Οι πρόσφυγες και οι συνοικισμοί ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο για τους κυβερνώντες τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και μια καλή πηγή ψήφων τη συγκεκριμένη περίοδο. Έδιναν σπίτια και διαμερίσματα σε συνοικισμούς, έβαζαν μπροστά αιτήσεις για αυτοστεγάσεις με αντίτιμο μερικές χούφτες ψήφους. Αναζητώντας μια στέγη για τους ίδιους και τις οικογένειες τους περισσότεροι πρόσφυγες της τραγωδίας του 1974 δέχθηκαν να παίξουν αυτό το παιχνίδι. Και μετά, όταν άρχισαν να δύσκολα και χρειάζονταν εκατομμύρια για συντήρηση, ανακαλύφθηκε η ιδέα της παραχώρησης τίτλων ιδιοκτησίας. Και έτσι άρχιζαν να μοιράζονται αβέρτα τίτλοι και το κράτος να γλυτώνει τον μπελά της συντήρησης σπιτιών και διαμερισμάτων. Την ίδια ώρα το κράτος, με πρόσχημα τις απαιτήσεις της Ευρώπης, φρόντισε να αφαιρέσει και τις φοροελαφρύνσεις που δίνονταν σε πρόσφυγες, με την υπόσχεση ότι θα επανέλθει με αντισταθμιστικά (τα οποία βεβαίως δεν ήρθαν ποτέ!). 

Δίπλα από κάθε μεγάλη πόλη της Κύπρου υπάρχουν διάσπαρτοι συνοικισμοί μέσα στους οποίους βρήκαν στέγη χιλιάδες πρόσφυγες. Όταν έπαιρναν το κλειδί για της νέα του στέγη ήταν νέοι και τα παιδιά τους μικρά. Τα χρόνια πέρασαν, μεγάλωσαν και γέρασαν. Και αίφνης βρίσκονται εγκλωβισμένοι στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος γιατί δεν μπορούν πλέον να κατέβουν τη σκάλα της πολυκατοικίας. Και όσοι μετά δυσκολίας χρησιμοποιούν τις σκάλες κινδυνεύουν από κάποιο ατύχημα. 

Χρόνο με το χρόνο τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται. Αν είναι τυχεροί και περάσει κανένας πολιτικός από τη γειτονιά τους και του πουν τον πόνο τους, θα εισπράξουν μια ακόμα υπόσχεση, ευελπιστώντας ότι σύντομα κάτι μπορεί να αλλάξει. Το μόνο που στην πραγματικότητα αλλάζει είναι πως μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο οι ένοικοι αυτών των οικισμών λιγοστεύουν. Ένας μετά τον άλλο οι ηλικιωμένοι πρόσφυγες φεύγουν κουβαλώντας μαζί τους τα βάσανα της ζωής αλλά και τον μπελά που φόρτωναν στο κράτος και τις αρμόδιες του υπηρεσίες. 

Κάθε προσφυγική φωνή που σβήνει σε κάποιον από τους συνοικισμούς είναι μια ενόχληση λιγότερη προς το κράτος και τις υπηρεσίες τους. Και από την ώρα που οι «ενοχλητικοί πρόσφυγες» φεύγουν από τη ζωή τότε ησυχάζουν και οι ενοχλήσεις προς τις κρατικές υπηρεσίες. Ούτε τηλεφωνήματα διαμαρτυρίας, ούτε ενοχλητικά ρεπορτάζ στα κανάλια και τις εφημερίδες. Μαζί με τους πρόσφυγες φεύγει και το πρόβλημα στους συνοικισμούς. Μπορεί αυτό να ακούγεται βαρετό για κάποιους, αλλά είναι η πραγματικότητα. Το ίδιο το κράτος διαχρονικά μετέτρεψε τους πρόσφυγες, τους δικούς του πολίτες, σε έναν μπελά. Τους κάνει να νοιώθουν ένα βαρίδι. 

Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο με τις εκάστοτε κυβερνήσεις που πάνε κι έρχονται, ούτε και με τους πολιτικούς που θυμούνται τις γειτονιές των συνοικισμών όποτε είναι να εισπράξουν ψήφους. Το πρόβλημα έχει να κάνει και με την νοοτροπία των λεγόμενων αρμοδίων στις κρατικές υπηρεσίες, που αρνούνται προκλητικά να αντιληφθούν ότι εκεί έξω μέσα στους συνοικισμούς διαμένουν άνθρωποι. Μέσα εκεί δεν είναι κάποιοι άγνωστοι, αλλά είναι οι γιαγιάδες και οι παππούδες μας, είναι οι γονείς μας. Σ’ αυτούς που όλοι εμείς που ζούμε κάπου αλλού οφείλουμε τα πάντα. 

Αλήθεια όλοι αυτοί που αδιαφορούν ή γυρίζουν την πλάτη τους στις εκκλήσεις των ηλικιωμένων προσφύγων, θα το έκαναν εάν στη θέση του ήταν η μητέρα ή πατέρας τους; Θα έδειχναν την ίδια αδιαφορία για κάποιο δικό τους άνθρωπο, κάποιο συγγενή τους; Ή μήπως θα τους άρεσε εάν κάποιος άλλος «αρμόδιος»  έδειχνε την ίδια αδιαφορία στους δικούς τους συγγενείς; Ξέρουμε ποια απάντηση θα έδιναν και στα τρία ερωτήματα.  Αυτές τις απαντήσεις να τις έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους την επόμενη φορά που κάποιος ηλικιωμένος θα απευθυνθεί κοντά τους αναζητώντας βοήθεια. 

* Τώρα που τέλειωσαν οι εκλογές, ο Πρόεδρος ας σηκωθεί να πάει, χωρίς τη γνωστή κουστωδία σε αυτές τις πολυκατοικίες (γιατί δεν θα σώσουν το βάρος) και αν πιστεύει πως μπορεί να ζουν άνθρωποι σ’ αυτές τότε να τους πείσουμε να σταματήσουν να ενοχλούν.