Το ερμάρι από κυπαρισσόξυλο ήταν προίκα της γιαγιάς Δέσποινας. Το είχε γεμίσει η μητέρα της, η παπαδιά η Πηνελόπη, με σεντόνια, σκεπάσματα και τραπεζομάντηλα που η ίδια είχε κεντήσει όταν τα δειλινά καθόταν για καφέ με τις γειτόνισσες στα σοκάκια. Οι γάμοι έγιναν στο ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης από τον ίδιο τον πατέρα της νύμφης τον Παπαρτέμη, εξ Αγγλισίδων, που ήταν ιερέας και δάσκαλος του χωριού Τόχνη.

Το μετέφεραν με άμαξα στην πόλη, όπου βρισκόταν το τυπογραφείο του γαμπρού και το σπίτι που έκτισαν οι γονείς για τη θυγατέρα τους. Εκεί γεννήθηκαν παιδιά και εγγόνια. Στο υπνοδωμάτιο που μοιραζόμουν με την αδελφή, δέσποζε το ψηλό σκούρο ερμάρι μέσα στο οποίο φυλάγονταν τα ασπρόρουχα και τα παιδικά ρούχα που μύριζαν φρεσκάδα και γιασεμί.

Στο ερμάρι υπήρχε και μια «πορτούδα» που οδηγούσε σε κρύπτη, όπου φυλάγαμε τα χρυσαφικά σε μια μπιζουτιέρα από ξύλο τριανταφυλλιάς. Βαφτιστικοί σταυροί και Παναγίτσες, αλυσίδες, σκουλαρίκια ή αγκράφες, τα μαργαριτάρια της μητέρας και τα κεχριμπάρια, τα οποία είχε φέρει από τη Σοβιετική Ένωση. Η αδελφή κι εγώ είχαμε από μια αγκράφα με κεχριμπαρένιο καραβάκι. Μας το καρφίτσωναν στα φουστάνια μας όταν πηγαίναμε σε πάρτι γενεθλίων, σε γάμους ή σε εστιατόρια. Έφεγγε και έλαμπε η ηλιόπετρα στην αριστερή πλευρά του φουστανιού μας.

Δεν είχα βγει ποτέ από το νησί, ονειρευόμουν να μπω σε καράβι και να γυρίσω τον κόσμο. Όλοι οι δίσκοι βινυλίου που είχαμε στο εντοιχισμένο σε έπιπλο πικάπ μας, υμνούσαν φιλντισένια καραβάκια και λιμάνια. Μας πήγαιναν στον Πειραιά, στην Αθήνα, «ανάμεσα Σύρο και Τζια». Η μητέρα Ελλάδα ήταν τόσο κοντά μα και τόσο μακριά, ο πιο ποθητός προορισμός, τη βλέπαμε σε ελληνικές ταινίες. Αν είχε γίνει η Ένωση τώρα θα πηγαίναμε με τα πόδια ή θα μας έπαιρναν οι γονείς με τη λευκή Ford τους.

Εμείς τα πρώτα παιδιά της Κυπριακής Δημοκρατίας ταξιδεύαμε με τις ταινίες, τα τραγούδια και τη φαντασία μας, μέσω της οποίας ανακαλύψαμε την κρύπτη μες στο ερμάρι της γιαγιάς. Το κουτί με τα κοσμήματα είχε πια μεταφερθεί στο χρηματοκιβώτιο του πατέρα κι εμείς μετακινώντας τις κεντημένες μαξιλαροθήκες και ανοίγοντας την καταπακτή, πιστεύαμε πως κάναμε την «Ένωση» με την Ελλάδα.

Ήταν το μυστικό μας το οποίο αγνοούσαν οι μεγάλοι. Μόνο η γιαγιά απορούσε και μουρμουρούσε, πώς ανακατεύονταν οι μαξιλαροθήκες που τοποθετούσε σιδερωμένες και κολλαριστές; «Μέμπα τζαι μπήκαν οι κοτζιάκαρες, να γεννήσουν μες στο αρμάρι;». Και δώστου να θυμιατίζει με το καπνιστήρι της. Μέχρι που έφερε στο σπίτι τον Παπάντωνη για να κάνει αγιασμό και Άγιο Ευχέλαιο.

«Να μεν αφήνετε ποττέ νύχταν ανοιχτές τις πόρτες του αρμαρκού μέμπα τζαι μπούν οι καταραμένες». Εμείς φοβόμασταν τις γερόντισσες με τα βαμβακένια ξέπλεκα μαλλιά, στις οποίες έλειπαν πολλά δόντια και γεννούσαν στο ερμάρι αφήνοντας κίτρινες κηλίδες στα ασπρόρουχα. Δόντια έλειπαν και από τις κκιλιντζίρες που εισέβαλαν στις αυλάδες, απλώνοντας το χέρι για ελεημοσύνη ή λέγοντας «Ασήμωσε, να σου πω το μερτικόν σου» για να σου πουν την τύχη σου, διαβάζοντας τις γραμμές του χεριού. Γυάλιζαν τα δόντια τους από ατόφιο χρυσάφι, φοβόμουν και κρυβόμουν πίσω από το φουστάνι της γιαγιάς.

Όταν ανοίγαμε την κρύπτη του ερμαριού γινόταν ξαφνικά η μεταμόρφωσή μας. Δεν μιλούσαμε πλέον κυπριακά αλλά «καλαμαρίστικα», όπως αυτά που μιλούσαν οι δασκάλες στην τάξη και οι εκφωνητές στο ραδιόφωνο. Στα διαλείμματα και στο σπίτι μιλούσαμε μόνο κυπριακά. Τώρα γινόμασταν για λίγο, η Αλίκη, η Τζένη, η Ζωή και η Μελίνα, παίζοντας ρόλους, με αγαπημένη σκηνή τη «Στέλλα, κρατάω μαχαίρι!»

Ήμουν δέκα χρόνων εκείνο το καλοκαίρι όταν έγινε το πραξικόπημα από τη χούντα Αθηνών και την ΕΟΚΑ Β’. «Εφέραν μας τον Τούρκον οι άααθεόφοβοι». Άραγε να φταίγαμε κι εμείς τα παιδιά που ανοίγαμε τη μυστική κρύπτη, στην προσπάθειά μας να ενώσουμε την Κύπρο με την Ελλάδα; Και τώρα που έβαλαν κέρφιου, η μητέρα θα πέθαινε αν δεν συνδεόταν με το μηχάνημα της αιμοκάθαρσης που βρισκόταν στο Νοσοκομείο της πρωτεύουσας;

Ο πατέρας με άδεια του Ερυθρού Σταυρού, τυλίγοντας το αυτοκίνητο με τη σημαία με τον κόκκινο σταυρό, τη συνόδεψε στη Χώρα, στο Γενικό Νοσοκομείο όπου ξεφόρτωναν φορτηγά με σφαγιασμένους νέους και άντρες αντιστασιακούς. Οι δικοί μας σκότωναν δικούς μας μέσα σε ένα παροξυσμό μίσους και φανατισμού. Ακολούθησε η τουρκική εισβολή και ενώ ορδές προσφύγων έτρεχαν προς τα νότια για να γλυτώσουν, οι γονείς πήγαιναν πάλι βόρεια στην πρωτεύουσα. Κι αν βομβάρδιζαν το Νοσοκομείο όπως έγινε και με το Ψυχιατρείο Αθαλάσσας;

Όλα μπλέχτηκαν παράξενα στη μνήμη του παιδιού των δέκα χρόνων και επανέρχονται οδυνηρά κάθε Ιούλιο και Αύγουστο. «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί» (Γιώργος Σεφέρης). Ακούω το «Φιλντισένιο καραβάκι», ενώ στην κρύπτη μου φυλάω ένα κεχριμπαρένιο καραβάκι και μια σφαίρα που μας τρύπησε την καρδιά εκείνο το καλοκαίρι του ’74. Συλλογικό τραύμα μιας πληγής που κακοφόρμισε και δεν έκλεισε ποτέ. Αιμορραγεί κάθε Ιούλιο και Αύγουστο κι ας πέρασε μισός αιώνας από τότε…

dena.toumazi@gmail.com