Μαρία Πυλιώτου, «Το Χρονικό μιας Δασκάλας», ιδιωτική έκδοση, 2024.

H Μαρία Πυλιώτου, μια σημαίνουσα προσωπικότητα των κυπριακών γραμμάτων, πρωτοπόρα εκπαιδευτικός και σπουδαία συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, σε μεγάλη πια ηλικία, θέλησε να καταγράψει τις παιδικές– εφηβικές της αναμνήσεις μέχρι που έγινε δασκάλα.

Το βιβλίο έχει τίτλο «Το χρονικό μιας Δασκάλας» και αντικατοπτρίζει πιστά το χαρακτήρα, την ιδιοσυγκρασία και τη φυσιογνωμία της ίδιας. Ένα σιντριβάνι που αναβλύζει καλοσύνη, πραότητα, δοτικότητα, ζέστα και θετική αύρα ήταν η Μ.Π. σε όλη της την ζωή. Και το βιβλίο της δεν θα μπορούσε ν’ αποτελεί κάτι διαφορετικό.

Το μεταξένιο πέπλο της νοσταλγίας, η γλυκιά θαλπωρή των αναμνήσεων της παιδικότητας και της νιότης κατακλύζουν όλο το βιβλίο. Κι όλ’ αυτά γίνονται τόσο χαμηλόφωνα, τόσο σεμνά, με τη συστολή και την ντροπαλότητα μιας παιδούλας. Γιατί αυτό ήταν και παραμένει η Μ.Π. όσο κι αν την βάρυναν τα χρόνια.

Η συγγραφέας ξεκινά την αφήγησή της με μια μνήμη που την πλήγωσε και της άφησε βαθιά χαρακιά στη ψυχή. Πέντε χρονών βίωσε την απώλεια ενός θείου με καλλιτεχνική φλέβα στη μουσική μα και στις εικαστικές τέχνες, ένα θείο που υπεραγαπούσε και την υπεραγαπούσε και ο ίδιος. Γενικά, η Μ.Π. καταγράφει και περιγράφει όσα την καθόρισαν στην παιδική της ηλικία, όσα έθεσαν τη σφραγίδα τους στην μετέπειτα πορεία της ως ανθρώπου και ως πνευματικού δημιουργού. Π.χ. η αφηγηματική δεινότητα ενός γείτονά της ήταν κάτι που τη μάγεψε, τη σαγήνευσε και τη μαγνήτισε. Το δέος που ένιωσε απέναντι στην καλλιέπεια του αφηγηματικού λόγου φαίνεται πως υπήρξε καταλυτικό για την μετέπειτα πορεία της.

Η Μ.Π. φέρνει στο νου την καλοσύνη, όπου τη συνάντησε και μας την αναδιηγείται. Η καλοσύνη υπήρξε γι’ αυτήν πηγή έμπνευσης στα πάρα πέρα βήματά της στη ζωή.

Βέβαια, με ιδιαίτερη ζέση, τρυφερότητα, νοσταλγία και σεβασμό περιβάλλει τις αναμνήσεις από τους γεννήτορές της, μητέρα και πατέρα, αλλά και τον ιερέα παππού της και την παπαδιά γιαγιά της. Αυτές οι σελίδες αναβλύζουν μιαν απέραντη θετικότητα και διεγείρουν πανέμορφα συναισθήματα στους αναγνώστες της.

Ενδεικτικά, ας δούμε τι λέει για τον παππού της: «Ο παππούς μου έφευγε τις Κυριακές από την εκκλησία, μετά το τέλος της λειτουργίας κι ώσπου να ρθει κοντά μας, έδινε ένα- ένα τα πρόσφορά του στον κόσμο που αντάμωνε. Με δίδασκε ο παππούς μου χωρίς ποτέ να μου κάνει κήρυγμα» (σελ. 42).

Σημασία στην ανθρώπινη μνήμη δεν έχουν όμως μόνο οι άνθρωποι, έχουν και οι τόποι. Η Μ.Π. φέρνει στο νου με γλυκιά νοσταλγία τη γενέθλια γη του Λευκόνοικου, αλλά και τη Λύση γενέτειρα του πατέρα της, όπως επίσης και τη γειτονική Κοντέα. Και συνδέει τις μνήμες από τα τρία αυτά χωριά με τρεις εξέχοντες πνευματικούς δημιουργούς, τόπο καταγωγής του καθενός. Μιλά για το Λευκόνοικο του Βασίλη Μιχαηλίδη, τη Λύση του Παύλου Λιασίδη και την Κοντέα του Τεύκρου Ανθία. Και το πράττει με τόση αγάπη και τόσο σεβασμό.

Η Μ.Π. έχει μνήμες κι από την ειρηνική, αρμονική, αδελφική συμβίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στα γύρω χωριά. Παραθέτει τις αναμνήσεις της με γλαφυρότητα, παραστατικότητα και συγκίνηση: «Δε θα ξεχάσω ποτέ που μια μέρα πήγαμε και παρακολουθήσαμε ένα τουρκοκυπριακό γάμο. Θυμάμαι τα τύμπανα, τους ζουρνάδες, τα νταούλια κι άλλα. Τα τραγούδια, τις φωνές τους που ηχούσαν στ’ αυτιά μου λυπημένες. Όλα όμορφα και παράξενα, λίγο αλλιώτικα από τα δικά μας, που σκορπούσαν όμως τον ίδιο καημό, την ίδια με την δική μας λαχτάρα για τη ζωή» (σελ. 23).

Επανέρχομαι όμως σ’ αυτά που πλήγωσαν την παιδική ψυχή της Μ.Π. π.χ. το πρώτο, ίσως και το μοναδικό, χαστούκι από τον δάσκαλό της στο Δημοτικό, ένα χαστούκι που ήταν άδικο γι’ αυτό άφησε τραύμα ανεξίτηλο στη ψυχή της, τραύμα που συνεχίζει να παραμένει ανεπούλωτο τόσες δεκαετίες μετά.

Η συγγραφέας έζησε και την ιδεολογική μισαλλοδοξία που μάστιζε την εποχή της παιδικής της ηλικίας και τα πολιτικά ήθη εκείνης της περιόδου και όχι μόνον αυτής. Μια μισαλλοδοξία που έθετε μονίμως στο στόχαστρο την Αριστερά και τους ανθρώπους της. Η Μ.Π. αντικρίζει αυτό το τραύμα κατάφατσα και το διαχειρίζεται με τη γνωστή πραότητά της, αλλά και με ανωτερότητα και ήθος που υπερβαίνει κάθε λογής μικρότητα.

Ο Πάμπλο Νερούδα έγραψε ένα ογκώδες τόμο με τα απομνημονεύματά του υπό τον τίτλο: «Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα». Ομοίως, και η Μ.Π. έζησε τη δική της τη ζωή. Η «ομολογία» της μπορεί να μην είναι τόσο ογκώδης όπως του Χιλιανού ποιητή, είναι όμως το ίδιο χυμώδης, ουσιαστική και γεμάτη από λαμπερές αναμνήσεις ανθρωπιάς, καταδεκτικότητας και προσφοράς. Όπως και ο Νερούδα το ίδιο και η Μ.Π. δεν μετανιώνει για τη ζωή που έζησε, για τις επιλογές που έκαμε και για τον δρόμο που πήρε.

Έγινε μια Δασκάλα με το δέλτα κεφαλαίο και μια συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας που μίλησε στις καρδιές των παιδιών αναγνωστών της που της ανταπέδωσαν την αγάπη που τους πρόσφερε. Να πόσο απλά το λέει η ίδια: «Καλύτερα που δεν είχα σπουδάσει! Σπουδάζεται, άραγε, η αγάπη; Αν σπούδαζα φιλόλογος ή ζωγράφος, δεν θα ήμουν αυτό που είμαι τώρα… Αλήθεια, δε θα ήθελα να ήμουν κάτι άλλο! Όσο σπουδαίο και να ήταν!!». (σελ. 110)

Η αλήθεια είναι ότι διαβάζοντας κανείς το αυτοβιογραφικό βιβλίο «Το χρονικό μιας Δασκάλας» της Μ.Π. κατανοεί καλύτερα και βαθύτερα όλο το προηγηθέν λογοτεχνικό της έργο. Αυτά που την καθόρισαν βρήκαν την έκφρασή τους και στα βιβλία που προηγήθηκαν. Αυτές οι παιδικές αναμνήσεις είναι απλά το επιστέγασμα μιας λαμπρής και τιμημένης πορείας γεμάτης ανθρωπιά, καλοσύνη και δημιουργικό οίστρο.

g.frangos@cytanet.com.cy