Δικαιολογημένα έγινε θόρυβος για το αίτημα της ΑΗΚ για αυξήσεις 6%. Το νέο δ.σ. βρέθηκε σε δύσκολη θέση, την πρώτη κιόλας μέρα που ανέλαβε καθήκοντα. Και ακόμα προσπαθεί να «βγει από μέσα».
Για την ακρίβεια, δεν είναι δύσκολο να «κοιμίσει» την κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ το συμβούλιο. Και ίσως δεν υπάρχει λόγος να κακοκαρδίσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που «παρακάλεσε» το νέο συμβούλιο να αποφύγει αυξήσεις. «Άνετα» μπορεί να πει στη ΡΑΕΚ «άκυρον». Μπορεί, αν θέλει, να πει στη ΡΑΕΚ «βάλτε 3%, είμαστε large». Μπορεί να τους πει «άστε το και βλέπουμε του χρόνου».
Διότι αυτό γίνεται, με βάση τη νομοθεσία: Ό,τι δεν βλέπουν φέτος, το βλέπουν του χρόνου. Δεν μπήκε μεν η αύξηση του 25% στις διατιμήσεις το 2023, επειδή σκέφθηκε το δημόσιο συμφέρον η ΡΑΕΚ, αλλά τα «χρωστούμενα» στην ΑΗΚ (που κρατούν από το 2021) δεν διαγράφηκαν. Ξαναέγινε η σούμα για το 2024 και έβγαλε αύξηση 6%. Αν δεν δοθεί ούτε αυτή, θα γίνει νέα σούμα (συμψηφισμός, κάτι) του χρόνου. Του παράλλου. Κάποια στιγμή, η ΑΗΚ θα πάρει τα λεφτά της. Εφόσον τα ξόδεψε σε έργα, υπηρεσίες – λειτουργίες προεκριμένες από τη ΡΑΕΚ. Κάποιες φορές, αυτή η σούμα βγάζει μειώσεις (επιστροφές) και κατεβαίνει ανάλογα η διατίμηση. Και άλλες φορές, απλώς παγώνουν κάποια έργα, για να παγώσουν οι δαπάνες και να μην πέσει πολύ η στάθμη των ταμειακών αποθεμάτων. Και βλέπουμε του χρόνου.
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που πολλές φορές δεν συνυπολογίζουμε όταν συζητούμε για το πανάκριβο ρεύμα μας, επειδή δεν αξιωθήκαμε να φέρουμε νωρίς φυσικό αέριο, δεν έχουμε συστήματα αποθήκευσης πράσινης φθηνής ενέργειας (όταν την παράγει η ΑΗΚ) και επειδή δεν είμαστε διασυνδεδεμένοι με το ευρωπαϊκό δίκτυο.
Σωστά. Ούτε όμως το ρεύμα πολλών χωρών της Ευρώπης είναι φθηνό, όταν καταλήγει στον καταναλωτή. Μπορεί να είναι πολύ φθηνότερο όταν παράγεται (από κάποιες τεχνολογίες και σε κάποιες ώρες) αλλά δεν είναι φθηνό όταν πωλείται στον καταναλωτή. Και μάλιστα, από τις ακριβότερες χώρες της ΕΕ είναι αυτές που έχουν τα ψηλότερα ποσοστά πράσινης ενέργειας, ή πάμφθηνο ηλεκτρισμό από πυρηνικούς σταθμούς. Και αυτές που έχουν -εδώ και χρόνια- τις περισσότερες διασυνδέσεις με δίκτυα άλλων χωρών.
Στις τελευταίες μετρήσεις της HEPI, για Ιανουάριο 2024, οι χώρες με το ακριβότερο οικιακό ρεύμα κατά μέσο όρο (τελική τιμή στον καταναλωτή, με τους φόρους και τις επιβαρύνσεις) είναι: Ιρλανδία 42.8 σεντ την κιλοβατώρα, Αγγλία 40.7 σεντ, Τσεχία 39.3 σεντ, Γερμανία 38.2, Δανία 37.1, Ελβετία 34.4, Βέλγιο 33.9, Ιταλία 33 σεντ την κιλοβατώρα. Ακολουθεί, 9η, η Κύπρος με 31.1 σεντ την κιλοβατώρα (η επιδότηση πολύ μικρή διαφορά κάνει). Χωρίς φυσικό αέριο, χωρίς αποθήκευση για περισσότερα φωτοβολταϊκά, χωρίς διασύνδεση με άλλα δίκτυα. Και με περίπου το 1/4 της τελικής τιμής να οφείλεται στους ρύπους.
Δεν υπονοούμε βέβαια πως πρέπει να είμαστε και ευχαριστημένοι. Κάθε άλλο. Υπήρξε εγκληματική διαχείριση και κόστισαν δισεκατομμύρια στους καταναλωτές και την οικονομία οι αποφάσεις που δεν λήφθηκαν ή δεν υλοποιήθηκαν έγκαιρα.
Όμως, μέσα στην απελπισία μας, πρέπει να βρούμε τον τρόπο να αξιολογήσουμε για ποιους λόγους είναι ακριβός ο ηλεκτρισμός και σε χώρες που πήραν και εφάρμοσαν πολύ νωρίτερα από εμάς τις αποφάσεις που εμείς ακόμα ψαχνόμαστε να υλοποιήσουμε για να… λυτρωθούμε. Να ξέρουμε, για να μη διατηρούμε φρούδες ελπίδες, ίσως.
Πρέπει να μας βοηθήσουν οι τεχνοκράτες να αντιληφθούμε ποιο μερίδιο έχει στις τελικές τιμές, εδώ και στην υπόλοιπη ΕΕ, αυτό που λέμε πράσινη μετάβαση. Ή ευρωπαϊκό μοντέλο αγοράς ηλεκτρισμού.
Σημειωτέον ότι ο μέσος όρος τελικής χρέωσης, με τους φόρους, στις χώρες της ΕΕ ήταν 25 σεντ την κιλοβατώρα τον Γενάρη του ’24. Η Ελλάδα μας, 23.8. Τον μέσο όρο κατεβάζουν χώρες όπως η Ουγγαρία (9.6 σεντ), η Μάλτα (12.3, αλλά με σημαντικές κρατικές επιδοτήσεις), η Ρουμανία (16), κ.α.