Κανονικά, κάθε κείμενο που γράφω σχετικά με το θανατικό στη Γάζα θα πρέπει να ξεκινά με την προτροπή: σταματήστε τη σφαγή και μετά αναλύουμε όσο θέλετε ιδεολογίες, πολιτικές, αφηγήματα και γεωστρατηγικές.
Τη φορά αυτή θα ξεκινήσω το κείμενο με το σχόλιο ότι ουδόλως με απασχολούν οι δημοσκοπήσεις που εμφανίζονται αριστερά και δεξιά και αποφαίνονται ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ισραηλινών Εβραίων δεν «συμπάσχει» -για να το θέσω κομψά- με τα δεινά των Παλαιστινίων.
Καθόλου παράξενο δεν μου φαίνεται που οι πλείστοι Εβραίοι πολίτες του Ισραήλ θεωρούν τη μεγάλη σφαγή και τη λιμοκτονία είτε ευθύνη της Χαμάς, είτε υπερβολή, είτε κατασκευή. Ειδικά εν καιρώ πολέμου και με την πάντα ταλαιπωρημένη αλήθεια να βολοδέρνει εν μέσω εθνικών αφηγημάτων, υπαρξιακών μορμολύκειων και μιας φρενήρους εκστρατείας ελέγχου της πληροφορίας. Εδώ καταπίνουν τη χασμπάρα αμάσητη και γυρίζουν την πλάτη στη γενοκτονία εκατομμύρια επιλεκτικά ευαίσθητοι ανάμεσά μας στον υπόλοιπο κόσμο, οι πολίτες του Ισραήλ θα συγκινούνταν;
Υπάρχει βέβαια μια μερίδα πολύ θαρραλέων Ισραηλινών Εβραίων που βλέπουν πέρα από τη μύτη τους και αντιδρούν με κάθε κόστος στη φρίκη και τα εξώφθαλμα εγκλήματα πολέμου. Παράλληλα, κορυφαίοι Εβραίοι ή/και Ισραηλινοί διανοητές συγκαταλέγονται στους πιο σφοδρούς επικριτές του κράτους αυτού, της μιλιταριστικής λογικής του και της γενοκτονικής μανίας του.
Πέρα απ’ αυτό, όμως, το τσουβάλιασμα κάθε Ισραηλινού τουρίστα, ακόμη κι αν οι πιθανότητες να είναι υμνητής της «τελικής λύσης» στη Γάζα είναι υψηλότατες, στα μάτια μου φαντάζει κάπως αδιέξοδη. Υπό την έννοια ότι δεν μπορώ να σκεφτώ ποιο πρακτικό αποτέλεσμα μπορεί να έχει εκτός από το να προτάξει ακόμη περισσότερο τ’ αγκάθια του.
Η πίεση που πιάνει τόπο είναι μόνο η πολιτική και γι’ αυτό οι διαδηλώσεις και οι δράσεις αλληλεγγύης που διοργανώνονται ραγδαίως ανά τον κόσμο έχουν νόημα όχι επειδή αναθεματίζουν το Ισραήλ, αλλά επειδή έμμεσα ή άμεσα απευθύνονται στην τοπική κυβέρνηση ωθώντας τη να επανεξετάσει τη σχέση και τη στάση της με δολοφονικά κράτη.
Υπό την ίδια έννοια, δεν ξέρω πόσο τόπο πιάνει λ.χ. μια δυναμική εκδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στην πολιτική του Ερντογάν που διοργανώνεται στην ελεύθερη Κύπρο. Μάλλον σαν φιλοφρόνηση την εκλαμβάνει ο αποδέκτης στην Άγκυρα. Αντίθετα, άλλο νόημα και άλλη δυναμική έχει αν πραγματοποιηθεί στην κατεχόμενη Κύπρο.
Ομοίως, μια διαδήλωση διαμαρτυρίας κατά της παρατεταμένης φονικής ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία σε μια ευρωπαϊκή χώρα η κυβέρνηση της οποίας έχει έμπρακτα και με ποικίλους τρόπους εκφράσει τη στήριξή της στους Ουκρανούς έχει λιγότερο νόημα, αν όχι απλώς συμβολικό χαρακτήρα, σε σχέση με μια αντίστοιχη σε χώρες που κάνουν πλάτες στην πολιτική του Πούτιν. Και σε σχέση, προφανώς, με μια αντίστοιχη στην ίδια τη Ρωσία.
Ελπίζω να είναι κατανοητό αυτό που επιχειρώ να πω και να μην παρεξηγηθεί. Αναφέρομαι στην πολιτική πίεση και τον αντίκτυπο που έχει μια εκδήλωση διαμαρτυρίας κι αυτό δεν υπονοεί ότι μια αυθόρμητη μαζική ενέργεια αγανάκτησης ή αλλεγγύης είναι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες κατακριτέα.
Ολοκληρώνοντας τον συλλογισμό, πέρα από το συναισθηματικό κομμάτι και την ευνόητη οργή που προκαλούν τόσο οι γενοκτονικές πρακτικές όσο και οι εξωφρενικές εκστρατείες συγκάλυψης, οι ηθικές πιέσεις προς μια ομάδα ανθρώπων, ειδικά όταν γίνονται στα τυφλά και με γνώμονα αποκλειστικά και μόνο το ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ και όχι το ΤΙ ΠΡΕΣΒΕΥΟΥΝ, μαθηματικά δεν αποδίδουν καρπούς. Πρακτικά πάντα ομιλώντας και νοουμένου ότι κύριος σκοπός είναι να σταματήσει η σφαγή άμεσα.
Εκτός αν κύριος σκοπός είναι απλώς να ξεσπάσουμε τον θυμό μας, ή να νεροπλύνουμε τη συνείδησή μας ή να επιβεβαιώσουμε στον εαυτό μας ότι στεκόμαστε στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας» ή να κάνουμε επίδειξη ηθικής και ιδεολογικής ισχύος. Κι αυτό χρήσιμο είναι ενίοτε, αλλά υπάρχουν κάποιες πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Ντρέπομαι λιγάκι που το λέω, αλλά εδώ που φτάσαμε, με κάθε ώρα που περνά να στοιχίζει τον θάνατο σε συνανθρώπους μας, ίσως χρειάζεται να είμαστε πιο πρακτικοί ή και κυνικοί. Η κατανόηση της νοοτροπίας ενός λαού, με τα βαθιά ιστορικά, μυθικά και θεολογικά της θεμέλια, είναι απαραίτητη αν θέλουμε να σχεδιάσουμε πρακτικές παρεμβάσεις που να έχουν αποτέλεσμα.
Δεν μιλάμε για «συμπάθεια» ή «κατανόηση» με την έννοια της αποδοχής της πολιτικής βίας ή των εγκλημάτων πολέμου, αλλά για τη στρατηγική ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι από πού αντλείται η «νομιμοποίηση» μιας φρικαλέας πράξης ή στάσης. Αν η αυτοαντίληψη ενός λαού έχει σφυρηλατηθεί επί αιώνες γύρω από την ιδέα ότι είναι «περιούσιος» κι ότι η ιστορική του διαδρομή είναι θεόπνευστη, τότε η πολιτική και επικοινωνιακή πίεση που αγνοεί αυτό το πλαίσιο μοιάζει με αυγό στον τοίχο.
Αντίθετα, η κατανόηση των μηχανισμών αυτής της συλλογικής αφήγησης μπορεί να αποκαλύψει τα πραγματικά ευάλωτα σημεία: την αγωνία για την επιβίωση, την εσωτερική διαπάλη ανάμεσα στη θρησκευτική και την κοσμική εξουσία, την ένταση ανάμεσα στο παγκόσμιο και στο εθνικό στοιχείο. Εκεί είναι που μπορεί να στραφεί μια πίεση με στόχο την αλλαγή πολιτικής. Με παρεμβάσεις που μιλούν στη γλώσσα των αξιών και της ιστορίας.
Στο βιβλίο του «Η μυθική ιστορία των Εβραίων» ο Βασίλης Ραφαηλίδης επισημαίνει ότι στην περίπτωση αυτή η μυθιστορία είναι ενσωματωμένη στο συλλογικό DNA. Η ιστορία κάθε λαού ξεκινά με τη μυθολογία του και η εθνική μυθολογία λειτουργεί ως εισαγωγή στην εθνική ιστορία. Για τους Εβραίους, η μυθική ιστορία δεν είναι απλώς ένας κοινός μύθος, αλλά «μία προσθετική επιστημονική σκέψη». Μύθος και η ιστορία αλληλοϋφαίνονται.
Δεν εννοώ με όλα αυτά ότι πρέπει να καλοπιάνουμε ή να κανακεύουμε φονιάδες. Όμως, αν στόχος δεν είναι μια μανιχαϊστικού τύπου ηθική επικύρωση του ποιος έχει δίκιο ή άδικο, που εξάλλου είναι μια συζήτηση εκ προοιμίου αδιέξοδη, αλλά να ασκηθεί μια αποτελεσματική πίεση που μπορεί ν’ ανοίξει ρωγμές στον μονόλιθο της συλλογικής αφήγησης- επιθετικότητας, ίσως αυτό το σκοτεινό κεφάλαιο της ανθρώπινης Ιστορίας που βλέπουμε με τα μάτια μας να γράφεται με κατακόκκινα γράμματα, να καταφέρει να κλείσει πιο σύντομα.
Ελεύθερα, 17.8.2025