Μεχμέτ Γιασίν, «Ώρες απέλασης», εκδόσεις Αστάρτη, 2024.
Το μυθιστόρημα του Μεχμέτ Γιασίν «Ώρες απέλασης», που πρωτοκυκλοφόρησε στα τουρκικά το 2003 και στα ελληνικά, σε άριστη μετάφραση της Φραγκώς Καραογλάν, το 2024, είναι ό,τι πιο υβριδικό, πιο μεταμοντέρνο και πειραματικό έχει γράψει ποτέ ο σημαντικός αυτός Τουρκοκύπριος λογοτέχνης.
Το βιβλίο είναι συνάμα και ένα ειδολογικό κράμα, καθώς πέρα από την κεντρική αφηγηματική γραμμή, εμπεριέχει τον δοκιμιακό λόγο, τη λογοτεχνική ανάλυση, την ιστορία, τη γλωσσολογία, την κοινωνιολογία και άλλες πολλές πτυχές, εκ πρώτης όψεως αδιόρατες.

Σ’ αυτό το μυθιστόρημα τα δρώμενα και η πλοκή είναι ήσσονος σημασίας. Προέχει η πολιτική ανατομία του θεάτρου των δρωμένων, αλλά και η αισθητική πραγματεία με κύριο εργαλείο τη γλωσσική πανδαισία και υπεροπλία. Μύθος και επιμύθιο συμβαδίζουν σ’ αυτό το βιβλίο από την πρώτη σελίδα μέχρι και την τελευταία.
Ο συγγραφέας Μεχμέτ Γιασίν και ο κεντρικός ήρωάς του Μισαήλ Οσκάρους συνομιλούν, συνδιαλέγονται, συνυπάρχουν, συμπληρώνουν ή και αναιρούν ο ένας τον άλλο. Κι όλα αυτά γίνονται πάντα με σαρκασμό, ειρωνεία και χιούμορ. «Ο συγγραφέας μου, λοιπόν, εφόσον γράφει για τον εαυτό του, τι θέλει και φορτώνει τις αναμνήσεις του σε έναν φιλήσυχο μυθιστορηματικό χαρακτήρα όπως εγώ;». (σελ. 15)
Βέβαια, κύριος αφηγητής στο βιβλίο είναι ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας Μισαήλ Οσκάρους που συνομιλεί συνεχώς πότε με τον συγγραφέα του, πότε με τον εαυτό του και πότε με τους αναγνώστες. Σε όλο το έργο οι ρόλοι γράφοντα και… γραφομένου, αφηγητή και αφηγουμένου είναι εναλλασσόμενοι. Το ίδιο συχνά αλλάζουν θέση ο μύθος με το επιμύθιο: «Αποκαλύπτεται τελικά πως είμαστε μέσα στο κείμενο ενός θεατρικού έργου όπου θεατές και ηθοποιοί αλλάζουν θέσεις». (σελ. 62)
Επαναλαμβάνω, κεντρικός χαρακτήρας και συγγραφέας είναι το ego και το alter ego του ιδίου ατόμου. Η σχέση τους κάποτε είναι συγκρουσιακή και κάποτε συμπληρωματική. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μία ενιαία πλην όμως κατακερματισμένη προσωπικότητα. Συμπλέκοντας και περιπλέκοντας συνεχώς τον μύθο με το επιμύθιο, ο συγγραφέας παραθέτει αλληγορίες – μεταφορές – συνειρμούς. Και ύστερα αποκαλύπτει τα βαθύτερα νοήματά τους, που όλα μα όλα παραπέμπουν στη σύγχρονη κυπριακή ιστορία.
Η ποιητολογική, αισθητική ανάλυση, εν είδει δοκιμιακής γραφής, δεν σταματά ποτέ. Η ποιητική του συγγραφέα διατρέχει όλο το βιβλίο. Ιδού πως οριοθετείται η σχέση συγγραφέα – αναγνώστη: «…οι αναγνώστες διαβάζουν ένα βιβλίο σύμφωνα με τις δικές τους εμπειρίες ο καθένας… ο αναγνώστης θα συνεχίσει να διαβάζει το βιβλίο κάποιου άλλου μόνο στο βαθμό που μπορεί να το συσχετίσει με τον εαυτό του». (σελ. 201)
Μιλώντας για τη γένεση μιας πνευματικής δημιουργίας ο Μ.Γ. σημειώνει: «…πίσω από κάθε βιβλίο υπάρχει ένα άλλο βιβλίο, ακριβώς όπως πίσω από κάθε γενιά υπάρχει μια άλλη γενιά…». (σελ. 225)
Σε αυτό το σημείο θέλω να καταθέσω την άποψη ότι ποσοτικά και νοηματικά μάλλον υπερισχύει το επιμύθιο του μύθου. Πιστεύω ότι έπρεπε να ισχύει το αντίθετο. Η δοκιμιογραφία, για το συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο, ίσως θα μπορούσε, ποσοτικά τουλάχιστον, να ελεγχθεί περισσότερο.
Ωστόσο, πιστεύω ότι η όλη αισθητική αξία του βιβλίου έγκειται στο γλωσσικό του πλούτο. Με κύριους μοχλούς τα καραμανλίδικα, που είναι τούρκικα γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες, αλλά και τα διάσπαρτα στοιχεία της ε/κ και της τ/κ διαλέκτου, μαζί με λόγιες εκφράσεις ή θρησκευτική ορολογία στα τουρκικά και τα ελληνικά.
Όλα αυτά είναι ανεπανάληπτα. Γλωσσική πανσπερμία, γλωσσική πανδαισία, ένας γλωσσολογικός θησαυρός. Η μεταφράστρια Φραγκώ Καραογλάν επιτέλεσε αξιοθαύμαστο έργο. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι δεν κατέχει τις δύο διαλέκτους του νησιού, ενώ κατάφερε να βρει τις αντιστοιχίες και να τις αποδώσει σωστά, το έργο της καθίσταται ακόμα πιο αξιοθαύμαστο.
Κοινές λέξεις της ε/κ και της τ/κ διαλέκτου είναι διάσπαρτες παντού σε όλο το βιβλίο. Παραθέτω μερικές ενδεικτικά: καντζέλια, παλλούρα, καραολιά, κουκουφκιάος, κατσικορώνα κλπ. Είναι βέβαια διάχυτες και ποιητικές εκφράσεις, που υπηρετούν πολυεπίπεδα νοήματα: «…αποσχίστηκα από τον εαυτό μου». (σελ.20)
Αναφερόμενος στα της τ/κ κοινότητας θα έλεγα ότι ο Μ.Γ. αναπτύσσει και μιας μορφής εσωτερικό διάλογο με τον Τζορτζ ‘Οργουελ και τα κλασικά έργα του «1984» και «Μεγάλος Αδελφός». Αφού, ουσιαστικά θεματοποιεί την ανελευθερία των ανθρώπων.
Ας δούμε όμως λίγο και την πολιτική διάσταση του βιβλίου. Ο συγγραφέας θέτει την Τουρκία στο εδώλιο του κατηγορουμένου για τη συμπεριφορά της απέναντι στους Τ/κ που είναι δυναστική, υποτιμητική, απαξιωτική και προσβλητική. Οι αναφορές των εδώ εκπροσώπων της δεν αφήνουν περιθώρια για παρερμηνείες, είναι σαφείς, συγκεκριμένες και κατηγορηματικές. Π.χ. «…μπας κι είσαι κι εσύ από κείνους τους ανόητους που’ χουν πάρει διαβατήριο από την άλλη πλευρά και το κρύβουνε;» (σελ. 98) Και λίγο πιο κάτω η ύβρις προς την τ/κ κοινότητα συνολικά: «Άι χάσου! Απομεινάρι κοινότητας σκουληκιών, χίλιες φορές μετανιώνουμε που σας σώσαμε!». (σελ. 99)
Γενικά, η συγκρουσιακή αντιπαραθετική σχέση μεταξύ Τουρκίας και των εδώ εκπροσώπων της και των Τ/κ παρουσιάζεται ανάγλυφα και παραστατικά. Φωτίζονται πολύπλευρα και διάπλατα οι εκατέρωθεν κατηγορίες και ο σκωπτικός ψόγος: «Οι κόρες των συνοφρυωμένων αξιωματικών, στολισμένες με όλα τα λάφυρα, χρυσά στολίδια και κοσμήματα, που έχουν ανακαλύψει στα κατειλημμένα σπίτια». (σελ. 112)
Ο Μ.Γ. πραγματεύεται συχνά τη σχέση τέκνου – γονέα, αναφερόμενος στον τόπο μας και τις μητέρες ή μητριές πατρίδες. Το πράττει μεταφορικά, αλληγορικά, διαφορετικά. Πάντοτε όμως με αισθητικές αξιώσεις: «…η αιώνια μάνα που μας κηδεμονεύει όλους σαν πατέρας. Εσείς, πείτε πως είναι η ερωμένη μας που υποδύεται τη σύζυγό μας. Κι εκείνη ας πει πως είναι η θυγατέρα μας που θα μας κάνει ό,τι θέλει». (σελ. 21)
Δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω πως ε/κ και τ/κ λογοτεχνία, έστω κι αν γράφονται σε διαφορετικές γλώσσες, εφάπτονται, διασταυρώνονται, βαδίζουν σε παράλληλους δρόμους και όχι σπάνια ταυτίζονται. Τρανή απόδειξη περί τούτου το μυθιστόρημα του Μεχμέτ Γιασίν «Ώρες Απέλασης».