«Μα είντα που κάθεσαι μέρα-νύχτα συλλοϊσμένη κόρη μου; Έβκα λλίον έξω να δκιανευτείς», μου έλεγε η γιαγιά Στασού ανήσυχη εκείνο το καλοκαίρι που με έβλεπε λυπημένη και σιωπηλή, καθισμένη στο μπαλκονάκι ν’ αγναντεύω τα βουνά και τ’ αμπέλια. Μα πού να πάω; Στην πλατεία με τα καφενεία, των Μακαριακών και των Γριβικών, όπου σύχναζαν μόνο άντρες; Τα κορίτσια της ηλικίας μου τέτοια ώρα βοηθούσαν τις μανάδες τους στις δουλειές του σπιτιού. Μόνο εγώ, το κορίτσι από το άστυ που ερχόμουν να παραθερίσω στο χωριό κάθε Αύγουστο, καθόμουν άπραγη με περιοδικά ή ένα βιβλίο στο χέρι.

Εδώ, τη νέα μέρα όριζαν και ανάγγελλαν οι πετεινοί και τα μελωδικά κουδουνίσματα των κοπαδιών που έβγαιναν για βοσκή, το πρώτο κελάδημα των πουλιών και τ’ «αγκανίσματα» των γαϊδουριών. Τις Κυριακές ξυπνούσαμε με τις καμπάνες. Από το μπαλκονάκι παρατηρητήριο έβλεπα τις γυναίκες με τα κυριακάτικά τους να πηγαίνουν εκκλησία. Μαύρες μορφές ανάμεσα στα λευκά φρεσκοασβεστωμένα σπιτάκια του Αυγούστου.

Εγώ μες στην τρέλα της εφηβείας, αρνούμαι να πάω εκκλησία. Φεύγει η γιαγιά Στασού, αφήνοντας μια μυρωδιά από ροδόσταμα πίσω της. Ήδη ετοίμασε το πρωινό και έβαλε το ψητό να σιγοψήνεται στον φούρνο. Δεν με νοιάζει που θα ρωτούν οι συγχωριανές της «Μα πού ’ν την αγγόνισσά σου;», ούτε για την απέραντη χαρά που της στερώ. Είμαι έφηβη και όλα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό και τον εγωκεντρισμό μου. Εγώ ήθελα να βρίσκομαι στην πόλη, στην παραλία, στα καφέ ή σε μια δισκοθήκη.

Πέρασε η εποχή που μικρό κοριτσάκι ζούσα μέρες πληρότητας και ευδαιμονίας στο χωριό με τους παππούδες. Τότε που δεν ήθελα να τελειώσει αυτό το πανηγύρι έχοντας για παιχνίδια, τις κότες, το γουρουνάκι και τα γαϊδούρια. Όταν τριγύριζα στο χωριό με τις φίλες ή τις ξαδέλφες μου, επέστρεφα συχνά κλαίγοντας αφού κάπου πάλι είχα πέσει. Τα άλλα κορίτσια είχαν την ευλυγισία του αγριοκάτσικου, πηδούσαν με χάρη πάνω από πέτρες και γεφυράκια μα ποτέ δεν έπεφταν. Με συνόδευαν πίσω στο σπίτι, η μάμμα μού καθάριζε τις πληγές με φλαβίνη και μέχρι να επουλωθούν, παίζαμε στο σπίτι, κούκλες και επιτραπέζια παιχνίδια.

Μετά την τουρκική εισβολή και τον μισό πληθυσμό του νησιού να προσφυγοποιείται, ακολούθησε και ο πόλεμος στον Λίβανο. Γέμισε το νησί με Λιβανέζους πρόσφυγες που έφεραν ανάσα στην ισχνή οικονομία του τόπου. Το αγγλικό σχολείο της πόλης κατακλύστηκε με Λιβανέζους μαθητές, μεταξύ των οποίων και ο Zuzu. Κεραυνοβόλος έρωτας, όταν τα πράσινά του μάτια αντίκρυσαν τα δικά μου. Ψηλός πάνω από 1.80, ενώ οι συμμαθητές μου έφταναν μέχρι τους ώμους μου.

Βρισκόμασταν στο καφέ Paradiso, κάθε Σάββατο. Ήταν σαν να βρισκόμουν στον παράδεισο, πίνοντας milk-shake μαζί του. Μια μέρα με κάλεσε σε δείπνο. Κατέφθασα στην πιτσαρία του Jack με τρεις φίλες γιατί όσο ερωτευμένη κι αν ήμουν δεν ξεχνούσα τα λόγια της μητέρας πως «παρά να σου βκει τ’ όνομαν, καλλύττερα να σου βκει τ’ αμμάτιν». Τι θα έλεγαν οι γύρω αν με έβλεπαν μόνη με ένα αλλοδαπό;

Μια αυγουστιάτικη μέρα ο Zuzu μου ανακοίνωσε πως ήρθαν οι βίζες της οικογένειας για την Αμερική, θα έφευγαν σε μια εβδομάδα γι’ αυτό και θα έκανε ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι για την παρέα, στη δισκοθήκη Trans. Τη λύπη της αναχώρησής του, επισκίασε για λίγο η χαρά πως θα πήγαινα για πρώτη φορά δισκοθήκη και πως θα χόρευα “slow” στην αγκαλιά του.

Μα οι γονείς άρχισαν να ετοιμάζονται για την ανάβαση στο χωριό για τον Δεκαπενταύγουστο. Τα κλάματα και τα παρακάλια μου δεν εισακούστηκαν, μπήκα με το ζόρι στο αυτοκίνητο και με κόκκινα μάτια και μαύρη καρδιά φτάσαμε στο λευκό χωριό που έλιωνε μες στο λιοπύρι του Αυγούστου, όπως κι εγώ απ’ τον καημό μου. Άκουγα ξανά και ξανά την κασέτα με το τραγούδι “Sealed with a kiss”, που μιλούσε για το τέλος του καλοκαιριού και μιας αγάπης που φεύγει μακριά. Αυτός που μένει πίσω, θα στέλνει την αγάπη του, καθημερινά, σ’ ένα γράμμα «σφραγισμένο μ’ ένα φιλί». Ένα γράμμα που δεν ανταλλάξαμε ποτέ.

Σήμερα κάθομαι στο ίδιο μπαλκονάκι όπως τότε, αγναντεύοντας το χωριό με τα πέτρινα σπίτια. Δεν ζουν πλέον οι γιαγιάδες για να τα ασβεστώσουν εν όψει της μεγάλης γιορτής του Δεκαπενταυγούστου. Γιορτή είναι πια η ευλογία που στα εξήντα μου χρόνια μπορώ να επιστρέφω στο μπαλκονάκι των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων και πόθων, που θυμάμαι αγαπημένα πρόσωπα που έγιναν αστέρια και μου φωτίζουν τις ήσυχες δροσερές νύχτες.

Αντί γράμματα «σφραγισμένα μ’ ένα φιλί» γράφω τα χρονογραφήματα που σας στέλνω κάθε Σάββατο. Οι μέλισσες ζουζουνίζουν πάνω από το θυμάρι, ζου ζου ζου ενώ οι τζίζτζικες συνεχίζουν το μονότονό τους τραγούδι που όλο και φθίνει όσο πλησιάζουμε στο τέλος του καλοκαιριού. Ζυ ζυ ζυ και ζει και ζει…

Ο βασιλιάς ο ήλιος ζει!

dena.toumazi@gmail.com