Ήταν μια μέρα σπάνιας κινητικότητας η σημερινή. Ακόμα και για τα δεδομένα του Ισραήλ αυτή την κρίσιμη περίοδο. Ούτε ένα 24ωρο μετά την άφιξη στη χώρα του ειδικού απεσταλμένου του Προέδρου Τραμπ, Στιβ Ουίτκοφ και του γαμπρού του Προέδρου, Τζάρεντ Κούσνερ και ενώ το αεροπλάνο το οποίο μετάφερε τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Τζέι Ντι Βανς προσέγγιζε τον εναέριο χώρο του Ισραήλ, ο Βενιαμίν Νετανιάχου και η ηγεσία των μυστικών υπηρεσιών και του IDF συναντούσαν τον αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών της Αιγύπτου (GSI), υποστράτηγο Χασάν Μαχμούντ Ρασάντ.
Ο υποστράτηγος πατούσε για πρώτη φορά το πόδι του σε ισραηλινό έδαφος στον έναν χρόνο που κατέχει το αξίωμα, ένα αξίωμα το οποίο στην Αίγυπτο δεν έχει να κάνει μόνο με τη διαχείριση της ασφάλειας της χώρας αλλά και με τη διαχείριση σοβαρών κρίσεων σε καθαρά διπλωματικό επίπεδο. Το πιο χρήσιμο όμως για την εξιστόρηση ήταν όχι το γιατί έφθασε στο Ισραήλ ο Ρασάντ όσο το τι τον εμπόδισε να το κάνει, σε ένα χρόνο κρίσιμων και ραγδαίων εξελίξεων που αφορούσαν άμεσα τις δύο χώρες.
Η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι μετά την 7η Οκτωβρίου οι δύο χώρες βρέθηκαν, εκ των πραγμάτων, σε μία αντιπαράθεση η οποία δεν συνέφερε καμία από αυτές και η οποία οδήγησε τις σχέσεις Ιερουσαλήμ – Καΐρου στο χειρότερο με διαφορά σημείο από τις Συμφωνίες του Καμπ Ντέηβιντ το 1978 και τη μεταξύ τους Συνθήκη Ειρήνης το 1979.
Και δεν ήταν μόνο οι διπλωματικές σχέσεις που έφτασαν σε επίπεδα υποβάθμισης, ένα βήμα πριν τη διακοπή, όταν η Αίγυπτος μίλησε για ενδεχόμενο πολέμου εάν το Ισραήλ δεν σταματούσε την επιχείρηση στη Γάζα. Το χειρότερο ήταν πως η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο χώρες κλονίστηκε και παρά τα πρώτα βήματα βελτίωσης παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.
Η συμφωνία για τους ομήρους και τη Γάζα, έδωσε μια ευκαιρία βελτίωσης της κατάστασης για πρώτη φορά την οποία καμία από τις δύο χώρες δεν είχε την δυνατότητα να προσπεράσει, ειδικά η Αίγυπτος την οποία ο πόλεμος στη Γάζα έφερε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση διπλωματικά αλλά και οικονομικά. Αξίζει να σκεφτεί κανείς μόνο την απόφαση του Καΐρου να διακόψει, αμέσως μετά την είσοδο του IDF στη Γάζα, την πώληση αερίου στο Ισραήλ και τις κρίσιμες για τα αιγυπτιακά θέρετρα αφίξεις τουριστών από το Ισραήλ οι οποίες εκμηδενίστηκαν. Οι απώλειες για την Αίγυπτο υπολογίζονται γύρω στα δύο δισεκ. δολάρια.
Πάνω από όλα όμως, Αίγυπτος και Ισραήλ, δεν έχουν την πολυτέλεια να βρίσκονται αντιμέτωπες και έχουν κάθε λόγο να συνεργάζονται στενά καθώς ο εχθρός είναι κοινός. Και είναι βέβαια η μουσουλμανική αδελφότητα. Είτε μιλάμε για τη Χαμάς, είτε για τις δυνάμεις αυτής της ισλαμιστικής τάσης εντός της Αιγύπτου.
Εξάλλου, από όλα εκείνα τα αραβικά κράτη τα οποία όπως έγραψε σήμερα ο Ντόναλντ Τραμπ στο «Χ» τον παρακαλούν να μπει στη Γάζα και να εξολοθρεύσει τη Χαμάς (σχεδόν όλα δηλαδή τα αραβικά κράτη) η Αίγυπτος και η Ιορδανία κινδυνεύουν περισσότερο από αυτή την πολιτισμική αρρώστια η οποία εξαπλώθηκε στον αραβικό κόσμο.
Η Αίγυπτος λοιπόν θέλει να πετύχει η συμφωνία για τη Γάζα όσο κανείς άλλος για πολλούς λόγους. Οικονομικούς, από τα συμβόλαια που θα πάρουν εταιρείες της για την ανοικοδόμηση μέχρι το αέριο και τον τουρισμό, πολιτικούς για να κλείσει η αντιπαράθεση με το Ισραήλ και να μην επηρεαστούν άλλο οι σχέσεις της με την Ουάσινγκτον από την οποία λαμβάνει μια αδιανόητα μεγάλη στρατιωτική και όχι μόνο βοήθεια αλλά και λόγους ασφάλειας διότι ένα κύμα προσφύγων θα προκαλούσε αποσταθεροποίηση και δεδομένου ότι τώρα πρόκειται για ενδοπαλαιστινιακή διαμάχη δεν θα μπορεί να κρατήσει κλειστά τα σύνορα.
Από την άλλη, η Αίγυπτος θέλει όσο και το Ισραήλ η Χαμάς να εξαφανιστεί. Και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η επίσκεψη Ρασάντ, την ώρα που οι απεσταλμένοι του Ντόναλντ Τραμπ συζητούν με την ισραηλινή ηγεσία την επόμενη μέρα δεν έχει να κάνει και με την εξεύρεση τρόπων, το τελευταίο να γίνει χωρίς να επηρεαστούν τα προηγούμενα.