Περί έθνους, κράτους και φυλετικής καθαρότητας.

Ό,τι και αν εννοούσε ο Ισοκράτης γράφοντας για τους μετέχοντες της ελληνικής παιδείας –αν είναι όντως (ή αξίζουν να είναι) Έλληνες, ανεξαρτήτως καταγωγής, ή αν εκείνοι (αυθαίρετα;) επιθυμούν να λογίζονται ως τέτοιοι–, πιστεύω πως καθένας έχει δικαίωμα να είναι αυτό που θέλει να είναι. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το αίμα, το πού γεννήθηκες και από ποιους, για τον πολύ απλό λόγο ότι η φυλετική καθαρότητα είναι ένας μύθος. Μετά από επιμειξίες αιώνων και αιώνων, καθένας μας έχει ένα DNA στο οποίο διασταυρώνονται τα ίχνη πολλαπλής καταγωγής, κάποτε τόσο απίθανης που φαντάζει απίστευτη. Όμως η αλήθεια αυτή δεν κάνει κανέναν λιγότερο ή περισσότερο Έλληνα (ή Τούρκο, Πέρση, Εβραίο, Άραβα, Νιγηριανό ή και… Αρειανό). Διαφορετικά, καταλήγουμε στη ναζιστική ανοησία περί κατώτερων φυλών και στον μύθο της «ανωτερότητας» μιας σούπερ φυλής (των «Αρίων» στην περίπτωσή τους).

Θεώρησα απαραίτητη αυτή την εισαγωγική διευκρίνηση, πριν τοποθετηθώ στο θέμα που δίχασε τελευταίως τους ανθρώπους στον τόπο μας: Τον ελληνικό εθνικό ύμνο και το κατά πόσον αυτός σηματοδοτεί (ή μήπως καθορίζει;) την εθνική-φυλετική ταυτότητα. Σχετικό μ’ αυτό είναι ένα μάλλον «τεχνικό» ερώτημα, το οποίο πιστεύω πως κακώς απασχόλησε τη δημοσιότητα και ξεσήκωσε τέτοια διαμάχη: Το αν είναι δυνατόν δύο ανεξάρτητα κράτη να έχουν τον ίδιο εθνικό ύμνο (ο οποίος, εδώ που τα λέμε, κακώς αποκαλείται «εθνικός» αντί «κρατικός», στον βαθμό που στα περισσότερα κράτη ζουν σήμερα πολίτες διαφορετικής εθνοτικής καταγωγής). Ενδεχομένως ο Μακάριος να αυθαιρέτησε τον Νοέμβριο του 1966, υιοθετώντας τον ελληνικό εθνικό ύμνο, ωστόσο αυτό το ζήτημα είναι επουσιώδες. Όπως είπα και πιο πάνω, σημασία έχει τι θέλουν να είναι οι πολίτες της Κύπρου – τι θέλει να είναι ο κάθε πολίτης ξεχωριστά. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι διαφορετική: Προφανώς, καθένας είναι αυτό που ο ίδιος επιλέγει, και αυτό δεν το καθορίζει κανένας ύμνος.

Δεν με αφορούν, λοιπόν, οι απαξιωτικές δηλώσεις της Ανδρούλας Βασιλείου (και όσων έσπευσαν να συνταχθούν μαζί της) περί μισαλλοδοξίας και εθνικιστικής έξαρσης, επειδή ο ελληνικός εθνικός ύμνος χαιρέτησε ταυτόχρονα την ελληνική και την κυπριακή εθνική ομάδα μπάσκετ (να πάλι το «εθνική» αντί για «κρατική»). Όσοι θέλουν να διαχωρίζουν τη φυλετική από την κρατική-εθνική ταυτότητα, ας μας εξηγήσουν τότε πώς ακριβώς ορίζουν τους ελληνοποιημένους και τους κυπροποιημένους παίκτες από τους «αυθεντικούς» Έλληνες ή Κύπριους. Και όσοι ανησύχησαν όψιμα ότι μπορεί να κακοφανιστεί ο Τατάρ –η μαριονέτα της Άγκυρας, που δεν χρειάζεται δικαιολογίες για να επιζητά διχοτόμηση– ας μας δώσουν εντέλει τον δικό τους ορισμό για τον Κύπριο, τον Έλληνα, τον Τούρκο ή όποιον άλλο θέλουν: Είναι το αίμα και η φυλετική καταγωγή; Η γλώσσα; Η θρησκεία; Μα αυτά εργαλειοποιούνται εδώ και πολλές δεκαετίες –για να μην πω αιώνες– ως κριτήρια ρατσιστικού διαχωρισμού παρά ενότητας. Με βάση αυτά καταρτίζονται σχέδια επί σχεδίων «λύσης» του Κυπριακού –παράδειγμα το Σχέδιο Ανάν και η ΔΔΟ– τα οποία απλώς προορίζονται να νομιμοποιήσουν τον διαχωρισμό: Τα δύο κράτη του Τατάρ και του Ερντογάν με άλλο όνομα…

Για να είμαι δίκαιος, θα πρέπει να διευκρινίσω ότι επίσης δεν με αφορούν οι εξάρσεις εθνικής υπερηφάνειας από όπου και αν προέρχονται, κυρίως όταν εμφανίζονται ως απόδειξη ακραιφνούς πατριωτισμού, ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Χαλαρώστε: Κανένας δεν υποχρεώνεται –ούτε χρειάζεται– να αποδείξει τον πατριωτισμό του – πιστοποιητικό εθνικοφροσύνης το έλεγαν σε κάποιους ζόρικους καιρούς στην Ελλάδα, μετά τον αιματηρό Εμφύλιο, και είναι αυτό που ξεχώριζε, υποτίθεται, τους αληθινούς Έλληνες από τους άλλους, τους «προδότες κομουνιστές». Έτσι κι εδώ, λοιπόν: Οι περισσότεροι από αυτούς που διαλαλούν την ελληνικότητά τους το κάνουν εν είδει πολιτικής δήλωσης, ως απάντηση στην αντίστοιχη πολιτική δήλωση εκείνων που προπαγανδίζουν μια ψευδεπίγραφη «επανένωση», αυτήν διά του ρατσιστικού διαχωρισμού. Ας ηρεμήσουμε λίγο, και οι μεν και οι δε, και ας δούμε την ουσία: Πού μας οδηγούν – πού μας οδήγησαν όλα αυτά;

chrarv@philelefheros.com

MINORITY REPORT, 07.09.2025