Για να βρεθείς, κάποτε, στο ψηφοδέλτιο κάποιου κόμματος ως υποψήφιος βουλευτής θα έπρεπε να είχες περάσει από διάφορα κομματικά στάδια και να ανέλθεις σκαλί σκαλί στην ιεραρχία του κόμματος, αρχίζοντας από τα μαθητικά χρόνια, συνεχίζοντας στα φοιτητικά και πάει λέγοντας με τελευταίο σκαλί -αν σταθείς τυχερός (και ευνοημένος)- τις βουλευτικές.
Και σήμερα, πάλι από τα κομματικά μαγειρεία περνάνε οι υποψήφιοι, αλλά δεν χρειάζεται να κονταροχτυπηθούν με εκπροσώπους άλλων φοιτητικών παρατάξεων ή να συμμετέχουν σε διαδηλώσεις με τα λάβαρα του κόμματος. Αυτό που κυρίως χρειάζεται είναι να είναι κάποιος αναγνωρίσιμος. Να είναι (ή να θεωρείται) πετυχημένος σε κάποιον τομέα: στον αθλητισμό, στη δημοσιογραφία, στην ιατρική, στα social media… Κυρίως αυτά.
Γιατί όχι μπορεί να πει κάποιος. Καλύτεροι ήταν όλοι αυτοί που προέρχονταν από τα κομματικά θερμοκήπια, τροχοδρομημένοι εξ αρχής να μπουν στη Βουλή; Καλύτερη ήταν μια Βουλή γεμάτη δικηγόρους. Αν μη τι άλλο, τώρα έχουμε ανθρώπους από όλα τα επαγγελματικά πεδία. Από στρατιωτικούς μέχρι influencers. Από ανθρώπους που έκτιζαν προφίλ για να το εξαργυρώσουν κάποτε με οποιονδήποτε τρόπο και από ανθρώπους που, χωρίς να το είχαν σκεφτεί ποτέ, δεν κατάφεραν να αντισταθούν στο πειρασμό όταν έτσι εν αιθρία τους έγινε η πρόταση; «Γιατί όχι, σκέφτηκαν. Οι άλλοι είναι καλύτεροι;»
Δύσκολο, μάλλον, να αντισταθείς στον πειρασμό. Το διανθίζεις και με ένα όραμα προσφοράς και έγνοια για τα κοινά και μπαίνεις με τα μπούνια στον αγώνα. Περί αυτού γράφει ο Χρήστος Χωμενίδης στο τελευταίο του βιβλίο στήνοντας μια σχεδόν διεστραμμένη ιστορία που δείχνει με τον πιο κυνικό τρόπο πως μπορεί να βρεθεί κάποιος στην πολιτική. Πρωταγωνίστρια του είναι μια νέα κοπέλα, η Πανδώρα, αλλά ενδεχομένως να είναι και ο ίδιος, αφού σε κάποια συνέντευξη του είχε αποκαλύψει πως κάποτε του είχαν ζητήσει να κατεβεί βουλευτής υποδεικνύοντας του και τον τρόπο που θα δρούσε για να το πετύχει. «Κάθε μέρα, κάθε πρωί, πλυμένος, ξυρισμένος, καλοντυμένος, θα έπρεπε να επισκέπτομαι και ένα χωριό, μέχρι να πάω σε όλα τα χωριά, που ήταν 110. Και μετά, πάλι από την αρχή. Αυτό με ορίζοντα οκταετίας για να μπω στη Βουλή». Το ίδιο κάνει κι η Πανδώρα η οποία συγχρωτίζεται με την Εκκλησία, με επιχειρηματίες, πολιτικούς και πολυποίκιλους παράγοντες.
Στην Κύπρο δεν χρειάζεται μακρύς ορίζοντας. Λίγοι μήνες είναι αρκετοί για να γίνει κάποιος αναγνωρίσιμος. Ειδικά αν έχει κάτι να εξαργυρώσει: όπως ας πούμε μια επιτυχία ή ένα όνομα. Κι έτσι τις μέρες αυτές γνωρίζουμε καινούρια πρόσωπα που έρχονται να τονώσουν, αν μη τι άλλο, την κομματική αυτοπεποίθηση. Τα υπόλοιπα έπονται.