«Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τόσο κατά την προεκλογική εκστρατεία αλλά και μετά την εκλογή του, έχει εκφράσει τη βούληση για ειλικρινή συνεργασία με όλες τις υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις του τόπου και αυτό θα συνεχίσει να πράττει και να επιδιώκει», δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος ευθύς μετά τη συνάντηση του Νίκου Χριστοδουλίδη με την πρόεδρο του ΔΗΣΥ, Αννίτα Δημητρίου. Μια συνάντηση η οποία (σύμφωνα με όλα τα ρεπορτάζ των συναδέλφων) στόχευε πρωτίστως στο να στηθούν γέφυρες ανάμεσα σε Προεδρικό και Πινδάρου. Η δήλωση του Κ. Λετυμπιώτη δεν είχε να κάνει όμως με τον ΔΗΣΥ και το ζήτημα που προέκυψε με το ΕΛΚ, αλλά αφορούσε ευρύτερα τις πολιτικές δυνάμεις.

Η, από πλευράς Προέδρου της Δημοκρατίας, έκφραση βούλησης για συνεργασία με τις πολιτικές δυνάμεις δεν είναι μόνο θεμιτή αλλά επιβεβλημένη όχι μόνο σε περίπτωση κυβέρνησης που δεν τυγχάνει στήριξης της πλειοψηφίας, αλλά ακόμα και όταν μια κυβέρνηση έχει εξασφαλισμένη πλειοψηφία. Η συνεργασία ποτέ δεν έβλαψε κανένα, ιδιαίτερα στον χώρο της πολιτικής. Το ερώτημα που προκύπτει σε κάθε περίπτωση είναι η ειλικρίνεια μεταξύ όσων προτάσσουν τη συνεργασία.

Την ώρα που ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στεκόταν μπροστά στους δημοσιογράφους και έκανε δηλώσεις περί συνεργασίας ανάμεσα στον Πρόεδρο και τα πολιτικά κόμματα, είχαν ήδη προηγηθεί αποφάσεις που μάλλον δίνουν δικαίωμα άσκησης κριτικής για το κατά πόσο ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης είναι ειλικρινής όταν αναφέρεται – μέσω του εκπροσώπου του – σε συνεργασία με τα κόμματα. Λίγες ώρες πριν ανηφορίσουν στον Λόφο, Αννίτα Δημητρίου και Ευθύμιος Δίπλαρος, συνεδρίασε το Υπουργικό Συμβούλιο. Το οποίο μεταξύ άλλων αποφάσισε ότι προχωρεί με την υλοποίηση της σύστασης Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας.

Ουσιαστικά αυτό που αποφασίστηκε είναι ότι ξεκινά μια διαδικασία νομοτεχνικής επεξεργασίας η οποία, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έθεσε η απόφαση του ΥΣ, θα κρατήσει για ένα χρόνο. Εάν προσεγγίσουμε το θέμα νομοτυπικά και όχι πολιτικά, είναι ξεκάθαρο ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει την υποχρέωση να ενημερώνει εκ των προτέρων τα κόμματα για αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Τα κόμματα μπορούν να τύχουν ενημέρωσης εκ των υστέρων, όπως συμβαίνει στις πλείστες των περιπτώσεων.

Όμως, σ’ ό,τι αφορά το ΣΕΑ τα πράγματα είναι διαφορετικά, γιατί δεν είναι μια ακόμα απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου, αλλά είναι ένα ζήτημα υψίστης πολιτικής σημασίας. Εξάλλου, ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης είχε δώσει ρόλο και λόγο στις πολιτικές δυνάμεις προς τις οποίες απευθύνθηκε στις αρχές Απριλίου. Τότε είχε στείλει στα κόμματα την πρότασή του ζητώντας εισηγήσεις και παρατηρήσεις, ζητώντας τους παράλληλα να στείλουν παρατηρήσεις και σχόλια. Κάτι που έπραξαν όλα τα κόμματα μέσω των ηγετών τους. Εκφράζοντας επίσης και κάποιες ανησυχίες ως προς συνταγματικές και πολιτικές παρενέργειες που μπορούν να προκληθούν μέσω του ΣΕΑ.

Την επομένη της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ο Δημοκρατικός Συναγερμός σε ανακοίνωσή του σημειώνει: «…διαφαίνεται ότι οι εισηγήσεις μας, τις οποίες είχαμε αποστείλει γραπτώς και τεκμηριωμένα, δεν έχουν υιοθετήσει». Το ΑΚΕΛ υποδεικνύει πως «ο Πρόεδρος αποφάσισε ότι δεν θα συζητήσει τις απόψεις που έχει θέσει το ΑΚΕΛ επί της ιδέας για σύσταση Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας». Επίσης το ΑΚΕΛ εκτιμά πως «ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης προφανώς αποφάσισε να προχωρήσει χωρίς καμιά διαβούλευση». Ενώ ο ΔΗΣΥ αναφέρει πως «θα ήταν προτιμότερο να υπήρχε μεγαλύτερη συλλογικότητα».

Από την αντίδραση των αντιπολιτευόμενων είναι εμφανές ότι δεν έχουν πειστεί ότι ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης το εννοεί όταν μιλά για συλλογικότητα. Από την άλλη θα πρέπει και ο ίδιος ο ΠτΔ να πείσει μέσα από συγκεκριμένες πράξεις ότι το εννοεί όταν μιλά για συνεργασία. Στην προκειμένη περίπτωση δεν φαίνεται να έχει πείσει τα κόμματα για τις προθέσεις του. Δεν φαίνεται να πείθει ότι το εννοεί πραγματικά όταν μιλά για συνεργασία. Η ειλικρίνεια αποτελεί το κλειδί για μια επιτυχημένη συνεργασία, ιδιαίτερα όταν μια κυβέρνηση την έχει τόσο πολύ ανάγκη.