Παραμένουμε στα εργασιακά θέματα και σήμερα.
Έχει πολύ ενδιαφέρον να διαβάζεις πως οι Ομονοιάτες σε μεγάλο ποσοστό θέλουν να παραμείνει ως προπονητής ο Γιάννης Αναστασίου, ο οποίος ανέλαβε ως «υπηρεσιακός» προπονητής στο προηγούμενο παιγνίδι (ναι, πετά η χήνα από το τηγάνι, Θωμάδες), μέχρι να βρεθεί αυτός που θα αντικαταστήσει τον Βάλντας Νταμπράουσκας.
Ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Γιάννη Αναστασίου, ο οποίος διαδέχθηκε έναν βλοσυρό κύριο που λεγόταν Κιετίλ Ρέκνταλ. Πριν τον Ρέκνταλ νομίζω ήταν ο Φερέρα από το Βέλγιο, μη ρωτάτε το μικρό του, δεν ήθελα να ψάχνω στο Google. Πριν τον Φερέρα μάλλον ήταν ο Λένον. Μπορεί να ξέχασα κάποιον. Όλοι αυτοί 2023-24.
Και τώρα θεωρείται σημαντικό θέμα ποιον θα προσλάβει η Ομόνοια για προπονητή. Και κάθε μέρα, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή εξέλιξη, όλες οι ιστοσελίδες έχουν ένα κειμενάκι το πρωί και ένα το βράδυ για να μας πουν για τον νέο προπονητή της Ομόνοιας. Και το μόνο που λένε είναι πως δεν βιάζεται η διοίκηση, καθότι έχει στον πάγκο την εγγύηση που λέγεται Γιάννης Αναστασίου.
Αν το Σάββατο χάσει η Ομόνοια από το ΑΠΟΕΛ (και εφτά προπονητές 3Α να βάλεις στον πάγκο, το παιγνίδι είναι 1-Χ-2, όπως όλα τα ντέρμπι στην Κύπρο), να δείτε που θα φυτρώνουν το ένα μετά το άλλο τα σχόλια στα ΜΚΔ και τις ιστοσελίδες του στυλ «η ομάδα δεν μπορεί να περιμένει, θέλει προπονητή με πλάνο και με χρόνο να δουλέψει»! Αλίμονο. Πλάνο και χρόνο.
Υποθέτω πως ο κ. Αναστασίου όταν ακούει πως τον θέλουν οι περισσότεροι Ομονοιάτες να μείνει «μόνιμος» προπονητής σκέφτεται «δεν σφάξανε». Διότι ως υπεύθυνος στρατηγικού σχεδιασμού που είναι, έχει περισσότερες πιθανότητες να γλιτώσει μια πρόωρη λύση του συμβολαίου του. Ο νέος προπονητής, όποτε κι αν έρθει, όποιος κι αν είναι, έχει ελάχιστες πιθανότητες να φύγει τη μέρα που θα γράφει το συμβόλαιό του ότι τελειώνει η συνεργασία του με την Ομόνοια.
Υπό κανονικές συνθήκες, ο προπονητής μιας ομάδας -όλη η τεχνική ομάδα- θα έπρεπε να ήταν το άλφα και το ωμέγα. Σε κάποιες ομάδες του εξωτερικού είναι. Όλο και λιγοστεύουν όμως αυτές οι ομάδες. Στις περισσότερες νομίζω γίνεται τώρα πια ό,τι και στα μέρη μας.
Από τους 24 μήνες του συμβολαίου, ο προπονητής συνήθως εργάζεται 4-5, πληρώνεται για άλλους 3-4 και πάει στο καλό. Έρχεται ο επόμενος και αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για το δικό του τετράμηνο – πεντάμηνο. Κάποιοι βγάζουν τη σεζόν είναι αλήθεια (άμα έρθουν στη μέση), ξεκινούν και την προετοιμασία και από εκεί και πέρα αρχίζουν τα στοιχήματα αν θα προλάβουν την έναρξη του πρωταθλήματος (Αύγουστο) ή την παρέλαση της 1ης Οκτωβρίου.
Άρα, γιατί έχει τόση σημασία ποιος θα είναι ο επόμενος προπονητής της Ομόνοιας (ή όποιας άλλης ομάδας); Γιατί περιμένουν όλοι να ακούσουν το όνομα κάποιου που θα φύγει σε 3-4 άντε 5 μήνες;
Έχουν απομυθοποιηθεί -μην πω εξευτελιστεί- τόσο πολύ οι προπονητές από τις μάζες των κερκίδων και τις διοικήσεις, που διερωτάσαι αν οι ίδιοι οι προπονητές (όσες γνώσεις και εμπειρίες κι αν έχουν, και οι περισσότεροι διαθέτουν) έχουν ακόμα σε υπόληψη το επάγγελμά τους. Και αν παίρνουν στα σοβαρά αυτή τη δουλειά και τους εργοδότες τους, αφού ούτε οι ομάδες, ούτε οι εργοδότες διακρίνονται από τη σοβαρότητα τους.
Φέρνουν τον άνθρωπο, τον παρουσιάζουν στα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη, υπερπροβάλλουν κάποια στοιχεία του βιογραφικού του, εκφράζουν την πεποίθησή τους ότι με αυτόν η ομάδα θα πάει ψηλά και όπως τους βλέπεις (το ίδιο σκηνικό πάντα) απορείς κατά πόσο είναι δυνατό ο νεοεισαχθείς προπονητής να μην έχει μάθει από τον ατζέντη του για την προϊστορία των σχέσεων της (όποιας) νέας του ομάδας με τους προπονητές και σε ποιο βαθμό δίνει βάση σε αυτά που ακούει κατά την υποδοχή του. Εδώ δεν τηρούν τα συμβόλαια με τις υπογραφές τους, θα σταθούν σε λόγια του αέρα;
Και στο τέλος, έτσι κι αλλιώς, αποφασίσουν οι αμείλικτοι οπαδοί – πελάτες… Και υπακούουν οι εργοδότες-επιχειρηματίες.
Σε μια εποχή που αφθονούν το θράσος, ο εγωισμός, η τοξικότητα, η ασέβεια σε επαγγελματίες-εργαζόμενους και η κακή ενέργεια, εξαφανίζονται σιγά σιγά και τα τελευταία ίχνη σοβαρότητας και επαγγελματικής δεοντολογίας (και) στο ποδόσφαιρο. Η δε ηθική, για την οποία ο Καμί είχε πει πριν από δεκαετίες (πού να φανταστεί ο άνθρωπος τι ερχόταν) πως τη γνώρισε μόνο στο ποδόσφαιρο, αγνοείται προ πολλού. Ούτε που θυμόμαστε πως υπήρξε.