Το τελευταίο που θα ήθελε η στήλη είναι να στενοχωρήσει την πρόεδρο της Βουλής, μέρες που έρχονται.
Όμως, επειδή έχει συμβεί και άλλες φορές, θα πρέπει να την προβληματίσει ο τρόπος διαχείρισης διαφωνιών που εκφράζονται στις συνεδρίες της Ολομέλειας, κυρίως για θέματα διαδικαστικά.
Ταπεινή άποψη της στήλης είναι πως το τραγελαφικό κομφούζιο που προκλήθηκε επί μία ώρα χθες στην Ολομέλεια, όταν διαπίστωσαν πως «δεν έβγαιναν» οι βουλευτές για να υπερψηφιστεί μια τροποποίηση του συντάγματος, θα μπορούσε να λήξει πολύ νωρίτερα και με λιγότερο διασυρμό του νομοθετικού σώματος αν υπήρχε καλύτερη διαχείριση από μέρους της προέδρου.
Επαναλαμβάνω, έχει ξαναγίνει και μάλλον η κ. Δημητρίου πρέπει να συζητήσει το θέμα με τους κομματικούς αρχηγούς ή τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους και με την υπηρεσία της Βουλής, ώστε να συμφωνηθούν ή να γίνουν πλήρως κατανοητά τα όρια της εξουσίας της να ρυθμίζει τα διαδικαστικά μιας συνεδρίας.
Χθες, αφού άρχισε και προχωρούσε προς την ολοκλήρωσή της η συζήτηση για την πρόταση νόμου του ΑΚΕΛ να τροποποιηθεί το σύνταγμα (ώστε να κατοχυρωθεί, ως αυτοτελές δικαίωμα, το δικαίωμα εκάστου σε ένα ασφαλές, καθαρό, υγιές και βιώσιμο περιβάλλον) διαπιστώθηκε πως στην αίθουσα δεν βρίσκονταν 38 βουλευτές, όσοι χρειάζονται για να συμπληρώσουν τα 2/3 θετικών ψήφων που απαιτεί το σύνταγμα για την τροποποίησή του.
Δεν είναι το κυρίως θέμα μας «γιατί απουσίαζαν 18 βουλευτές από τη συνεδρία». Ούτε γιατί από τους 42 που ήταν παρόντες κατά την έναρξη των εργασιών, απέμειναν στα έδρανα 34-35, ενώ γνώριζαν όλοι ότι απαιτούνταν 38 για να εγκριθεί ένα θέμα που εξαρχής θεωρήθηκε το σοβαρότερο της ατζέντας.
Αυτό που έγινε χθες και εκθέτει τη Βουλή μπορούσαν νομότυπα να το διαχειριστούν μέσα σε 4-5 λεπτά με μια απλή αναβολή της ψηφοφορίας ή μια ολιγόωρη διακοπή της συνεδρίας. Για να συμπληρωθεί ο «μαγικός» αριθμός, αφού όλοι συμφωνούσαν με τον σκοπό της τροποποίησης.
Και πρόσφερε μία λύση ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΑΚΕΛ, την οποία λοιδώρησαν αρχικά κάποιοι συνάδελφοί του, αλλά, όπως διαπιστώθηκε από την υπηρεσία της Βουλής και την ανάγνωση του κανονισμού, ήταν εντός των κοινοβουλευτικών θεσμίων: Να διακοπεί η συνεδρία και να επαναρχίσει σήμερα το πρωί.
Όταν διαπιστώθηκε ότι αυτό ήταν συμβατό με τον κανονισμό (συμφώνησαν άλλωστε οι ομιλητές από ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, τουλάχιστο) και ότι ήδη έγινε μερικές φορές στο παρελθόν, η πρόεδρος της Βουλής δεν είχε παρά να θέσει σε ψηφοφορία το αίτημα για διακοπή. Μπορούσε χωρίς κανένα πρόβλημα να το κάνει, αφού ο κανονισμός επιτρέπει διακοπή έως και 24 ώρες. Δεν το έκανε. Επέτρεψε τη συνέχιση μιας άγονης και όχι κολακευτικής για το Κοινοβούλιο συζήτησης.
Και όταν έπεσε στο τραπέζι η πρόταση να διακοπεί έστω για μία ώρα η συνεδρία, ώστε να προλάβουν 2-3 βουλευτές να επιστρέψουν, πάλι δεν έβαλε την πρόταση σε ψηφοφορία η πρόεδρος.
Την εκλιπαρούσαν κάποιοι βουλευτές «πάρτε απόφαση κυρία πρόεδρε, δεν μας τιμά αυτό που γίνεται», αλλά η κ. Δημητρίου ολιγώρησε παρατεταμένα και άφησε να ολοκληρωθεί άλλος ένας διασυρμός. Και δεν συγκράτησε ούτε τα νεύρα της. Ίσως γιατί κατάλαβε πως δεν κουμάνταρε τη συζήτηση ως έπρεπε.
Και το αποκορύφωμα: Ενώ επί μία και πλέον ώρα έλεγαν όλοι, ακόμα και η Αννίτα Δημητρίου, πως δεν μπορεί να εγκριθεί τροποποίηση του συντάγματος με λιγότερες από 38 ψήφους, τελικά συμφώνησαν μεταξύ τους ότι… στην ανάγκη μια χαρά τροποποιείται το σύνταγμα και με 37 ψήφους. Τόσες εξασφάλισε η πρόταση, όταν τέθηκε κάποια στιγμή σε ψηφοφορία.
Πολύ πιθανό ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με τη συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα, δεν θα υπογράψει τον νόμο και η πρόταση θα επανέλθει στην Ολομέλεια.
Θα μπορούσε να προστατέψει όσο κύρος της απέμεινε η Βουλή αν απλά η κ. Δημητρίου (ή κάποιος άλλος, τέλος πάντων) επεδείκνυε περισσότερη αποφασιστικότητα. Το σημειώνουμε επειδή δεν είναι η πρώτη φορά που συνέβη να παρατείνονται χωρίς λόγο διαξιφισμοί για ένα διαδικαστικό θέμα που μπορούσε να λυθεί διά ψηφοφορίας ή ακόμα και μέσω πρωτοβουλίας της προέδρου. Και επειδή μόνο θλίψη μπορεί να προκαλεί ένας ακόμη αυτοδιασυρμός του νομοθετικού σώματος. Που στις μέρες που ζούμε, είναι επικίνδυνος για ακόμα χειρότερες και επικίνδυνες για τη δημοκρατία αντιδράσεις από το σώμα των ψηφοφόρων.