«Θα ήθελα να στεκόμουν για λίγο πίσω από την πλάτη του Παπαδιαμάντη, του κυρ Αλέξανδρου, όχι μόνο για να κρυφοκοιτάξω τις χορευτικές φιγούρες της πένας του στο χαρτί αλλά και για να εισπνεύσω λίγη από την ανάσα του, που θα μύριζε κάποιες φορές ρετσίνα την οποία και αγαπούσε.»
 
– Τι σας σπρώχνει να αρχίσετε κάθε φορά το γράψιμο; Στην αρχή υπάρχουν τα συμπτώματα, οι ενοχλήσεις, που είναι εμμονές, σε κάποιο θέμα, γεμάτες περιέργεια και ερωτήματα. Όταν τα συμπτώματα επιμένουν, όταν επανέρχονται σαν ενοχλητικές μύγες του καλοκαιριού, τότε καταλαβαίνω πως ήρθε η ώρα. Η συγγραφή είναι αυτή η μακρόχρονη θεραπεία για να ησυχάσει η καρδιά και ο νους του συγγραφέα, για να απαλλαγεί από αυτές τις οχλήσεις που έχουν για άγνωστο λόγο εγκατασταθεί μέσα του.
 
– Πώς θα συστήνατε το νέο σας βιβλίο «Οι ρετσίνες του βασιλιά» σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας; Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που εξελίσσεται στα τωρινά χρόνια. Το βιβλίο φωτογραφίζει στιγμές της σημερινής Ελλάδας, όπως η νεανική μετανάστευση, η ερήμωση της επαρχίας, ενώ αφήνει να μπουν μέσα από τον φεγγίτη της αφηγηματικής ροής εικόνες του παρελθόντος που αντιδιαστέλλονται με τη ραγδαία εξέλιξη του καινούργιου κόσμου. Είναι ένα βιβλίο για τις οικογενειακές σχέσεις, για την αποδόμηση της κάθε εξουσίας, για τη μοναξιά. Οι ρετσίνες του βασιλιά, καθώς εξελίσσονται, λοξοκοιτάζουν στον κόσμο του αναγεννησιακού ανθρώπου του Ραμπελέ και κυρίως ψιθυρίζουν στον σαιξπηρικό κόσμο, ιδιαίτερα στον βασιλιά Ληρ. Επίσης είναι ένα μυθιστόρημα για τη δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων, την αγάπη και τη συγχώρεση.
 
– Στα βιβλία σας επιλέγετε να μπλέκετε ιστορικά γεγονότα. Τι είναι αυτό που σας ελκύει στην Ιστορία; Στο τελευταίο βιβλίο υπάρχει πολύ λιγότερη Ιστορία από ό,τι στα προηγούμενα καθώς η αφήγηση διασχίζει το σήμερα με λίγες αναφορές μνήμης στην Κατοχή και στον Εμφύλιο. Η έλξη που ασκεί γενικότερα η Ιστορία φαίνεται στην ευρεία αποδοχή του ιστορικού μυθιστορήματος από το αναγνωστικό κοινό, όπως και στο πάθος που διακρίνει τις συχνές δημόσιες αντιπαραθέσεις για ιστορικά ζητήματα.
 
– Ως λαός γνωρίζουμε την ιστορία της χώρας μας; Περίπου τόσο όσο οι υπόλοιποι λαοί του κόσμου.
 
– Τι θα πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει «η ιστορία» σας; Ως απάντηση θα σας θυμίσω τον τίτλο ενός γνωστού βιβλίου του Γκαίτε: Εκλεκτικές συγγένειες. 
 
– Πιστεύετε ότι αλλάζουν οι άνθρωποι στο πέρασμα του χρόνου; Αλλάζουν μόνο κέλυφος ή δέρμα, αν προτιμάτε. Η ψίχα του χαρακτήρα, των παρορμήσεων και της ψυχής μένει η ίδια.
 
– Πώς όμως μια σκέψη γίνεται βιβλίο; Εκείνη που συνήθως γίνεται εμμονή σε θεματικό επίπεδο ή στην ατμόσφαιρα της γραφής. Όσο αυτή μένει μέσα και δεν φεύγει καταλαβαίνω ότι είναι το έναυσμα ενός καινούργιου βιβλίου. Το σύμπτωμα που επιμένει δηλώνει ότι πρέπει να γίνει μια χειρουργική πράξη. Και αυτή η χειρουργική πράξη είναι η συγγραφή του βιβλίου. 
 
– Είναι δύσκολο το να γραφτεί ένα βιβλίο; Το μυθιστόρημα, αν θέλει να έχει κάποιες απαιτήσεις και φιλοδοξίες, πρέπει να αντιμετωπίζεται με επαγγελματισμό. Είναι ένα είδος γραμματειακό, με πολλές απαιτήσεις, θέλει συνέπεια, αφοσίωση και μια μακροχρόνια σχέση για να αποφέρει κάποια στιγμή τους καρπούς. 
 
– ∆είτε τον εαυτό σας σαν φάντασµα. Σε ποιου συγγραφέα την πλάτη θα θέλατε να έχετε σκύψει για να δείτε πώς δουλεύει; Θα ήθελα να στεκόμουν για λίγο πίσω από την πλάτη του Παπαδιαμάντη, του κυρ Αλέξανδρου, όχι μόνο για να κρυφοκοιτάξω τις χορευτικές φιγούρες της πένας του στο χαρτί αλλά και για να εισπνεύσω λίγη από την ανάσα του, που θα μύριζε κάποιες φορές ρετσίνα την οποία και αγαπούσε.
 
– Αυτή την περίοδο ποιο βιβλίο διαβάζετε; «Πύλη εισόδου» της Μάρως Δούκα, ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο.
 
 
pieris.panagi@phileleftheros.com