΑΚΥ του Ανδρέα Σοφοκλέους, που στηρίζει πολλές οικογένειες και φοιτητές οι οποίοι σπουδάζουν στο εξωτερικό.
 
Είχατε από μικρός αυτόν τον χαρακτήρα προσφοράς και αλληλεγγύης, κύριε Κώστα; «Η μητέρα μου και ο πατέρας μου βοηθούσαν πάντοτε κόσμο. Μάλιστα, εγώ εκείνη την εποχή θύμωνα γιατί όποτε πήγαινα σπίτι έβρισκα κάποιον άγνωστο να τρώει στο τραπέζι μας. Όταν ρωτούσα “ποιος είναι αυτός;”, μου απαντούσαν “θα φάει και θα φύγει”. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά μια γυναίκα που ερχόταν συχνά στο σπίτι μας και έτρωγε. Η μητέρα μου την έλεγε “κυρία Αντρούλλα”, ενώ η υπόλοιπη Λεμεσός την αποκαλούσε “πελλοΑντρούλλα”. Φαίνεται ότι κάτι κληρονόμησα από τους γονείς μου. Αλλά, χρησιμοποιώ και την επαγγελματική μου ιδιότητα για να εξασφαλίζω κάποια πράγματα. Ο καλλιτέχνης, έλεγε ο Μάνος Κατράκης, είναι ένα πολυβόλο που μπορεί να στείλει χίλια μηνύματα στον κόσμο. Γιατί, αν δεν ήμουν αυτός που είμαι δεν θα μπορούσαν να με προμηθεύσουν τόσο εύκολα οι διάφορες εταιρίες και να προσφέρω -με τη σειρά μου- στον κόσμο που έχει ανάγκη».
 
«Οι φίλοι μου οι άστεγοι»
 
Θυμάμαι τότε που τον συνάντησα στη Λεμεσό και με «ξενάγησε» στα καταλύματα των αστέγων, μου είχε κάνει εντύπωση που ήξερε τον καθένα με το μικρό του όνομα. Και τα θυμόταν ένα προς ένα. Εδώ ζει ο κύριος τάδε και λίγο πιο κάτω ο φίλος μου ο τάδε. «Είμαι ο φίλος τους, ο δικός τους άνθρωπος. Μόνο μαζί μου κυκλοφορούν», μου εξήγησε αργότερα. Στην αρχή δεν ήταν εύκολο να τον εμπιστευτούν. Όταν τον έβλεπαν, έτρεχαν να κρυφτούν. Κερδίζοντας, στην πορεία, την εμπιστοσύνη τους, οι εικόνες που βίωνε καθημερινά εναλλάσσονταν μεταξύ δυστυχίας, συγκίνησης και καλοσύνης. «Με συγκινούν πολύ στον τρόπο που διαχειρίζονται τα λεφτά. Έτυχε να δώσω λεφτά σε κάποιον για να αγοράσει κάτι να φάει και μαζί με το δικό του φαΐ πήρε και τροφή για τους σκύλους και τις γάτες. Όταν τον ρώτησα γιατί ξόδεψε τα λεφτά του και δεν τα φύλαξε για τις δικές του ανάγκες, με αποστόμωσε με το εξής: “Μα, Κώστα μου, είναι η κουβέρτα μου ο σκύλος και η γάτα η συντροφιά μου, γιατί να μην αγοράσω κάτι και γι’ αυτά;”. Βλέπεις ότι δεν σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους. Ή αν μια μέρα δώσω κάτι παραπάνω σε κάποιον, προσκαλεί και τους υπόλοιπους και τα μοιράζονται».
 
 
Ηλικιωμένοι τού ζητούν να τους αγοράσει φάρμακα, να τους καθαρίσει τα φρούτα γιατί δυσκολεύονται οι ίδιοι, να τους μεταφέρει τα σκουπίδια, να κάτσει μαζί τους να πουν δυο κουβέντες γιατί δεν έχουν κάποιον δικό τους να μιλήσουν. Άνθρωποι τού χτυπούν την πόρτα άγριες ώρες και του λένε «Κώστα πεινώ». Πολλές φορές του έχουν τηλεφωνήσει την ώρα που ο ίδιος καθόταν στο τραπέζι με τη σύζυγό του (η οποία είναι συμπαραστάτης του στον αγώνα αλληλεγγύης) κι αντί να συνεχίσει το φαγητό του, το πήρε όπως ήταν στο πιάτο και το έδωσε. «Το πιο τραγικό για μένα είναι να ακούω μωρά να ρωτούν αν θα φάνε σήμερα. Όταν βλέπεις μωρά να πεινούν, δεν μπορείς να θεωρείς ότι έχει προοδεύσει η κοινωνία. Αυτή είναι η πιο μαύρη εικόνα. Και θλίβομαι, γιατί κάθε φορά που έδειχνα μέσα από τα social media κάποιον δυστυχισμένο, αντί να υπήρχε πρωτοβουλία για βοήθεια από το κράτος, πήγαιναν και του έκλειναν το σπίτι ή τον έδιωχναν από τον χώρο, όπου επέλεγε για καταφύγιο. Δυστυχώς, δεν υπάρχει εικόνα με χαρούμενα χρώματα, στα χρόνια που ξεκίνησα να βοηθώ κόσμο. Η μόνη νότα αισιοδοξίας είναι το μεγαλείο ψυχής που δείχνουν κάποιοι απλοί άνθρωποι, προσφέροντας από το υστέρημά τους και τα δεκάδες μηνύματα που παίρνουμε από πολίτες, οι οποίοι θέλουν να συμβάλουν στο έργο μας».
 
Κι όποιος διερωτάται ακόμα, πώς μπορεί να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του, η απάντηση είναι απλή, κατά τον Κώστα Βήχα. «Αν τρως μια τυρόπιτα και δεις κάποιον που πεινά, κόψε τη μισή και δώσε την. Το θέμα είναι να μπορείς και να θέλεις να δίνεις».