Ο πολύπλευρος Κύπριος δημιουργός της νέας γενιάς, που διαπρέπει στην Αθήνα, μεγάλωσε -κυριολεκτικά- μέσα στο θέατρο. Συγγραφέας, φιλόλογος, μουσικός, σκηνοθέτης, αλλά πάνω απ’ όλα ηθοποιός. Γι’ αυτό και όταν φόρεσε τον χρυσό σταυρό του Δημήτρη Χορν, όντας ο πρώτος Κύπριος νικητής του πιο σημαντικού βραβείου ανδρικής ερμηνείας στο ελληνικό θέατρο, ένιωσε ιδιαίτερη χαρά. Αυτό άλλωστε ήρθε ως επιστέγασμα μιας εξαιρετικής χρονιάς σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Η διάκριση αυτή, ωστόσο, μοιάζει ήδη μακρινή καθώς ήρθε τη στιγμή που ξεκινούσε το απότομο φρενάρισμα του lockdown. Ο Γιώργης Τσουρής πάντως σκέφτεται θετικά και θυμάται όλα τα σημαντικά που τον έκαναν αυτό που είναι σήμερα. 
 
– Εσύ πώς βιώνεις τη δύσκολη αυτή κατάσταση; O καθένας αυτή τη στιγμή οφείλει να κάνει διαχείριση του εαυτού του. Να διασφαλίσει την ασφάλεια τη δική του και των γύρω του, ν’ αναμετρηθεί με πράγματα που συνεπάγονται προσωπικό κόστος. Για τους ανθρώπους της σκηνής, που συνηθίσαμε να κάνουμε καθημερινά παραστάσεις, όλο αυτό είναι ένα σοκ που αγγίζει την ψυχολογία και τη βιολογία μας. Φυσικά, το ίδιο ισχύει για σχεδόν όλους τους επαγγελματικούς κλάδους. Πληγές μετράνε όλοι. Εγώ κανονικά απόψε θα είχα παράσταση κι όλη η κατάσταση λειτουργίας μου είναι ακόμη ρυθμισμένη έτσι. Δεν έχω συνηθίσει ότι πρέπει να μείνω σπίτι. Αυτό όμως είναι το απολύτως απαραίτητο και το πέρα για πέρα σωστό σ’ αυτή τη φάση.
 
– Τολμάς να φανταστείς τον εαυτό σου σ’ ένα μήνα από σήμερα; Αυτή τη στιγμή δεν ξέρει κανείς τι μας ξημερώνει η επόμενη μέρα. Δεν μπορώ να σκεφτώ ούτε σε βάθος εβδομάδας. Θέλω να πιστεύω ότι η κατάσταση θα αποκλιμακωθεί. Αυτό που προσπαθώ να κάνω μέρα με τη μέρα, όπως προφανώς κι οι περισσότεροι άνθρωποι, είναι να εξαργυρώσω τον προσωπικό χρόνο που μου στερούσε η δουλειά. Ούτως ή άλλως, σ’ αυτή τη φάση, οι άνθρωποι που ερευνούν, γράφουν και μελετούν έχουν έναν καλό λόγο να καθίσουν σπίτι. Κι αισθάνομαι ένας από αυτούς. Προσπαθώ να παραμένω ενεργός και δημιουργικός κάθε μέρα.
 
– Θα στοιχίσει στον κόσμο η υποχρεωτική αποχή από την πολιτιστική δραστηριότητα; Το σοκ είναι μεγάλο και για το κοινό, διότι σε ό,τι αφορά ειδικά τις παραστατικές τέχνες ο καλλιτέχνης δίνει ραντεβού με τον θεατή. Πρέπει να είναι κι οι δύο συνεπείς. Αυτή η επικοινωνία τώρα σπάει βίαια. Δεν μπορώ να προβλέψω πόσο ισχυρό θα είναι το μετατραυματικό σοκ. Είναι ένα τεράστιο χαστούκι από το οποίο θα δυσκολευτούμε να συνέλθουμε. Γιατί ακόμη κι αν ανοίξουν οι σκηνές, το κοινό ως συλλογικό υποκείμενο έχει μπει πια σε μια ψυχολογική διάθεση όπου θα σκεφτεί δεύτερη και τρίτη φορά να πάει σε μια παράσταση. Αυτό που επιθυμούμε όλοι είναι η κανονικότητα κι όσο πιο σύντομα επιστρέψουμε σ’ αυτή, τόσο το καλύτερο.
 
– Αυτή η κρίση συμπίπτει με μια σημαντική διάκριση, το Βραβείο Χορν. Τι σημαίνει για σένα; Ήταν ένα γλυκό στιγμιότυπο της ζωής μου. Ειλικρινά, δεν περίμενα ούτε καν την υποψηφιότητα. Στο συγκεκριμένο καλλιτεχνικό προϊόν (σ.σ. τα «170 τετραγωνικά») είμαι πολυθεσίτης. Δεν είδα τον εαυτό μου υπό την ιδιότητα του ηθοποιού. Έγραψα το έργο, έκανα τη μουσική, την πρώτη χρονιά έτρεξα και την παραγωγή. Και πολλά άλλα πράγματα. Το γεγονός ότι κάποιοι πολύ σημαντικοί άνθρωποι ξεχώρισαν την ερμηνεία μου, σαφώς με ικανοποίησε. Επειδή στον πυρήνα μου αισθάνομαι πρώτα απ’ όλα ηθοποιός. Από εκεί και πέρα, συνέβη αυτό, ήτανε μεγάλη η χαρά, αλλά βλέποντας πια τη μεγαλύτερη εικόνα όλοι πλέον θα προσπαθήσουμε να ανασκουμπωθούμε.
 
– Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για την απόλυτη εναλλαγή συναισθημάτων μέσα σε λίγες ώρες… Τεράστιο κοντράστ. Είναι σαν να συνέβη στο μακρινό παρελθόν, που όμως θέλουμε να το θυμόμαστε και να το διατηρούμε ζεστό, μαζί με μια παράσταση που μας έδωσε χαρές και της οποίας το ταξίδι διεκόπη απότομα και θέλω να ελπίζω ότι θα συνεχιστεί. Δεν έχει ακόμη συναντήσει το κοινό της.
 
– Συνάντησε το κοινό της και στην Κύπρο, με τη διαφορά ότι οι συντελεστές ήταν διαφορετικοί. Πώς ένιωσες για την απήχηση των «170 τετραγωνικών» στην Κύπρο; Φέτος ευλογήθηκα με πολλές ευτυχείς συγκυρίες μέχρι να μας σοκάρει η πραγματικότητα. Μια από αυτές ήταν η παράσταση της Κύπρου, ένα τεράστιο στοίχημα για μένα. Παρά την επιτυχία στην Ελλάδα δεν μπορούσα να γνωρίζω τις αντοχές του έργου σε σχέση με τη διανομή. Το είχα γράψει για συγκεκριμένους ηθοποιούς, εμένα κι άλλους τέσσερεις. Ερχόμενος στην Κύπρο, αγωνιούσα για το αν θα μπορέσω να βρω τη σωστή σύσταση. Τελικά, βρήκα μια ομάδα ενδεχομένως ακόμη πιο σφιχτή κι από την πρώτη διανομή. Μ’ ενθουσίασε ο τρόπος, το ταλέντο και η αφοσίωση σ’ αυτό που φτιάξαμε.
 
– Επειδή αυτή τη φορά το σκηνοθέτησες κιόλας, μπορούμε να πούμε ότι ήταν πιο κοντά σ’ αυτό που είχες στο μυαλό όταν το έγραφες; Μπορούμε να πούμε το εξής: μετά την εμπειρία στην Αθήνα, αυτό που φτιάξαμε στην Κύπρο ήταν από τη δική μου μεριά κάτι ίσως πιο ώριμο. Υπό την έννοια ότι είχα τον χρόνο πια, γνωρίζοντας καλά το έργο, να δουλέψω και να εστιάσω στους ηθοποιούς, την επικοινωνία τους, να κάνουμε πολλούς αυτοσχεδιασμούς, πολλή εργαστηριακή δουλειά. Ήταν μια παράσταση που υπέγραψα με την ψυχή μου και μ’ εκφράζει απόλυτα. 

– Στον ρόλο που παίζεις εσύ στην Αθήνα, για τον οποίο βραβεύτηκες, στην Κύπρο είδαμε τον Βασίλη Χαραλάμπους με ανάλογη επιτυχία. Πού το αποδίδεις αυτό; Ήταν μεγάλη τύχη στην ακρόαση να προκύψει η συγκεκριμένη ομάδα ηθοποιών. Αυτό που έψαχνα ήταν στην πραγματικότητα οι δυναμικές ανάμεσα στους ηθοποιούς. Δεν με πείραζε να πειράξω και το έργο, να το πάω αλλού, ν’ αλλάξω τους διαλόγους, να ανασκευάσω γενικά τη συνθήκη, αρκεί να ταίριαζε στους ηθοποιούς. Όταν συνάντησα τον Βασίλη και την Ήβη Νικολαΐδου στην ακρόαση, είδα ότι αυτοί οι δύο κούμπωναν απόλυτα σ’ αυτό που χρειαζόμουν. Για τον εν λόγω ρόλο, αρχικά πήγαινα για λύση ανάγκης. Αυτό που τελικά προέκυψε ήταν κάτι πολύ παραπάνω, κάτι εκρηκτικό. Είναι ένας εκρηκτικός ηθοποιός ο Βασίλης.
 
– Ισχύει ότι για τον συγκεκριμένο ρόλο ειδικά εμπνεύστηκες από βιώματα στην Κύπρο; Πολλά στοιχεία από το έργο ακουμπάνε σε βιώματα που έζησα στην Κύπρο. Οι άνθρωποι που γνώρισα, η συνθήκη με τα περιουσιακά, οι συγκρούσεις των οικογενειών. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας που έγραψα για να παίξω είναι ένας συνδυασμός ανθρώπων, εμπειριών και αναμνήσεων που είναι αμιγώς κυπριακές. Χάρηκα που τελικά ήταν τόσο αναγνωρίσιμος τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, με διαφορετικούς όρους.
 
– Θα μπορούσε κανείς να διακρίνει στο βλέμμα σου την αποστασιοποιημένη και αυστηρή ματιά που συναντάμε στο σινεμά και το θέατρο του Γιάννη Οικονομίδη. Είναι σύμπτωση ότι είστε και οι δύο Κύπριοι; Βοηθά ίσως να βλέπεις τα πράγματα λίγο απ’ έξω. Έχω ζήσει πολύ την Κύπρο, αλλά και την Ελλάδα. Στην Αθήνα δεν ζω ακριβώς ως Κύπριος, ποτέ δεν τυποποιήθηκα ως τέτοιος στον χώρο που δραστηριοποιούμαι. Αλλά είχα πάντα οξυμένη παρατηρητικότητα σε σχέση με το τι συμβαίνει στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Το να βλέπω και λίγο τα πράγματα από έξω με βοηθάει και στο καινούριο έργο που πλάθω τώρα. Προκύπτει μια κριτική ματιά όταν είσαι δεμένος με τον τόπο σου, αλλά έχεις πάρει και μια απόσταση.
 
– Υπάρχει κάτι που μπορούμε να πούμε για το καινούριο έργο; Ακολουθεί την ίδια πλατφόρμα αφήγησης ρεαλιστικού θεάτρου με τον «Χαρτοπόλεμο» και τα «170 τετραγωνικά». Αυτή τη φορά, το πράγμα πηγαίνει μια βαθμίδα πιο ψηλά σε σχέση με την ενηλικίωση των χαρακτήρων. Δεν πρόκειται πια για παιδιά γονέων αλλά για γονείς παιδιών. Είναι η επόμενη «πίστα» που σαν ομάδα θέλαμε μαζί να περάσουμε, γιατί ούτως ή άλλως θα συνεργαστώ κατά βάση με τους ίδιους ανθρώπους.
 
– Ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις σε σχέση με το θέατρο; Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι ότι ο πατέρας μου ήταν απόλυτα δοσμένος στο αντικείμενό του. Κι ενώ ήταν κλασικός πατέρας, διέθετε πάντα και την καλώς εννοούμενη «τρέλα» του καλλιτέχνη. Με πήγαινε στο θέατρο κι αυτό ήταν το βασικό μου «babysitting», έχω βγάλει άπειρες ώρες παρακολουθώντας πρόβα από μια γωνιά. Όμως έφερνε το θέατρο και στο σπίτι. Συζητούσαμε πολύ από τον καιρό που θυμάμαι τον εαυτό μου, με τους όρους που τότε μπορούσα να αντιληφθώ.
 
– Πότε καταστάλαξε μέσα σου η απόφαση να ακολουθήσεις αυτόν τον δρόμο; Δεν έχω εντοπίσει πότε ακριβώς ήταν το σημείο που αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με το θέατρο. Αυτό κάπως χάνεται στα βάθη του ασυνειδήτου. Εκείνο που έχω διαπιστώσει τον τελευταίο καιρό, παίρνοντας απόσταση από την παιδική κι εφηβική μου ηλικία, είναι ότι η απολύτως συνειδητή απόφαση να κάνω θέατρο ήρθε ουσιαστικά τα τελευταία 6-7 χρόνια. Δηλαδή, αρκετά χρόνια μετά την αποφοίτησή μου από τη δραματική σχολή.
 
– Γιατί αυτό; Κατέληξα σ’ έναν συγκεκριμένο δρόμο για το τι θέλω να κάνω, πώς θέλω να το κάνω, αλλά και τι είναι αυτό που θέλω να πω μέσα από το θέατρο. Μέχρι πρόσφατα προσπαθούσα απλώς να υπάρξω αποτελεσματικά ως ηθοποιός, ως ένα χρήσιμο εργαλείο του θεάτρου. Τα τελευταία χρόνια καθάρισε η σκέψη μου σε σχέση με το τι είναι αυτό που αγαπώ να κάνω.
 
– Γι’ αυτό σπούδασες αρχικά φιλολογία, αλλά ασχολήθηκες και με τη μουσική; Στο θέατρο, αυτό που λέμε ταλέντο είναι ουσιαστικά το πώς κάνεις το υλικό σου θεατρικά εξαργυρώσιμο. Αυτό είναι κάτι υποκειμενικό και δεν μπορείς να το εκλάβεις ως σταθερά στη ζωή σου. Η δική μου σταθερά ήταν η μουσική. Τραγουδάω, αντιλαμβάνομαι τους ήχους, ακούω καλά. Αυτό είχε φανεί από μικρή ηλικία. Η μουσική ποτέ δεν έφυγε από το άθροισμα. Ακόμη και σήμερα αναζητώ αφορμή μέσα από μια παράσταση για να μπορέσω να εξελιχθώ κι άλλο μουσικά. Η φιλολογία είναι επίσης ένας τομέας που αγαπούσα από μικρός. Είναι δύο τομείς που με ταξιδεύουν και τους ταξιδεύω. Άλλωστε, είναι χρήσιμα εργαλεία στο θέατρο. Πάντως, ποτέ δεν είχα στο μυαλό να γίνω μόνο φιλόλογος, ή μόνο μουσικός.
 
– Στον δρόμο της φιλολογίας σε ώθησε η μητέρα σου; Η μητέρα μου είναι καθηγήτρια της αγγλικής φιλολογίας κι έχει ένα ευρύτερο ενδιαφέρον κι ενασχόληση με τη γλώσσα και τα γράμματα. Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι παραδόξως στην αγάπη μου για τη φιλολογία και την απόφαση να σπουδάσω το αντικείμενο έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο ο πατέρας μου.
 
– Πώς έτσι; Ξεκίνησε να κάνει θέατρο φεύγοντας από το χωριό του την Ορμήδεια, σε μια συγκυρία όπου δεν είχε πολλές επιλογές. Κατάγεται από οικογένεια που δεν ήταν εύπορη κι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε στις δεδομένες συνθήκες. Έχει μια ιδιαίτερη κλίση στον λόγο την οποία στην πραγματικότητα δεν είχε την ευχέρεια να σπουδάσει και να εξελίξει. Τη δική του κλίση παρατήρησα και αποκωδικοποίησα. Έχοντας πλέον τα μέσα και τα εφόδια, έφτασα να σπουδάσω νεοελληνική φιλολογία. Θα μπορούσα να πω ότι πιο πολύ μ’ επηρέασε στο να σπουδάσω φιλολογία πάρα θέατρο. Δεν με απέτρεψε να ακολουθήσω τον δρόμο του θεάτρου, αλλά δεν ήταν και ποτέ ενθουσιασμένος με την ιδέα, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τις δυσκολίες και το στρες του επαγγέλματος.
 
– Σε βαραίνει με οποιοδήποτε τρόπο η διαδικασία της καλλιτεχνικής «αυτονόμησης»; Βοηθάει πολύ το ότι δραστηριοποιούμαι στην Ελλάδα, όπου είμαι υποχρεωτικά αυτόνομη προσωπικότητα, μιας και ο πατέρας μου δραστηριοποιήθηκε στην Κύπρο. Το βάρος που κουβαλάω είναι μέσα μου κι είναι μια ευθύνη απέραντη απέναντι σ’ αυτούς τους δύο ανθρώπους που πραγματικά μ’ εφοδίασαν, με στήριξαν, μ’ ενίσχυσαν σ’ όλα μου τα βήματα κι όλες μου τις επιλογές. Έχω μια άτυπη ευθύνη απέναντί τους, την οποία προσπαθούν συνεχώς να απεμπολήσουν λέγοντάς μου ότι δεν περιμένουν τίποτα από μένα. Παρόλα αυτά, μέσα μου λειτουργεί το αίσθημα να δικαιώσω όλη αυτή την ενθάρρυνση που εισέπραξα. Οι γονείς μου, μου έδειχναν πάντα τρομερή πίστη, πάνω στην οποία οικοδομώ μέχρι σήμερα. 

– Θα σ’ ενδιέφερε να αναπτύξεις περισσότερο την τριβή, τη σχέση με την κυπριακή θεατρική πραγματικότητα; Το θέατρο στην Αθήνα είναι σαν τουρμπίνα, σαν δίνη. Είναι τέτοιες οι εργατοώρες, οι ρυθμοί, με τις συνεχόμενες παραστάσεις, τις πρόβες, την παράλληλη εργασία λόγω της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας, που αυτό το πράγμα σε απορροφά. Είμαι 15 χρόνια εδώ και τα τελευταία 11 που εργάζομαι υπάρχουν εξάμηνα, οχτάμηνα και εννιάμηνα που δεν φεύγω καν από την Αττική, όχι από την Ελλάδα. Είμαι θέατρο- σπίτι και σπίτι- θέατρο. Θα μ’ ενδιέφερε σίγουρα τα επόμενα χρόνια, αν μου δινόταν η επαγγελματική, καλλιτεχνική και οικονομική δυνατότητα να γίνω πιο επιλεκτικός, να επεκτείνω τον χώρο και τον χρόνο μου και να κάνω πράγματα και στην Κύπρο.
 
– Τι νοσταλγείς περισσότερο; Υπάρχει ένας κύκλος ανθρώπων που μ’ αγαπούν πολύ και το δείχνουν. Τους αγαπώ κι εγώ παρότι συνήθως είμαι κλειστός και κλεισμένος στον εαυτό μου. Συγγενείς και φίλοι είναι κίνητρο από μόνοι τους για να κατέβω στο νησί. Αγαπώ ούτως ή άλλως την καθημερινότητα στην Κύπρο. Την πεθυμώ κιόλας, γιατί αυτή τη στιγμή είμαι μέσα στην τουρμπίνα που λέγαμε. Πάντως, είναι συνειδητή η επιλογή να ζήσω στην Αθήνα, είναι μια πόλη που προσφέρει πολλά στο πεδίο της καλλιτεχνικής μου δράσης και η πόλη όπου πλέον είμαι παντρεμένος και ονειρεύομαι να κάνω οικογένεια.
 
– Έπαιξες για πρώτη φορά στην Επίδαυρο σε μικρή ηλικία. Τι σημαίνει αυτός ο χώρος για σένα; Η Επίδαυρος είναι το αγαπημένο μου μέρος στον πλανήτη. Πήγαινα από μικρή ηλικία κάθε καλοκαίρι με τον πατέρα μου όταν έπαιζε. Μέχρι σήμερα έχω παίξει σε 8-9 παραστάσεις εκεί, εκ των οποίων οι δύο σε μικρή ηλικία. Συμμετείχα τη δεκαετία του ’90 στον χορό στις Ικέτιδες και τη Λυσιστράτη με τον ΘΟΚ. Η πραγματική μου εμπειρία, όμως, χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τις υπόλοιπες, ήταν το 2015 με τις Εκκλησιάζουσες. Η Επίδαυρος είναι ένα φιλόξενο σπίτι για τον ηθοποιό. Όσο πιο μεγάλος ο ρόλος, τόσο πιο ζεστή η φιλοξενία. Έτσι, όταν ο Γιάννης Μπέζος μού έκανε ένα μεγάλο θεατρικό δώρο με τον ρόλο της Γριάς, που ήταν αστείος, μεγάλος και με γκελ στο κοινό, ένιωσα περισσότερο από κάθε άλλη φορά τη δύναμη αυτού του χώρου. Έπρεπε να βγω, να επικοινωνήσω και να πάρω τη μπάλα πάνω μου.
 
– Πάντως, κολύμπησες στα βαθιά από μικρός… Για να είμαστε ειλικρινείς και στα πολύ προστατευμένα. Ήταν η οικογένειά μου ο ΘΟΚ όταν ήμουν μικρός. Έχω λάβει πολύ αγάπη από τους συναδέλφους του πατέρα μου. Όχι μόνο όταν έπαιζα, αλλά κι όταν πήγαινα απλά και μόνο για να βρω μια γωνιά να κάνω τα μαθήματά μου.