Μεγαλώσαμε και άλλοι γεράσαμε με την εικόνα μαυροφορεμένων γυναικών στα οδοφράγματα και σε διαδηλώσεις, που κρατούσαν στο χέρι μια φωτογραφία των αγνοουμένων γιων, συζύγων, πατεράδων ή ακόμη και περισσοτέρων μελών μιας οικογένειας, των οποίων τα ίχνη χάθηκαν και αγνοούνταν από την βάρβαρη τουρκική εισβολή του 1974. Εικόνες σπαραχτικές, μητέρων και συζύγων, συνώνυμο θλιμμένης Παναγιάς.
Η πιο κάτω ιστορία είναι αυτή του Ανδρέα Σάββα, μια από τις δύο χιλιάδες οδυνηρές ιστορίες αγνοουμένων, των οποίων τα οστά ταυτοποιήθηκαν με την μέθοδο DNA. Μια δημοσίευση στην εφημερίδα, ανακοινώνει από ποιον ιερό ναό θα γίνει η κηδεία, χωροστατούντος του τάδε μητροπολίτη, ενώ την πολιτεία θα αντιπροσωπεύσει ένας έντιμος υπουργός. Το κρατικό κανάλι θα προβάλει μέρος της εξοδίου ακολουθίας, την ώρα που οι επίσημοι βγάζουν λόγο ή καταθέτουν στεφάνια εκ μέρους των κομμάτων. Σύσσωμη η πολιτική εξουσία δίνει το παρόν της, ως ένδειξη της ελάχιστης αναγνώρισης του πεσόντος και της ηρωικής του θυσίας. Αθάνατος θα φωνάξουν όλοι μαζί!
Με την ταφή και μόνο μ’ αυτή, μπορεί να ολοκληρωθεί η διαδικασία του πένθους, ώστε οι συγγενείς να μπορέσουν να θρηνήσουν το αγαπημένο πρόσωπο, να αποδεχτούν τον θάνατό του και το αδύνατο της επιστροφής του. Μόνο τότε μπορούν να προχωρήσουν με την πικρή συνειδητοποίηση πως το αγαπημένο πρόσωπο δεν βρίσκεται πια αιχμάλωτο στις τουρκικές φυλακές ή κάπου στην απεραντοσύνη της Ανατολίας, σύμφωνα με τον θρύλο που για χρόνια συντηρούσε αυτό το αφήγημα.
Στο χωριό Δορά της επαρχίας Λεμεσού γεννήθηκε το 1957 ακόμη ένας ήρωάς μας, ο Ανδρέας Ζαχαρία Σάββα ο οποίος είχε καταταχθεί ως εθελοντής στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς, σε ηλικία μόνο δεκαεξίμησι χρόνων. Έξι μήνες αργότερα, στις 20 Ιουλίου του 1974, με την τουρκική εισβολή βρέθηκε μέσα στη δίνη του πολέμου, με το τάγμα του να πολεμά στην περιοχή Κλεπίνη της Κερύνειας.
Στις 10 Αυγούστου κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας ο Ανδρέας ήρθε Λεμεσό με υπηρεσιακό σημείωμα, δηλαδή δωδεκάωρη άδεια. Ο σύντομος χρόνος δεν του επέτρεπε να βρει μέσο να ανέβει στο χωριό για να δει τους γονείς του Ζαχαρία και Αυγούλα και τ’ αδέλφια του. Γι’ αυτό κατέβηκε στη θεία του Μαρίτσα, όπου και έμεινε μέχρι τις τέσσερις το απόγευμα, στέγνωσαν τα ρούχα που του είχε πλύνει η θεία, έφαγε, είδε τον αδελφό του Χαρίλαο και έπιασε το ταξί της γραμμής για να επιστρέψει στο τάγμα του.
Μάταια τον παρακαλούσε η θεία του να μην φύγει, να αναβάλει τη θητεία του, εφόσον ήταν μόλις δεκαεφτά χρονών. Ο Ανδρέας ανένδοτος, είπε πως η πατρίδα τον χρειάζεται και δεν υπήρχε περίπτωση να μην επιστρέψει. Έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του, οι γονείς και τ’ αδέλφια του τον έψαχναν και περίμεναν για χρόνια να μάθουν νέα του. Ζούσαν για τη μέρα που θα λάμβαναν ένα γράμμα του ή που το τηλέφωνο θα κτυπούσε στον τηλεφωνικό θάλαμο της πλατείας του χωριού ακούγοντας τη φωνή του να λέει «Είμαι ο Αντρέας, έρκουμαι έσσω»
Όταν πια ταυτοποιήθηκαν τα οστά του, οι γονείς του δεν ήταν στη ζωή, έφυγαν με τον καημό της απουσίας του, όπως χιλιάδες γονείς αγνοουμένων. Στην εξόδιο ακολουθία βρίσκονταν τα αδέλφια του, Παναγιώτα, Χαρίλαος, Σάββας, Σταύρος και Ελένη, με τα παιδιά και τα εγγόνια τους που ο Ανδρέας δεν είχε γνωρίσει. Σαράντα χρόνια απουσίας είναι πολλά, η ζωή προχωρά, άνθρωποι έρχονται και φεύγουν στις ζωές μας, ενώ ο αγνοούμενος δεν είναι πουθενά, ούτε με τους ζωντανούς, ούτε με τους πεθαμένους.
Με το ξέσπασμα της δεύτερης φάσης της εισβολής του Αττίλα, στις 14 Αυγούστου, το τάγμα του Ανδρέα Σάββα κτυπήθηκε από την τουρκική αεροπορία. Σύμφωνα με μαρτυρίες οι στρατιώτες του 241 Τ. Π. διατάχθηκαν να αναδιπλωθούν στην περιοχή Κυθρέας-Βώνης, της επαρχίας Λευκωσίας. Μαζί με άλλους τριανταεφτά στρατιώτες διανυκτέρευσαν στην οικία της Φρόσως Δημητρίου και σε ακόμη δύο συγγενικά της σπίτια. Σε ένα χαρτί κατέγραψαν μάλιστα τα ονόματά τους ούτως ώστε εις περίπτωση που συλλαμβάνονταν, να παραδιδόταν ο κατάλογος αυτός στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό.
Ξημερώνοντας της Παναγίας, Δεκαπενταύγουστος, δύο από τους στρατιώτες στάλθηκαν να κατοπτεύσουν τη γύρω περιοχή, ψάχνοντας τρόπο διαφυγής. Οι Τούρκοι όμως είχαν περικυκλώσει το χωριό και άρχισαν να πυροβολούν στο σπίτι, οπότε και οι στρατιώτες παραδόθηκαν. Πεζοί με τα χέρια ψηλά κατευθύνθηκαν προς το χωριό Επιχό και δεν ξανάκουσαν τίποτα γι’ αυτούς.
Η μητέρα του Αυγούλα, για χρόνια ξυπνούσε κάθε αυγή, ανάβοντας το καντήλι και παρακαλώντας την Παναγία να της φέρει πίσω τον γιο της του οποίου δεν σταμάτησε να γιορτάζει την ονομαστική γιορτή κάθε χρόνο. Οι χαρές της οικογένειας, αρραβώνες, γάμοι και βαφτίσεις συνοδεύονταν πάντα από μια πίκρα, λόγω της απουσίας του Ανδρέα.
Ήταν η 29η Ιανουαρίου του 2012 όταν κήδευσαν τον δεκαεφτάχρονο αδελφό τους, τον αιώνιο έφηβο με τα μελισσιά μάτια. Ίσως να ήταν καλύτερα που οι γονείς δεν ήταν εν ζωή; Πώς θα άντεχαν στη θέα ενός μικροσκοπικού κασονιού-φερέτρου, σκεπασμένου με την ελληνική σημαία, που περιείχε μόνο κάποια οστά;
Η μεγαλοσύνη, το ανάστημα και η θυσία του κάθε αγνοουμένου και το δράμα της οικογένειάς του, δεν χωρεί πουθενά. Γίνεται κραυγή και η ηχώ της αντηχεί εις τους αιώνες των αιώνων, πάνω από τα βουνά, τον Πενταδάκτυλο, τη χερσόνησο της Καρπασίας, τα περβόλια της Μόρφου, τη θάλασσα της Κερύνειας και της Αμμοχώστου.