Mέρος Γ΄: Με την οθόνη στην παλάμη

Βρισκόταν στην κλινική, καλωδιωμένος με μια οθόνη που μετρούσε και έδειχνε τους κτύπους και τους κυματισμούς της καρδιάς του, στην οποία μετά από επέμβαση έβαλαν «ένα σιδερούιν». Φτηνά την εγλύτωσε, του είπαν. Άραγε να ’ταν η αλήθεια ή απλά λόγια παρηορκάς; Ευτυχώς ο ιερέας που είδε μες στα μαύρα μεσάνυχτα να μπαίνει στον θάλαμο της εντατικής δεν ήταν για να μεταλάβει τον ίδιο. Θα μπορούσε δηλαδή να μην ξαναδεί τις κόρες και τις εγγονές του, το σπίτι του, το χωριό με τα αμπέλια του, τη θάλασσα, τους φίλους του στο καφενείο;

Στη μονάδα εντατικής θεραπείας δεν υπήρχε τηλεόραση. Παρατηρούσε τις γραμμές της οθόνης να ανεβοκατεβαίνουν σαν τρελές μετρώντας τους παλμούς του, ενώ βρισκόταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου λόγω των γιατρικών. Πάνω σ’ αυτήν προβαλλόταν η ζωή του όλη: τα παιδικά του χρόνια στο βουνό, η πρώτη παράσταση Καραγκιόζη που είχε δει στην πλατεία του χωριού και η οθόνη του κινηματογράφου στην πόλη, όπου παρακολούθησε την πρώτη προβολή ταινίας. Στην οθόνη του μυαλού του παρελαύναν τα παιδιά του, μικρά μωρά, τότε που τα σήκωνε στα δυο του χέρια, τα έπαιρνε στη θάλασσα, τους μάθαινε κολύμπι. Σκηνές από βόλτες στον ζωολογικό κήπο, στο τσίρκο ή στο λούνα-παρκ.

Όλα ήταν ανακατεμένα χρονικά, τη μια έβλεπε το γάμο των γονιών του, από τη μοναδική φωτογραφία του ανδρογύνου που είχε τραβήξει ένας πλανόδιος φωτογράφος και την άλλη σκηνές μαυρόασπρες και έγχρωμες. Στο μαιευτήριο τη γυναίκα του να κρατά αγκαλιά την πρώτη τους κόρη, βαφτίσεις, παιδικά πάρτι γενεθλίων, αρραβώνες και γάμους, ανοιχτά σαλόνια σε ονομαστικές γιορτές. Δύσκολα χρόνια με χειρουργεία και νοσοκομεία λόγω της αρρώστιας και του θανάτου της γυναίκας του. Στην οθόνη του νοσοκομειακού θαλάμου είδε την έκφρασή της, τη μέρα που ήρθε σπίτι με ένα έπιπλο-πικάπ και τον πρώτο τους δίσκο βινυλίου, την Κομπαρσίτα. Χόρεψαν ταγκό στο σαλόνι του σπιτιού.

Ανάκατες σκηνές από την παιδική του ηλικία, τον τρύγο, το θέρος, από νύχτες στα αλώνια. Τα παιδιά να λούζονται στο ποτάμι πιάνοντας καβουράκια και χέλια ενώ οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα, κτυπώντας τα στις πέτρες. Εικόνες από πανηγύρια και γλέντια. Η πρώτη φορά που είδε τη θάλασσα, τη φωταγωγημένη πόλη, το πρώτο αυτοκίνητο, τη μεγάλη οθόνη του κινηματογράφου και αυτήν της τηλεόρασης. Ήταν ο πρώτος που αγόρασε μια συσκευή, την οποία εγκατέστησαν στον ηλιακό του σπιτιού όπου μαζεύονταν οι γείτονες για να παρακολουθήσουν τα βράδια. Πρώτος στη γειτονιά επίσης που έβαλε τηλέφωνο.

Τα μάτια του είδαν τόσα και τόσα θαύματα. Θυμήθηκε και ην πρώτη μέρα που μίλησε στο τηλέφωνο. Ποιος να φανταζόταν πως αυτό θα γινόταν ασύρματο και πως θα είχε μάλιστα τη δική του μικρή οθόνη; Οι εγγονές του έπαιζαν πλέον παιχνίδια σ’ αυτό. Αντί να βρίσκονται και να μιλούν με τις φίλες, έστελναν μηνύματα, άλαλες μπροστά από τον υπολογιστή ή με το κινητό τους στο χέρι. Μέσω αυτού έβγαζαν φωτογραφίες, καταργώντας τη φωτογραφική μηχανή και τις κινηματογραφικές κάμερες. Με το πάτημα ενός κουμπιού τις έβλεπε στο εξωτερικό «Γεια σου παππού, τι κάμνεις; Δαμαί εσιόνισεν». Και η ξενιτειά γινόταν κοντινότερη και απαλότερη.

Στα ογδόντα του χρόνια, του έκαναν δώρο μια ηλεκτρική κορνίζα που βάζοντας την στην πρίζα, εναλλάσσονταν φωτογραφίες από χαρούμενες οικογενειακές στιγμές στην οθόνη της. Οι κόρες και οι εγγονές του κρατούσαν πλέον ένα i-pad από το οποίο διάβαζαν εφημερίδα, έβλεπαν ταινίες, άκουγαν μουσική ενώ τις φωτογραφίες τις φύλαγαν στα κινητά τους τηλέφωνα αντί σε άλμπουμ. Μ’ ένα πάτημα του κουμπιού και μια αναζήτηση σ’ αυτά ή στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τους, έβρισκαν τις απαντήσεις στα ερωτήματά τους, χωρίς να χρειάζεται να ψάχνουν σε εγκυκλοπαίδειες και λεξικά.
Θυμήθηκε τη μηχανή που είχε φέρει μαζί του από τη Σοβιετική Ένωση με την οποία πρόβαλλε ταινίες στον τοίχο της σάλας. Κατέβαζαν τα κάδρα με τις χοντρές χρυσές κορνίζες που είχε κεντήσει με σταυροβελονιά η γυναίκα του, κρατούσαν τα παραθυρόφυλλα και τα φώτα κλειστά ώστε ο τοίχος να γίνει οθόνη. Γύριζε το καρούλι με το φιλμ, η μηχανή δεν είχε ήχο, ακουγόταν μόνο το τρέκλισμά της, οι ανάσες ή τα επιφωνήματα των παιδιών που κάθονταν στο χαλί. Στον τοίχο παρελαύναν χιονισμένα τοπία, ποτάμια και λίμνες, πλατείες και ανάκτορα. Αλέες με σημύδες, λευκά χωριουδάκια που κάπνιζαν οι καμινάδες τους. Άνθρωποι με σκούρα παλτά διασταύρωναν βιαστικοί τις μεγάλες λεωφόρους, την Κόκκινη πλατεία και τη σκάλα της Οδησσού. Στην οθόνη του νοσοκομείου περνούσαν τώρα σκηνές από την ταινία «Δόκτωρ Ζιβάγκο» και τη νοσταλγική μουσική της.

Όταν το ρολό της ταινίας τέλειωνε, έμενε το φως ν’ αντανακλάται στη σκοτεινή σάλα. Γύριζε στο κενό η μηχανή, γύριζε κι ο χρόνος ενώ τα παιδιά χοροπηδούσαν μπροστά με τις σκιές τους ν’ αντικατοπτρίζονται στον τοίχο. Στην οθόνη του νοσοκομείου σκηνές από τα περασμένα περνούσαν σαν ταινία μπροστά του, βουνά και θάλασσες, χωριά και πολιτείες, πλατείες, πρόσωπα και φυσιογνωμίες που τόσο αγάπησε.

dena.toumazi@gmail.com