Στη φωτογραφία του Ανδρέα Μανώλη από τα εγκαίνια της έκθεσης του Πανεπιστημίου Frederick στη Βουλή στις 5 Μαϊου 2025, η 75χρονη Κυπρούλα Αγκαστινιώτη από το κατεχόμενο χωριό Σύσκληπος Κερύνειας, ανάμεσα στη γραφίστρια Γεωργία Μιχαήλ και την πρόεδρο του Frederick Νατάσσα Φρειδερίκου.

Στα χέρια της, το καδρωμένο σχέδιο της, ως νύφη με δανεικό νυφικό, λίγους μήνες μετά το μαύρο καλοκαίρι του 1974, έργο της Γεωργίας Μιχαήλ. Στην αφήγησή της στη Γεωργία, η κυρία Αγκαστινιώτη μίλησε για τη γιαγιά της, την 85χρονη τότε, Ειρήνη Χατζηνικόλα, που δολοφονήθηκε στο χωριό της από τους Αττίλες, μαζί με άλλους άμαχους συγχωριανούς της. (Το όνομά της, δόθηκε στη δισέγγονη της Ειρήνη Αγκαστινιώτη, κόρη της Κυπρούλας Αγκαστινιώτη, που είναι σήμερα Καθηγήτρια Αγγλικής Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Frederick και μετάφρασε στα αγγλικά τις αφηγήσεις όλων των γυναικών που μίλησαν στη Γεωργία Μιχαήλ για τα βιώματά τους, του 1974…).

Η Κυπρούλα Αγκαστινιώτη, μίλησε και για την περίπτωση του συστηματικού βιασμού ενός ανήλικου κοριτσιού 13 χρόνων, που τελικά διασώθηκε και μεταφέρθηκε στις ελεύθερες περιοχές. «Η γιαγιά μου, η μαμά της μαμάς μου – είπε – έμεινε στο χωριό και πήγε σε ένα σπίτι όπου είχαν μαζευτεί και άλλοι συγχωριανοί. Έμεναν 17 άτομα μαζί, κάποιοι μεγάλης ηλικίας, εκτός από ένα 18χρονο αγόρι και την αδελφή του 13 χρονών.

Στις 26 του μήνα, μπήκαν οι Τούρκοι στρατιώτες στο χωριό και σε αυτό το σπίτι. Πήραν την κοπελίτσα και έφυγαν από κει. Όλους τους άλλους, τους σκότωσαν και έβαλαν τα πτώματα τους σε φορτηγό, σε σακούλες, όπως είπε αργότερα η 13χρονη. Η κοπελίτσα είπε ότι «έσφαξαν» και τον 18χρονο αδελφό της. Τη μικρή την πήραν μαζί τους, κάπου μέσα στο χωριό. Ε, την βίασαν πολλοί Τούρκοι στρατιώτες εκείνο το διάστημα, που ήταν και οι γονείς της ακόμη ζωντανοί…

Ώσπου την είδε ένας Τούρκος λοχαγός, την άρπαξε και την πήρε στη Λευκωσία, στο νοσοκομείο. Μετά την πήραν αιχμάλωτη στην Τουρκία και επειδή ήταν υπό την προστασία εκείνου του λοχαγού, ειδοποίησαν τα Ηνωμένα Έθνη και επικοινώνησε ο Ντενκτάς με τον Κληρίδη και τη μετέφεραν πίσω στο Λήδρα Πάλας, τρεις μήνες μετά…».