Άντε να χωνέψουμε τη δύσπεπτη απροθυμία πολιτικών και πολιτειακών αξιωματούχων να αναλάβουν ευθύνες για τα όσα τραγικά σημειώθηκαν στην Χλώρακα και στην Λεμεσό υπό το βλέμμα κομπάρσων αστυνομικών.

Αυτό που δεν πάει με τίποτα κάτω στο στομάχι είναι η παντελής έλλειψη αυτοκριτικής. Μιας διαδικασίας εντοπισμού λαθών και παραλείψεων, η οποία αποτελεί την μοναδική μέθοδο για να βγεις σοφότερος και να μπορέσεις να διορθώσεις τα αδύναμά σου σημεία, με απώτερο στόχο να βελτιωθείς.

Η πιο πάνω διαπίστωση προκύπτει από τα όσα συζητήθηκαν στην συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής επιτροπής Εσωτερικών την περασμένη Πέμπτη. Η υπουργός Δικαιοσύνης, Άννα Προκοπίου-Κουκκίδη εμφανίστηκε ενώπιον βουλευτών για να τεθεί υπό τον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Το ίδιο και ο επικεφαλής της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ) της Αστυνομίας, Θωμάς Χατζηκυριάκος.

Ωστόσο, η παρουσία τους δεν είχε να προσθέσει τίποτα στον δημόσιο διάλογο. Θαρρείς πως πήγαν στη Βουλή για να αμυνθούν, να κάνουν τη δική τους κίνηση αμυντικής τακτικής απέναντι στην προδιαγεγραμμένη (ίσως και ανούσια) πίεση που θα δέχονταν.

Η μεν Άννα Προκοπίου Κουκκίδη είπε πως ο ρόλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης είναι να στηρίζει την Αστυνομία, αλλά ότι δεν εμπλέκεται με οποιονδήποτε τρόπο στη λειτουργία της και δη στα επιχειρησιακά της σχέδια.

Αυτή η θέση ίσως να στέκει με μια επιδερμική προσέγγιση. Όμως, αν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, τότε δεν θα υπήρχε λόγος ύπαρξης του Υπουργείου. Οι υπαγόμενες υπηρεσίες και τμήματα της Δημοκρατίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν μια χαρά από μόνα τους.

Επιπλέον, η εκτελεστική εξουσία όταν έχει ρόλο να στηρίζει ένα σώμα, όπως καλή ώρα το αστυνομικό, τότε έχει και το δικαίωμα να απαιτήσει απ΄ αυτό. Εξού και η ίδια η Υπουργός παραδέχθηκε στην προχθεσινή συνεδρίαση ότι έγιναν συστάσεις στην Αστυνομία με τον πιο αυστηρό τρόπο, αναιρώντας και τα όσα είχε πει προηγουμένως…

Ούτε, ασφαλώς, και ο εκπρόσωπος της Αστυνομίας, Θωμάς Χατζηκυριάκος, έδωσε διαφορετική εντύπωση. Αναφέρθηκε σε συλλήψεις που έγιναν κατόπιν εορτής και έκανε λόγο για κάποιες «αστοχίες» από πλευράς της αστυνομικής δύναμης. Το μόνο άστοχο, όμως, ήταν ο ομώνυμος χαρακτηρισμός, καθώς ποσώς αποδίδει τις ανεμπόδιστες επιθέσεις των ακραίων στοιχείων που έθεσαν σε κίνδυνο ακόμα και γυναικόπαιδα…

Το πιο απογοητευτικό, λοιπόν, δεν είναι η απουσία ευθιξίας. Άλλωστε, αυτό το χωνέψαμε. Γράφαμε και το περασμένο Σάββατο πως το Προεδρικό, το Υπουργείο και η Αστυνομία, μέρες μετά τα γεγονότα μας έλεγαν πως ασχολούνται ακόμα με εκθέσεις γεγονότων… Αυτό που προκαλεί τρόμο είναι ότι δεν υπάρχει διάθεση για αυτοκριτική. Ότι είναι άφαντη η προοπτική βελτίωσης της κατάστασης.

Διότι αυτό που περιμέναμε -κι ακόμη αναμένουμε- είναι απαντήσεις, σε καυτά και συγκεκριμένα ερωτήματα. Γιατί οι αστυνομικοί στη Λεμεσό είχαν οδηγίες να είναι ανεκτικοί στο βρισίδι των συμμετεχόντων στη διαμαρτυρία της Επίχωσης; Γιατί δεν δόθηκαν έγκαιρα οδηγίες από ανώτερους αξιωματικούς της Αστυνομίας για καταστολή όταν οι διαμαρτυρόμενοι φανέρωσαν προθέσεις για έκτροπα, καλύπτοντας πρόσωπα, βρίζοντας και κρατώντας επιθετικά όργανα; Ο αστυνομικός μπορεί να κάνει τη δουλειά του ή υπάρχουν λόγοι που τον καθιστούν ακατάλληλο να αντιμετωπίσει τέτοιας φύσεως περιστατικά; Στις εκδηλώσεις της Χλώρακας και της Λεμεσού επιστρατεύτηκαν αξιωματικοί με επιχειρησιακή πείρα ή χαρτογιακάδες γαλονάδες; Γιατί δεν έχει γίνει διοικητική έρευνα για να αναδειχθούν ενδεχόμενες ευθύνες;

Αυτά θέλουμε να μάθουμε αν απασχόλησαν το Υπουργείο και τη Δύναμη, καθώς και τις σχετικές ενέργειες που έγιναν για επίλυση. Μάλλον, όμως, θα περιμένουμε μέχρι την επόμενη φορά…