Σε απόσταση ασφαλείας από το κλεινόν άστυ, και με απόλυτη συνειδητοποίηση των πεπραγμένων και συντεταγμένων των 51 χρόνων, αναλογίζομαι το μέλλον των παιδιών και εγγονιών της παρούσας γενιάς των Κυπρίων.

Η ιστορία που ακολουθεί στην απόλυτη και μοναδική κυπριακή διάλεκτο είναι για μένα και για τον κάθε συνειδητοποιημένο Κύπριο η προίκα αυτών των 51 χρόνων. Πολλοί θα ενοχληθούν γιατί το κυριακάτικο κείμενο που επέλεξα δεν ανταποκρίνεται ποσώς στα «ειωθότα» των Ιουλίων της ζωής μας, δεν κλαψουρίζει τη μαύρη του μοίρα, σίγουρα δεν είναι μαύρο κι άραχνο, δεν είναι σοβαροφανές και δεν ασχολείται με τον Γενικό και Βοηθό Γενικό ή με τις αναμενόμενες κοκορομαχίες στις προσεχείς συνομιλίες. Εμπνέεται από αυτές και εκφράζει απόλυτα την υποκρισία και την αδιαλλαξία, ακόμη και ανάμεσα στους πετεινούς ποτζ̆εί τζ̆αι ποδά.

Εξημέρωσεν η Παρασκευή τζ̆’ ο μουεζίνης αντινάχτηκεν χασκιασμένος που το στρώμαν. Η χαννούμισσα του επήεν να του ψήσει καφέν. Εποκνιάστηκεν, εσηκώστηκεν, εσάστηκεν, εσ̆σ̆άστην την νοσ̆σ̆ιάν του στο γυαλλίν, ευχαρίστησεν τον Θεόν του, τζ̆’ εκατέβηκεν τες σκάλες κορτωτός τζ̆’ έκατσεν στον ηλιακόν. Έξερεν ότι ήταν ο καλύτερος καλοφωνάρης της Χώρας, εν’ τη δικήν του την φωνήν που ακούαν ούλοι οι Τούρτζ̆οι τζ̆’ εσυντρομάσσουνταν τζ̆’ εβουρούσαν να κάμουν το ναμάζιν τους.

Εχόγλαζεν ο μαυρογέρημος ο Ιούλης, εν ετάρρασεν φύλλον γυρόν του, είσ̆εν μιαν πυράν χωραΐτικην, πούποτες σ’ ούλον τον τόπον εν έσ̆ει έτσι πυράν, εν’ σγιαν την κόλασην. Ήπιεν τον καφέν τον μερακλίτικον που του έκαμεν η χαννούμισσα του. Μουρμουρά ξημουρμουρά, αμμά μόνον τζ̆είνη ξέρει να τον κάμνει έτσι γλυτζ̆ύν.

Εποσ̆σ̆έπασεν που το παραθύριν τζ̆’ είδεν καρτζ̆ίν του τον πετεινόν του. Εστέκετουν πά’ στο δώμαν κορτωτός, αντίνασσεν  τα φτερά του τζ̆αι κάθε λλίον έκλωννεν την τζ̆εφαλήν του, μιαν ποτζ̆εί τζ̆αι μιαν ποδά. «Έτσι φτερά εν έχουν οι πετεινοί τους ποτζ̆εί», εσκέφτηκεν. «Οι δικοί μας λαμποκοπούν, εν τζ̆αι πράσινοι εν’ τζ̆αι κότσ̆ινοι, έσ̆ει που εν’ σαν την θάλασσαν τζ̆αι φαίνουνται πο’ ’ναν μίλιν τόπον. Οι δικοί τους εν’ ολόμαυροι.»

Ώσπου να βαώσει το παραθύριν του ο μουεζίνης, ο πετεινός έμπηξεν μια κρατζ̆ιάν, ελάωσεν τον. Έσυρεν του έναν όξινον ποσφιμένον τζ̆’ ήβρεν τον πά’ στην τζ̆εφαλήν. «Git buradan, ya ben ya sen olan…» «Για εγιώ για εσού, ρε άχρηστε, που αντί να βουράς τες όρνιθες καπαρτίζεις πά’ στο δώμαν τζ̆αι βρέθεσαι μεσ’ τα πόθκια μου.»

Εχάθην ο πετεινός, επήεν τζ̆’ έκατσεν πά’ στο τοιχαρούιν του σπιθκιού τζ̆’ εκουκκούμωσεν. Ενευρίασεν ο μουεζίνης, έχασεν τα λόγια του τζ̆’ άψεν το κασετόφωνον να πνάσει. «Αλλάχ ουάχμπαρ», ακούστηκεν πέρα, ως τον Ταχτακαλλάν, που γιάλι-άλι εξύπναν.

Άκουσεν τον τζ̆’ ο παπάς που την άλλην πάνταν τζ̆’ εσηκώστην που το στρώμαν.

  • Που να σε δω καλόηρον ρε που εν να πάεις;

 Έπεψεν τζ̆αι τζ̆είνος την γεναίκαν του να κάμει καφέν. Έπιννεν τον σκέττον τζ̆αι βαρύν, τζ̆αι μανιχά του Λαϊκού. Ενευρίασεν, εβάωσεν το παραθύριν να μεν ακούει τον μουεζίνην, τζ̆’ εκατσεν τζ̆’ εκαρτέραν την γεναίκαν να του φέρει τον καφέν καραμουτσωμένος. Άμαν τζ̆’ έφερεν τον, έπεψεν την εις το παζάριν να ψουμνίσει τζ̆αι τζ̆είνος ελάμνισεν εις την εκκλησ̆ιάν.

Το «Αλλάχ ουάχμπαρ» όμως ακούσεν το τζ̆αι μια συναρπαρτζ̆ιά πετεινών του Ταχτακαλλά τζ̆’ ενευρίασαν τζ̆αι τζ̆είνοι. Εσυνάχτηκαν πόξω που την εκκλησ̆ιάν τζ̆’ αρκέψαν να κράζουν. Ο πετεινός του παπά, που ’τουν περίτου μάγκας που τους άλλους, εξέβηκεν πάνω σ’ έναν δεντρόν κάτω που το καμπαναρκόν τζ̆’ έμπηξεν μιαν δυνατήν κρατζ̆ιάν, αμμά πάλε η φωνή του μουεζίνη ήτουν περίτου δυνατή.

«Μιαν ζωήν, ρε θκιάολε… Έννα δεις, μιαν σου, μιαν μου», είπεν ο πετεινός ο μάγκας.

Εν τζ̆’ εμπόρηεν να σσιωπήσει, ήτουν να φκ’ η ψυσ̆ή του. Αδύνατον, θέμα περηφάνειας, τιμής, έτσι αναγιώθηκαν οι ποδά γενιές των πετεινών, μες τες αρχές, την αξιοπρέπειαν, την πατριδογνωσίαν τζ̆αι την περηφάνειαν για τους προγόνους τους. Εκατέβηκεν που το δεντρόν τζ’ εφκήκεν πά’ στο δώμαν του σπιθκιού του στην Πενταδακτύλου. Έφκαλεν μιαν παουρκάν, ελαωθήκαν τζ̆’ οι όρνιθες τζ̆αι τα πλάσματα.

Ο παπάς της εκκλησ̆ιάς τζ̆’ η παπαθκιά του επότιζαν τα τσαρτελλούθκια τους. Ακούαν τον πετεινόν τους να κράζει τζ̆’ εκαπαρτίζαν: «Άκου φωνήν! Φοούνται τον οι ποτζ̆εί», είπεν ο παπάς. «Ξέρει να κουμαντάρει τζ̆αι τες όρνιθες», επολοήθηκεν η παπαθκιά.

Ο άλλος που ποτζ̆εί, άνταν τζ̆’ άκουσεν τον ποδά πετεινόν, επετάχτηκεν που το τοιχαρούιν. Να μείνει τζ̆είνος πουκάτω, να ’ν’ η φωνή του άλλου περίτου δυνατή που την δικήν του; Μιάλον ρεζίλιν, έννα τον περιπαίζουν ούλες οι όρνιθες της γειτονιάς. ΄Εβεξεν δυνατά να καθαρίσει ο λαιμός του, εσηκώστηκεν, αντίναξεν τα πρασινοτουρκουάζ̆ φτερά του τζ̆’ αντάκωσεν τες παουρκές. Δεύτερον όξινον ποσφιμένον που τον μουεζίνην, τζ̆αι τρίτον που τη χαννούμισσαν που έπλωννεν τα ρούχα. Ένας άλλος έσυρεν του έναν μαστραππάν γεμάτον ξίδιν.

Τίποτε. Κρατζ̆ιάν ο ένας, κρατζ̆ιάν ο άλλος… Εξυπνήσαν οι γειτόνοι τζ̆αι που ποδά τζ̆αι που ποτζ̆εί, τζ̆αι ούλοι εσύρναν τους πά’ στην τζ̆εφαλήν τους ό,τι έβρισκαν ομπρός τους. Ο ποτζ̆εί εκατέβηκεν που το τοιχαρούιν τζ̆’ επήεν τζ̆’ εχώστηκεν μέσ’ τα λάστιχα ’νού βαν που ’ταν τζ̆ει̮αμαί.

Ο μουεζίνης εμπήκεν μέσ’ την κάμαρην τζ̆’ άψεν τσιάρον. Ο παπάς εμπήκεν μέσ’ το ιερόν, άψεν το καντήλιν τζ̆αι είπεν: «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», τζ̆αι ήπιεν το υπόλοιπον της θείας κοινωνίας.

Επνάσαν οι γειτονιές, οι πετεινοί επήαν να βουρήσουσιν τες όρνιθες, τζ̆αι σιγά-σιγά εξυπνήσαν οι Χωραΐτες τζ̆αι που τες θκυο τες πάντες.

* Ευχαριστίες στην Δρ Νικολέττα Δημητρίου που περιποιήθηκε το κείμενο.

Ελεύθερα, 13.7.2025