Οι τελευταίοι αιχμάλωτοι του 1974, τιτλοφορεί το κείμενο του ο Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος Σενέρ Λεβέντ, αναφερόμενος στους πέντε Ελληνοκύπριους που εδώ και ενάμιση μήνα κρατούνται σε φυλακές του κατοχικού καθεστώτος. Φυσικά έχει επίγνωση-και το αναφέρει- πως ο παραλληλισμός θα θεωρηθεί ύβρις τόσο από τους μεν όσο και από τους δε. Τόσο από τους αποκεί όσο και από τους αποδώ. Για τους αποκεί είναι πέντε Ελληνοκύπριοι που νομίζουν ότι έχουν ακόμα δικαίωμα στις ιδιοκτησίες που άφησαν πίσω τους (κατόπιν εκδίωξης αλλά αυτό δεν έχει σημασία για αυτούς). Για εμάς απ’ εδώ είναι αρκετό το ότι πέρασαν το οδόφραγμα, το ότι δέχτηκαν να δείξουν χαρτιά στον κατακτητή για να τους δώσει έγκριση να περάσουν. Η επίσκεψη στα κατεχόμενα ισούται πια (στην αντίληψη ολοένα και πιο πολλών) με προδοσία. Για όποιο λόγο κι αν γίνεται, είτε για καζίνο, είτε για αγοραπωλησίες, είτε για επαφές, είτε για να δει κάποιος το χωριό όπου γεννήθηκε και τις περιουσίες που θα μπορούσε να έχει, είτε για να δει το άλλο μισό του τόπου του.

«Τι έγκλημα διέπραξαν εκείνοι οι πέντε Ελληνοκύπριοι και στερήθηκαν τόσο καιρό την ελευθερία τους», διερωτάται στο άρθρο του ο Λεβέντ. «Δεν είναι κρατούμενοι. Είναι αιχμάλωτοι! Οι τελευταίοι αιχμάλωτοι του 1974! Μήπως δεν έχουν δικαίωμα να έρθουν να δουν τα χώματά τους που υπέστησαν βιασμό και λεηλατήθηκαν; Εδώ και μέρες μεταφέρονται συνεχώς από το ένα δικαστήριο στο άλλο. Από τη Λευκωσία στο Τρίκωμο. Από το Τρίκωμο στη Λευκωσία. Με χειροπέδες! Δεν έφτανε αυτό, τους πήραν και στην πύλη των Στροβιλιών. Έκαναν επιτόπια έρευνα, λέει! Νομίζετε ότι βρίσκεστε σε ένα θέατρο του Μεσαίωνα. Όπως συγκεντρώνεται ο λαός για να παρακολουθήσει τον κατάδικο που θα αποκεφαλιστεί, έτσι είμαστε και εμείς. Παρακολουθούμε όλοι μαζί αυτό το βάσανο».

Ναι, ο τίτλος του Λεβέντ μπορεί να θεωρηθεί ύβρις. Τι άλλο είναι όμως εκτός από πιόνια σε ένα πολιτικό παιχνίδι; Για τους οποίους μοιάζει να μην νοιάζονται πολλοί. Αν συλλαμβάνονταν κάτω από τις ίδιες συνθήκες από ένα οποιοδήποτε απολυταρχικό καθεστώς και σύρονταν με τέτοιο τρόπο από το ένα δικαστήριο στο άλλο και από το κρατητήριο στη φυλακή, μπορεί και να το θεωρούσαμε άδικο και βάναυσο. Μπορεί να οργανώναμε κάποια εκστρατεία καταδίκης, έκκλησης απελευθέρωσης…, κάποιας αντίδρασης τέλος πάντων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αντιδράσεις είναι εντελώς χλιαρές, όχι για να μην χαλάσει το καλό κλίμα (που δεν υπάρχει) αλλά λίγο πολύ γιατί εδραιώνεται η αντίληψη πως όποιος περνά το οδόφραγμα διαπράττει προδοσία κι είναι άξιος της μοίρας του. Ας βάλουμε και πινακίδες πως «η μετάβαση γίνεται με δική σας ευθύνη» ώστε να μην χρειάζονται και διαβήματα.