Όπως φαίνεται και οι επόμενες εκλογές, οι Προεδρικές του 2023, θα στηριχθούν στο ίδιο εκλογικό σώμα που στηρίχθηκαν και οι βουλευτικές του 2021. Ο αριθμός των νέων ψηφοφόρων είναι πολύ μικρός για να διαφοροποιήσει τα δεδομένα. Οι προσθαφαιρέσεις δεν θα διαφοροποιήσουν κατά πολύ τα δεδομένα. Γι’ αυτό και οι τάσεις που είχαν διαμορφωθεί τότε, τόσο εκείνων που πήγαν στις κάλπες όσο και εκείνων που έμειναν μακριά, έχουν την ιδιαίτερη σημασία τους και στις επικείμενες εκλογές.
Είναι εμφανές και από τη δράση των πολιτικών δυνάμεων, που έχουν ρίξει όλο το βάρος τους πάνω στους υφιστάμενους ψηφοφόρους και κυρίως εκείνους που γνωρίζουν ότι είναι σίγουροι ότι θα πάνε στις κάλπες. Λιγότερες είναι οι κινήσεις που έχουν γίνει προς εκείνους που δεν θέλουν, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, να πάνε να ψηφίσουν. Κάποιες κινήσεις έχουν γίνει με γνώμονα την προσέλκυση νέων ψηφοφόρων ή να πειστούν άτομα που προηγουμένως δεν πήγαν στις κάλπες. Ωστόσο, αυτές οι κινήσεις για να αποδώσουν πρέπει πρώτα να ξεπεράσουν το κλίμα όξυνσης και αντιπαράθεσης που άρχισε να γίνεται όλο και πιο έντονο.
Ένας ψηφοφόρος που για δικούς του λόγους έκρινε και αποφάνθηκε ότι απεχθάνεται την πολιτική και τους πολιτικούς και δεν πάει να ψηφίσει, θα πρέπει να πειστεί ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα βλέπει. Το δύσκολο είναι να πειστεί πως δεν είναι όλοι οι πολιτικοί και δεν είναι όλα στην πολιτική όπως ο ίδιος τα αντιλαμβάνεται. Θα πρέπει με συγκεκριμένες πράξεις να του αφαιρεθεί αυτή η καχυποψία που έχει έναντι πολιτικών και πολιτικής.
Οι πολιτικοί για να πείσουν τους καχύποπτους/κακεντρεχείς ψηφοφόρους θα πρέπει να αναλώσουν πολλές από τις δυνάμεις τους προς αυτή την κατεύθυνση. Όταν οι ίδιοι πολιτικοί ανταγωνίζονται σε έναν πόλεμο αλληλοεξόντωσης όχι μόνο δεν θα πείσουν τον ψηφοφόρο να πάει στην κάλπη αλλά θα τον δικαιώσουν για τις επιλογές του και ενδεχομένως να στείλουν κι άλλους να τον ακολουθήσουν.
Μπορεί να είμαστε κοντά στις εκλογές αλλά οι υποψήφιοι, ιδιαίτερα οι τρεις βασικοί διεκδικητές της Προεδρίας της Δημοκρατίας έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους. Μέχρι τώρα εργάζονταν, κατά κύριο λόγο, για να περάσουν μηνύματα προς οικείους ψηφοφόρους, πρωτίστως να πείσουν τους ψηφοφόρους που κινούνται στο κομματικό χώρο των δυνάμεων που είτε εκπροσωπούν είτε τους στηρίζουν.
Όσο πιο κοντά θα βρίσκονται στις εκλογές τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ανάγκη να στραφούν προς τους άλλους ψηφοφόρους, εκείνους που σήμερα δηλώνουν πως δεν θα τους στηρίξουν. Θα πρέπει, εάν θέλουν να ελπίζουν σε ένα θετικό αποτέλεσμα, να στείλουν μηνύματα πέραν από το δικό τους ακροατήριο, το οποίο θα έπρεπε να είχαν ήδη πείσει.
Για παράδειγμα, ο Νίκος Χριστοδουλίδης δεν αρκεί να είναι πειστικός στους ψηφοφόρους των κομμάτων που τον στηρίζουν αλλά και στους Συναγερμικούς. Θα πρέπει την ίδια ώρα να πείσει και τον αριστερό ψηφοφόρο πως εάν εκλεγεί Πρόεδρος δεν θα είναι μια κυβέρνηση του Συναγερμού, με τα ίδια άτομα που ήταν έως τώρα στην εξουσία. Ο Αβέρωφ Νεοφύτου, δεν αρκεί να απευθύνεται μόνο στους ψηφοφόρους του ΔΗΣΥ, αλλά θα πρέπει να στείλει και μηνύματα προς τον ευρύτερο χώρο της κεντροδεξιάς με την οποία και στο παρελθόν είχε συνεργαστεί επιτυχώς. Ο Ανδρέας Μαυρογιάννης, θα πρέπει από πλευράς του να αρχίσει να απευθύνεται και σε κόσμο πέραν του ΑΚΕΛ, της ευρύτερης αριστεράς, προκειμένου να ενισχύσει το εκλογικό του εκτόπισμα.
Όσο σημαντικές είναι αυτή τη στιγμή οι συσπειρώσεις που επιδιώκει ένας έκαστος υποψήφιος, άλλο τόσο σημαντικά είναι και τα μηνύματα που θα απευθυνθούν ευρύτερα μέσα στην κοινωνία. Θα πρέπει να θυμούνται ότι η μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος που δεν θέλει να πηγαίνει στις κάλπες, προέρχεται από όλους του κομματικούς χώρους. Και είναι αυτούς τους ψηφοφόρους που έχουν ανάγκη.