Θέλουν κιόλας να τους πάρουμε στα σοβαρά. Βλέπουν μια γνώμη που δεν τους αρέσει και ξεκινούν να γράφουν από κάτω ό,τι τους κατέβει στο άδειο κεφάλι. Το λέω άδειο γιατί είναι ευδιάκριτα άδειο. Γράφει, για παράδειγμα, ένας δημοσιογράφος ή και οποιοσδήποτε άλλος, ότι συμφωνεί με την εκτίμηση εκατομμυρίων άλλων απλών ανθρώπων, αλλά και επιστημόνων, πως τα εμβόλια κατά του κορωνοϊού είναι η μόνη σωτηρία της ανθρωπότητας για να ξεπεράσει την υγειονομική κρίση.
Δεν γράφει, για παράδειγμα, ότι όσοι δεν συμφωνούν με αυτό είναι βλάκες. Δημοσιεύει μόνο τι πιστεύει ο ίδιος. Σε εφημερίδα αν έχει την πρόσβαση ή ακόμα και στο διαδίκτυο όπου οι πάντες μπορούν να δημοσιοποιήσουν τη γνώμη τους. Ξεκινούν αμέσως να εμφανίζονται όπως τους λιμπούρους, μια στρατιά ενάντιοι. Οι οποίοι, όμως, δεν θέλουν να εκφράσουν κι αυτοί τη γνώμη τους, να διαφωνήσουν, να επιχειρηματολογήσουν. Θέλουν μόνο να εξολοθρεύσουν εχθρούς. Τόσο μίσος πρώτη φορά εκδηλώνεται. Να σκοτώσουν και καλά. Κι επειδή αδυνατούν, δεν είναι δα και φονιάδες, θέλουν να σκοτώσουν ηθικά.
«Θέλω τα μισά από όσα πήρες και εσύ, και γράφω όσες μ@@κιες θέλεις», έγραφε ένας προς εμένα προχτές επειδή δεν του άρεσαν όσα έγραψα για την πανδημία. Ένας άλλος έγραψε περισσότερα, επιλέγω μόνο μερικές φράσεις, έχουν και πλάκα: Φερέφωνο, προσκυνημένε, ψευτοπατριώτη της δεκάρας, υποστηρίζεις τα φιρμάνια και τον ετσιθελισμό της σύγχρονης ναζιστικής δικτατορίας, σε «εμβολίασε» και εσένα η Γιαννάκη; (εδώ ρωτούσε δεν ήταν σίγουρος). Μια κυρία, που μάλλον νόμιζε πως δεν είμαι άνθρωπος, είμαι εφημερίδα, έγραφε: «Σκάσε φιλελεύθερε που κάθε άλλο παρά φιλελεύθερος είσαι που θα μας κάνεις και κήρυγμα τώρα. Κάτι δημοσιογράφοι σαν και σένα έφεραν αυτά που βλέπουμε σήμερα».
Και να σκεφτείς, λογικέ αναγνώστη –οι άλλοι δεν μας αφορούν– ότι αυτά τα τελευταία χρόνια της πανδημίας έγραψα πολλά άρθρα, και συνεχίζω να γράφω, για να υποδείξω τις αντιφάσεις των κυβερνητικών αποφάσεων, τις λανθασμένες πολιτικές, πάντα κατά τη γνώμη μου, τους πειραματισμούς της επιστήμης, την άγνοια της διεθνούς κοινότητας απέναντι στον «αόρατο εχθρό», ακόμα και για το δικαίωμα των ανθρώπων να μην εμβολιάζονται. Αλλά, αυτά δεν έχουν σημασία, το θέμα είναι να μην γράφεις οτιδήποτε που να μην αρέσει στους κρουσμένους εγκέφαλους. Ε, κρουσμένοι είναι, τι άλλο, όταν με τόση ευκολία λένε σε κάποιον άγνωστό τους ότι τα πήρε ή ότι είναι προσκυνημένος. Φυσικά, αυτό δεν αφορά ειδικά όσους είναι εναντίον των εμβολίων, διότι υπάρχουν κι από την άλλη πλευρά κρουσμένοι εγκέφαλοι. Οι οποίοι μόλις δουν στον Φιλελεύθερο, για παράδειγμα, ένα άρθρο με το οποίο διαφωνούν, αρχίζουν επίσης να βρίζουν τον συγγραφέα του και να μας περνούν όλους γενεές δεκατέσσερις επειδή τολμήσαμε να δημοσιεύσουμε αυτό το «αίσχος». Ευτυχώς, αυτοί είναι λιγότεροι. Οι στρατιές των επιτιθέμενων είναι από την άλλη πλευρά. Των ανεμβολίαστων, των αντιτιθέμενων στους όποιους περιορισμούς. Οι οποίοι παρότι είναι μειοψηφία, εκδηλώνουν τόσο φανατισμό που φαίνονται τρομακτικοί.
Δικαίωμα τους όλους να μην τους αρέσουν κάποιες απόψεις, δικαίωμα τους να παριστάνουν τους εμπειρογνώμονες και να αμφισβητούν και επιστήμες και όλα, αλλά πόσο πάθος μπορεί να καθορίζει έναν άνθρωπο για να παίρνει το πληκτρολόγιο του και να βρίζει όποιον διαφωνεί μαζί του; Για να μη θυμηθούμε την επίθεση στο Σίγμα, που έγινε από τους πιο φανατικούς του είδους. Ποιος φανατισμός μπορεί να σε κάνει να πιστεύεις ότι εσύ και μόνο εσύ κατέχεις την πάσα αλήθεια; Κι ότι ουδείς άλλος δικαιούται να λέει τη γνώμη του για ένα ζήτημα που αφορά όλο τον κόσμο, κι αν τολμήσει να την πει κατατάσσεται με μιας στους πουλημένους που πρέπει να σκάσουν για να μιλούν μόνο όσοι ικανοποιούν τα γούστα σου.
Η φράση του Βολταίρου «διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες», είναι η πιο γνωστή, αλλά υπάρχει και μια άλλη, πολύ σπουδαία: «Αυτοί που μπορούν να σε κάνουν να πιστέψεις απιθανότητες, είναι ικανοί να σε πείσουν να διαπράξεις φρικαλεότητες». Εδώ είμαστε σήμερα. Στις φρικαλεότητες.