Mέρος Β΄: Television Days
Όταν το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε, έφεραν την πρώτη τελεόραση στο καφενείο όπου μαζεύονταν οι άντρες τα βράδια. Τότε σταματούσαν οι κουβέντες και τα χωρατά, απόλυτη σιωπή έπεφτε στον χώρο μαζί με τις ζιβανίες ή το κονιάκι και με θεία κατάνυξη έβλεπαν την Αθήνα με την πλατεία Συντάγματος, την Ακρόπολη και τις γυναίκες-Καρυάτιδες που φορούσαν μίνι φουστάνια και δεν κάλυπταν με τσεμπέρι το κεφάλι. Καουμπόηδες και ινδιάνοι άπλωναν τα τόξα τους, έριχναν σιηπεδκιές που πας στους αππάρους. Τα κτίρια στις πόλεις ήταν ψηλά σαν βουνά, όπως τον πύργο της Βαβέλ, που έτσι πρέπει να ’ταν. Στο σπίτι διηγούνταν όσα είδαν στις γυναίκες και στις κόρες τους, οι οποίες δεν μπορούσαν να παρευρεθούν εφόσον στο καφενείο σύχναζαν μόνο άντρες.
Με τα χρόνια οι τηλεοράσεις άρχισαν να γίνονται προσιτές οπόταν και μπήκαν σε πολλά αγροτικά σπίτια, τους τις έφερναν δώρο τα παιδιά τους που εκάμαν χαΐρι στην πόλη. Το ίδιο και το πρώτο τους ψυγείο. Τότε ήταν που οι άνθρωποι σταμάτησαν τη νύχτα να συντυχάνουν μεταξύ τους, να θυμούνται ιστορίες από τα παλιά και να διηγούνται παραμύθια, αφού μετά τις έξι το βράδυ αντί να συνάουνται γύρω που τη τσιμινιά, κάθονταν κατρτζίν της τελεόρασης.
Έμαθαν τη Βουγιουκλάκη, τον Κωνσταντάρα και τον Βέγγο με τα ονόματά τους, βλέποντας τις ελληνικές ταινίες του Σαββάτου, γελούσαν με τ’ αστεία τους αν και δεν καταλάβαιναν όλα τους τα λόγια. Αν εγίνετουν Ένωση με την Ελλάδα ήταν να τους θωρούν τούτους ούλλους που κοντά άραγες σου; Τζ’ εν να ’πρεπε να φκάλουν τη βράκα τζαι οι γεναίτζες το τσεμπέρι; Κάθε δεύτερη Παρασκευή προβαλλόταν μια τούρκικη ταινία που έκανε τις γυναίκες να κλαίνε με μαύρο δάκρυ έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα λόγια και δεν ήξεραν γράμματα για να διαβάζουν τους υποτίτλους.
Τα παιδιά δεν ξανανέβασαν θέατρο σκιών σ’ ένα σεντόνι, αλλά τα βράδια επαλλουκώνουνταν μπροστά που την τηλεόραση. Το γυαλίν της «εν σαμπώς τζαι έσιει μαγνήτη» έλεγαν οι χωρικοί δίχως να μπορούν να ξεκολλήσουν που πάνω της. Τον πρώτο μαγνήτη τον δώρισε ένας τσαούσιης στον μουχτάρη και είχε αποτελέσει την ατραξιόν του χωριού, στο οποίο είχε πια πλακώσει ο ιός της τεχνολογίας.
Με τις δεκαετίες η τηλεόραση απέκτησε χρώμα και άπειρα κανάλια που εξέπεμπαν σε 24ωρη βάση και οι άνθρωποι του νησιού ήταν συνεχώς κάτω από την επήρεια της εικόνας και του ήχου της. Τα μέλη της οικογένειας δεν έμειναν πλέον ποτέ ξανά μόνα μεταξύ τους, και αντί να κοιτάζει ο ένας τον άλλο στα μάτια και να συντυχάνουν έβλεπαν μηχανικά και παθητικά την οθόνη, με το βλέμμα απλανές. Σιωπή και βουβαμάρα απλώθηκε ανάμεσά τους.
Ξένοι άνθρωποι μπήκαν στις ζωές τους, μέσω των σήριαλ εκατοντάδων επεισοδίων, από τα οποία κρεμόντουσαν οι νύχτες τους και το ευ ζην τους. Ρεκλάμες και πωλήσεις προϊόντων άνοιγαν οδούς προς το ανικανοποίητο του καταναλωτισμού. Επιπλέον τηλεοπτικά παιχνίδια, με ατέλειωτες ερωτήσεις και κουδούνια ηλεκτρικά που ειδοποιούν πως έληξε ο χρόνος του διαγωνιζομένου. Πολλά τα κουδουνίσματα και σε πολιτικές συζητήσεις, στις εκπομπές μαγειρικής και στα survivor games. Ολόκληρα κοπάδια ανθρώπων να «πεμπερίζουν», να βελάζουν μαζί με τους εκφωνητές. Τα πέντε λεπτά διασημότητας που θα αντιστοιχούσαν στον καθένα, όπως είχε προφητέψει ο Andy Warhol, ξέφυγαν κατά πολύ και έγιναν μια εφιαλτική αιωνιότητα.
Οι ειδήσεις που θα μπορούσαν να ανακοινωθούν σε δέκα λεπτά όπως και στο ραδιόφωνο, διαρκούν μια ώρα, κινηματογραφώντας τριάντα περαστικούς που λέει ο καθένας τους τι έφαγε την Καθαρά Δευτέρα. Οι ειδήσεις των 8.00 μ.μ. διαφημίζονται ολημερίς σε σποτάκια, ακόμη και πέντε λεπτά πριν την προβολή τους. Οι δοκιμασίες στα survivor games που αποβλακώνουν τους θεατές αποτελούν ύβρι αν αναλογιστούμε τους αγώνες επιβίωσης που έδιναν οι πρόγονοί μας, περνώντας από τη Φραγκοκρατία, στην Ενετοκρατία, στην Τουρκοκρατία και στην Αγγλοκρατία, πληρώνοντας βαριές φορολογίες και την ίδια τη σοδειά τους, παλεύοντας όχι μόνο με τους κατακτητές αλλά και με τα στοιχεία της φύσης για να εξασφαλίσουν τον άρτον τον επιούσιον.
Αν ζούσαν οι πρόγονοί μας και έβλεπαν τους παίκτες να πηδούν πάνω σε πλαστικά γεφυρούδκια σαν τα αππηϊτούρκα, θα τους μούζωναν και θα τους έλεγαν: Λαμπρόν να σας κάψει!
Μα κι οι γιαγιάδες μας που ό, τι έπιανε το χέρι τους αυτό φτουρούσε, που μαγείρευαν και έκαναν γλυκά με τη μέθοδο του «όσο σηκώσει», θα γελούσαν με τις πολύπλοκες συνταγές των εκπομπών μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, με καρυκεύματα που μεταλλάζουν την πάλαι ποτέ περήφανη και νόστιμη κυπριακή κουζίνα, προσθέτοντας σ’ αυτήν ginger, wasabi, γάλα καρύδας, αλάτι Ιμαλαΐων και γαλλική τρούφα.
Η τηλεόραση, ως νέο είδος προσηλυτισμού κατάφερε να κάνει τους θεατές παθητικούς δέκτες και θεατές της ίδιας της ζωής τους.
dena.toumazi@gmail.com