Η Δικαιοσύνη ήταν ίσως ο τελευταίος θεσμός που παρέμενε στο απυρόβλητο. Όχι πια. Αν και κλισέ, ο κάθε ένας που για οποιοδήποτε λόγο, πατούσε το κατώφλι των δικαστηρίων έλεγε (έστω και για τους τύπους) «έχω εμπιστοσύνη στις δικαστικές αρχές». Αν γίνει σήμερα ένα γκάλοπ, προφανώς η εμπιστοσύνη αυτή δεν θα επιβεβαιωθεί.
Δύο αποφάσεις του ΕΔΑΔ που ακολούθησαν την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου για παύση της Ντόριας Βαρωσιώτου, έριξαν κι άλλο λάδι στη φωτιά που ήδη μαινόταν. Και δεν επρόκειτο για κάποιο είδος συνωμοσίας. Δηλαδή, δεν εκδόθηκαν οι δύο αυτές αποφάσεις τη συγκεκριμένη στιγμή για να δυναμιτίσουν τα θεμέλια της Δικαιοσύνης. Προφανώς υπάρχει πρόβλημα. Από τη Γενική Εισαγγελία μέχρι τα δικαστήρια.
Η μια από τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ αφορά καταγγελία κοπέλας κατά άντρα για βιασμό της. Η κοπέλα κατάγγειλε το 2021 πως δέκα χρόνια πριν είχε υποστεί βιασμό από άντρα τον οποίο κατονόμασε. Λίγους μήνες μετά την καταγγελία, επενέβη η Εισαγγελία διά του βοηθού γενικού εισαγγελέα διακόπτοντας την ποινική διαδικασία «για λόγους δημοσίου συμφέροντος». (Να σημειώσουμε πως ο φερόμενος ως βιαστής είχε συμπεριληφθεί σε εκλογικό ψηφοδέλτιο κόμματος για βουλευτική έδρα).
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπου κατέφυγε η κοπέλα αφού η Δικαιοσύνη της χώρας της δεν θέλησε να ασχοληθεί με την καταγγελία της, κατέκρινε τη Νομική Υπηρεσία και ειδικά τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα για δευτερογενή θυματοποίηση θύματος βιασμού. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι “γλώσσα και επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν οι εισαγγελείς και, εν τέλει, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας κατά την αξιολόγηση της υπόθεσης μεταφέρουν προκαταλήψεις και σεξιστικά στερεότυπα που είναι πιθανό να αποθαρρύνουν την εμπιστοσύνη των γυναικών, ως θυμάτων βίας λόγω φύλου, στο δικαστικό σύστημα”.
Την ίδια ώρα το ΕΔΑΔ εξέδωσε άλλη μία απόφαση κατά της Κύπρου η οποία αφορά τη δημοσιογραφική ελευθερία και ελευθερία έκφρασης άποψης σε θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος. Για άρθρο που γράφτηκε το 2007 από τον Χρήστο Αρβανίτη στον Φιλελεύθερο ο οποίος επέκρινε την επανάκτηση κλεμμένων περιουσιακών στοιχείων από τον Τούρκο κατακτητή διά της αγοράς. Το θέμα δεν είναι αν συμφωνεί κάποιος με την άποψη που εκφράστηκε, αλλά αν είχε το δικαίωμα να την καταθέσει στα πλαίσια ενός διαλόγου. Το δικαστήριο της Κύπρου έκρινε πως δεν έχει ένας δημοσιογράφος αυτό το δικαίωμα για αυτό και έπρεπε να πληρώσει ένα τίμημα 12,000, συν τόκους και έξοδα. Και οι δύο πλευρές εφεσίβαλαν την υπόθεση, με το Ανώτατο να επικυρώνει στην ουσία την πρωτόδικη απόφαση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως αποφάσισε πως τα κυπριακά δικαστήρια παραβίασαν το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περί της ελευθερίας της έκφρασης.
Για την πρώτη περίπτωση το κράτος θα πρέπει να πληρώσει γύρω στις 35,000 και για τη δεύτερη 40,000. Δεν είναι όμως το οικονομικό μέρος το πιο σημαντικό, αλλά η εμπιστοσύνη που χάνεται.