«Παίρνοντας θέση» του Ρόναλντ Χάργουντ σε σκηνοθεσία Ελένης Αναστασίου.

Ο Ούγγρος σκηνοθέτης Ίστβαν Σάμπο ίσως να επέλεξε να δικαιώσει τον τίτλο της ταινίας του «Taking Sides» (2001), η οποία βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Ρόναλντ Χάργουντ (1995). Η ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούν ο Χάρβεϊ Καϊτέλ και ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ, κλείνει με πραγματικά πλάνα εποχής, στο τέλος μιας συναυλίας το 1942, όπου ο μαέστρος Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ διευθύνει τη Φιλαρμονική του Βερολίνου για ακροατήριο ναζιστών αξιωματικών. Ο διαβόητος Φρίντριχ Γκαίμπελς πλησιάζει, εν μέσω χειροκτορημάτων, τον μαέστρο και του σφίγγει παρατεταμένα το χέρι. Ο Φουρτβένγκλερ δεν μοιάζει χαρούμενος και αμέσως μετά φαίνεται να σκουπίζει διακριτικά τα χέρια του μ’ ένα μαντήλι (σ.σ. ψάξτε τη).

Στην ταινία (στην Ελλάδα κυκλοφόρησε με τίτλο «Προσωπική Συμφωνία»), ο χαρακτήρας του Αμερικανού ταγματάρχη και ανακριτή Στιβ Άρνολντ, αποτυπώνεται από τον Καϊτέλ ως γλοιώδης, άξεστος και εμμονικός, ωθώντας τη ζυγαριά του θεατή προς την πλευρά του μαέστρου.

Έχει τη σημασία του ότι ο Σάμπο παρέμεινε και μεγαλούργησε στην υπό σοβιετική επιρροή Ουγγαρία της εποχής του Κάνταρ, κόντρα στις πεποιθήσεις του. Συνεπώς, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι εύκολα έβαζε τον εαυτό του στη θέση του Φουρτβένγκλερ.

Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι η Ελένη Αναστασίου δεν είχε κάποιον ιδιαίτερο λόγο να πάρει πραγματικά θέση σ’ ένα τόσο ακανθώδες και πολυεπίπεδο έργο, η ουσία και η σημασία του οποίου εδώ και 30 χρόνια έγκειται ακριβώς στο ότι αντιτίθεται στον ίδιο του τον τίτλο. Για την ακρίβεια, δίνει το περιθώριο στον (κάθε) θεατή να μηρυκάσει όλα τα ζητήματα που θίγονται και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Ή και όχι.

Στο αρχιτεκτονικά φορτισμένο, αποικιοκρατικό αρχοντικό του 1926, πρώην οικία του Διευθυντή της Αγγλικής Σχολής Λευκωσίας, η θεατρική ομάδα Alpha Square προσφέρει μία σπάνια θεατρική εμπειρία: όχι μόνο παρακολουθούμε μια παράσταση, αλλά γινόμαστε αυτόπτες μάρτυρες μιας εξονυχιστικής ανάκρισης, που διερευνά τι σημαίνει να «παίρνεις θέση» μέσα στο πηχτό έρεβος της εύφλεκτης συνθήκης.

Στην περίπτωση του διάσημου μαέστρου, το ζήτημα δεν είναι απλό: δεν ήταν μέλος του κόμματος, βοήθησε Εβραίους μουσικούς να διαφύγουν, δεν χαιρέτησε ναζιστικά. Κι όμως, συνέχισε κανονικά να διευθύνει τη Φιλαρμονική του Βερολίνου επί Χίτλερ, ενώ δική του ηχογράφηση της 7ης Συμφωνίας του Μπρούκνερ επελέγη από τη γερμανική ραδιοφωνία κατά την ανακοίνωση του θανάτου του Φύρερ. Ήταν λοιπόν συνένοχος ή απλώς ένας άνθρωπος που επέλεξε να μείνει πιστός στην τέχνη του;

Η σκηνοθέτρια χειρίζεται με επιδεξιότητα τη λεπτή ισορροπία. Επιλέγει να μην προσφέρει εύκολες απαντήσεις, αλλά να διαμορφώσει ένα πεδίο επίκαιρου στοχασμού, όπου το κοινό– σε απόσταση αναπνοής από τους ηθοποιούς– παρακολουθεί εμβρόντητο τη σύγκρουση της τέχνης με την ιστορία, της πίστης με την ηθική, της συνείδησης με την επιβίωση.

Το σκηνικό του Γιώργου Γιάννου, λιτό αλλά εύγλωττο. Το κοινό τακτοποιείται στο ανακριτικό γραφείο κατόπιν καθοδήγησης των συντελεστών, ενώ το παλιό τζάκι με τον ξεθωριασμένο ναζιστικό αετό στο δωμάτιο της παράστασης υπενθυμίζει ανατριχιαστικά ότι το παρελθόν δεν είναι κάτι νεκρό. Ήδη από το προαύλιο, οι αισθήσεις διεγείρονται, καθώς ακούγεται η 5η του Μπετόβεν, στην ιστορική ηχογράφηση του Φουρτβένγκλερ.

Η μουσική παρέμβαση του Σταύρου Μακρή και οι φωτισμοί του Νίκου Μυλωνά συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας εποχής, που αντανακλά την επιτακτικότητα και το βάρος των ηθικών ζητημάτων που διακυβεύονται.

Σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια από τον Καϊτέλ, ο Ανδρέας Αραούζος ερμηνεύει τον ταγματάρχη Στιβ Άρνολντ με οξύτατη δραματουργική ευαισθησία. Αντί για τον στερεοτυπικό, χοντροκομμένο Αμερικανό ανακριτή, σκιαγραφεί έναν χαρακτήρα βαθιά πληγωμένο, σαρκαστικό και οργισμένο. Επιφορτίζει τον εαυτό του με την ανάκριση του σπουδαιότερου μουσικού της εποχής του, τον οποίο βλέπει ως «φάλαινα», αδιαφορώντας για τα μικρά «ψαράκια».

Το κάνει με σωματική και φωνητική αμεσότητα, χωρίς εξωραϊσμούς, σκληρός και εύθραυστός ταυτόχρονα. Θεωρεί ότι οι καλλιτέχνες δεν ήταν αθώοι θεατές, αλλά έγιναν μέρος του καθεστώτος επιλέγοντας να συνεχίσουν το έργο τους μέσα σ’ αυτό, έχοντας διατηρήσει την εξουσία και τα προνόμιά τους. Επιρρίπτει στον προβεβλημένο αρχιμουσικό ακριβώς το ότι δεν μπορούσαν να τον αγγίξουν ούτε καν οι αδίστακτοι ναζί, οι οποίοι γνώριζαν καλά πως τέχνη και πολιτική δεν διαχωρίζονται.

Ο Βαρνάβας Κυριαζής ως Φουρτβένγκλερ αποδίδει με εντυπωσιακή ακρίβεια τις εσωτερικές συγκρούσεις ενός ανθρώπου που ισορροπεί μεταξύ της αφοσίωσής του στη μουσική και της συνείδησής του. Μεταφέρει με αυθεντικότητα τον διχασμό ενός καλλιτέχνη που επέλεξε να επιπλεύσει πατώντας σε «δύο βάρκες», συνεχίζοντας τη ζωή του και την καριέρα του, ενώ γύρω του ο κόσμος βυθιζόταν στο σκοτάδι.

© Νίκος Μυλωνάς

Στις ερμηνείες των δευτερευόντων ρόλων, υπάρχει μια φευγαλέα αίσθηση σχετικής ανισορροπίας σε επίπεδο τόνου· λες και υπερβάλλουν ή χάνουν για στιγμές τη γραμμή της σκηνοθεσίας, κινούμενοι άλλοτε σε εξάρσεις, άλλοτε σε αμήχανες εσωστρέφειες. Ωστόσο, μέσα στο συγκεκριμένο ασφυκτικό πλαίσιο, όπου κάθε βλέμμα και ανάσα μετρά, ακόμα κι αυτές οι αποκλίσεις φαίνεται να υπηρετούν την αίσθηση του ρευστού, του ασταθούς, του μεταπολεμικού χάους.

Ο υπολοχαγός Γουίλς (Γιώργος Ευαγόρου) και η γραμματέας Στράουμπ (Μαρίλια Χαριδήμου), είναι οι φωνές της αμφιθυμίας, που φωτίζουν την κρίση ταυτότητας της μεταπολεμικής Γερμανίας. Μεγαλωμένοι με τη μουσική του Φουρτβένγκλερ, είναι πιο επιεικείς. Η σύγχυση είναι μέρος της ιστορικής μνήμης.

Ο χαρακτήρας του ανθρωπάκου Χέλμουτ Ρόντε (Χάρης Αττώνης), προσφέρει μία σκληρή υπενθύμιση: πως οι μικροί άνθρωποι μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο και ότι η ευτέλεια βρίσκει τρόπο να σηκώσει κεφάλι. Η Ταμάρα Σακς της Παναγιώτας Παπαγεωργίου είναι μια φιγούρα που αντιστέκεται στη μνησικακία και λειτουργεί ως ηθικό αντίβαρο στο σχήμα «θύτης- συνεργός», φωτίζοντας τις γκρίζες ζώνες όπου δημιουργία και επιβίωση συγκρούονται.

© Νίκος Μυλωνάς

Το καίριο ερώτημα του έργου παραμένει άλυτο: μπορεί η τέχνη να είναι αμέτοχη; Υπάρχει μια «ουδέτερη ζώνη ομορφιάς» μέσα στο σκοτάδι, ενόσω ολόκληρος ο κόσμος καταρρέει; Ο Φουρτβένγκλερ ισχυρίζεται πως έμεινε για την πατρίδα και τη μουσική του. Ήθελε να πιστεύει πως υπηρέτησε την Τέχνη και όχι το καθεστώς. Αλλά αν οι ναζί είχαν νικήσει, θα στεκόταν στο εδώλιο ή στο πόντιουμ, υπό τις επευφημίες τους;

Το έργο ίσως θέλει να μας πει πως κι όταν δεν παίρνεις θέση, έχεις ήδη πάρει. Αυτό ξεδιπλώνεται σε μια πρόταση υψηλής ηθικής θερμοκρασίας, που συνδυάζει την ιστορική ενσυναίσθηση, τη σκηνοθετική διαύγεια και το καλλιτεχνικό ήθος και αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του θέματος, μαζί με τα σκιερά όρια της ανθρώπινης συνείδησης και της συμπεριφοράς σε περιόδους κρίσης. Μια εμπειρία που λειτουργεί περισσότερο ως δοκιμασία συνείδησης· μια απαραίτητη ανάσα, αλλά κι ένα ηχηρό καμπανάκι σε καιρούς όπου νιώθουμε εγκλωβισμένοι στη λούπα της ιστορίας, αβέβαιοι για τη θέση μας και για το βάρος των επιλογών μας.

Ελεύθερα, 18.5.2025