Υπάρχει κάτι βαθιά προβληματικό στον τρόπο με τον οποίο η πολιτική και μιντιακή μας τάξη αντιλαμβάνεται τις εξελίξεις γύρω μας. Οι αριθμοί μάς μιλούν, αλλά εμείς προτιμούμε να τους αγνοούμε. Οι κοινωνίες αλλάζουν, αλλά εμείς επιμένουμε να τις βλέπουμε μέσα από το παραμορφωτικό πρίσμα των προκαταλήψεων μας.
Οι πολίτες, από τη μία και την άλλη πλευρά της πράσινης γραμμής, στέλνουν μηνύματα, κι εμείς απαντάμε με σιωπή. Αν κάτι μας δίδαξε η πρόσφατη έρευνα των Χάρη Ψάλτη (Πανεπιστήμιο Κύπρου), Νεόφυτου Λοϊζίδη (University of Warwick), Ελίζ Τεφίκ (LIPA Consulting) και Νίκανδρου Ιωαννίδη (Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου), είναι ότι ήρθε η ώρα να μάθουμε να ακούμε. Να διαβάζουμε τους αριθμούς όχι ως στατιστικά, αλλά ως πολιτικά μηνύματα. Και κυρίως, να σπάσουμε τις αλυσίδες της στασιμότητας που κρατούν ολόκληρη την Κύπρο δέσμια του φόβου και της αυταπάτης.
Η αφετηρία είναι γνωστή: οι εκλογές στα κατεχόμενα της 19ης Οκτωβρίου 2025 ανέδειξαν τον Τουφάν Ερχιουρμάν με το εντυπωσιακό 62,8% έναντι του Ερσίν Τατάρ, που περιορίστηκε στο 35,8%. Για πολλούς Ελληνοκύπριους, η είδηση πέρασε στα ψιλά. Άλλοι την προσπέρασαν ως «παράνομη διαδικασία», άλλοι τη θεώρησαν «ζήτημα της Άγκυρας».
Όμως, όπως επισημαίνει ο Ψάλτης, η στάση αυτή είναι οξύμωρη: «Δεν μπορείς να λες ότι θέλεις επανένωση και ταυτόχρονα να αγνοείς τι σκέφτονται και πώς ψηφίζουν οι Τουρκοκύπριοι». Διότι πίσω από τα ποσοστά κρύβεται μια κοινωνία που αναζητεί ανάσες αυτονομίας, πολιτικής ωριμότητας και πρακτικής διεξόδου από την απομόνωση.
Η έρευνα που διεξήχθη από τις 2 έως τις 17 Οκτωβρίου 2025 αποτυπώνει μια καθαρή στροφή: η τουρκοκυπριακή κοινωνία κουράστηκε από τη στασιμότητα, απομακρύνεται από τη ρητορική των δύο κρατών και δείχνει διάθεση επανεμπλοκής σε μια ομοσπονδιακή, ευρωπαϊκή, ρεαλιστική προοπτική. Σε σύγκριση με το 2020, η απόρριψη του στάτους κβο σχεδόν διπλασιάστηκε (από 20,8% σε 36%), ενώ η στήριξη της διχοτομικής ιδέας υποχώρησε κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες. Πρόκειται για πολιτικό σεισμό– όχι επειδή αλλάζει άμεσα το τοπίο, αλλά επειδή αποκαλύπτει τη δυναμική της κοινωνίας πίσω από τα σύνορα που κάποιοι θέλουν να μας πείσουν πως είναι «ακίνητα».
Η συμπεριφορά των εκλογέων στον βορρά δείχνει κάτι βαθύτερο: μια ωρίμανση απέναντι στην εξάρτηση και στον φόβο. Παρά την πίεση από την Άγκυρα και την έντονη επιρροή της στα μέσα και στις δομές, οι ψηφοφόροι βρήκαν τρόπο να εκφράσουν «σιωπηρή αντίσταση»- όπως το ονομάζουν οι ερευνητές. Ένα ποσοστό των αναποφάσιστων, γύρω στο 14%, κατέληξε τελικά στον Ερχιουρμάν, ενώ καταγράφηκε και μια «κρυφή ψήφος», πολιτών που δεν δήλωναν στις έρευνες πρόθεση αντίθεσης προς τον Τατάρ, αλλά το έκαναν στην κάλπη. Αυτό δεν είναι απλώς πολιτική μετατόπιση· είναι απόδειξη κοινωνικής ανθεκτικότητας, δημοκρατικής αυτοπεποίθησης, και ανάγκης για επανακαθορισμό της ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων μακριά από την αγκαλιά της Άγκυρας.
Από την άλλη πλευρά, στο νότο, οι αντιδράσεις κινήθηκαν ανάμεσα στην αμηχανία και την αυτοϊκανοποίηση. Κάποια κόμματα μίλησαν για «μήνυμα ενότητας» ή «απόρριψη των δύο κρατών», μα λίγοι μπήκαν στον κόπο να κατανοήσουν τι πραγματικά συμβαίνει. Ούτε να διαβάσουν τη βαθύτερη επιθυμία για αλλαγή. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα βασικά ζητήματα που επηρέασαν την ψήφο στον βορρά– οικονομία, Κυπριακό, διαφθορά, σύστημα υγείας– είναι τα ίδια που ταλανίζουν και την ελληνοκυπριακή κοινωνία.
Αυτό θα έπρεπε να μας κάνει να σκεφτούμε: μήπως ο παραλληλισμός είναι πιο ουσιαστικός απ’ όσο θέλουμε να πιστεύουμε; Μήπως κι εμείς, εγκλωβισμένοι σε κομματικά και πελατειακά συστήματα, έχουμε πάψει να βλέπουμε τον εαυτό μας ως κοινωνία που αλλάζει, που μπορεί να διεκδικήσει κάτι διαφορετικό;
Η κυπριακή στασιμότητα δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Είναι προϊόν πολιτικής επιλογής. Για χρόνια, η ηγεσία μας αναζητεί άλλοθι για να αποφύγει τις δύσκολες αποφάσεις: «η Τουρκία δεν θέλει», «οι συνθήκες δεν είναι ώριμες», «θα δούμε μετά τις εκλογές». Τώρα, ενόψει της ανάληψης της Προεδρίας της ΕΕ από την Κυπριακή Δημοκρατία την 1η Ιανουαρίου 2026, δεν είναι απίθανο ο Πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης να βρει «σοβαρό λόγο» να πατήσει φρένο; Υπάρχει πιο σοβαρός από το Κυπριακό; Μήπως η ανάγκη «ευρωπαϊκής ενότητας» ενόψει «ρωσικού κινδύνου» ή για τη σοβαρή «ανάγκη εθνικής ενότητας με την Αθήνα». Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για την ίδια δοκιμασμένη συνταγή καθυστέρησης, τον υπολογισμένο χρόνο της ακινησίας.
Αυτό που αλλάζει, όμως, είναι ότι ο κόσμος γύρω μας δεν μένει ακίνητος. Οι Τουρκοκύπριοι δείχνουν, με την ψήφο τους, πως δεν είναι παθητικοί δέκτες των αποφάσεων της Άγκυρας. Και η κοινωνία τους, παρά την απομόνωση, διαμορφώνει πολιτικές συμπεριφορές που συντονίζονται με ευρωπαϊκές αξίες: επαγγελματισμός, αξιοκρατία, κοσμικότητα, ισορροπία στις σχέσεις εξουσίας.
Οι ιδέες που στήριξαν τον Ερχιουρμάν -μια λειτουργική ομοσπονδία, συνεργασία στην ενέργεια, κοινοβουλευτικό σύστημα, οικονομική εξυγίανση, δεν είναι ουτοπίες. Είναι τα ίδια στοιχεία που λείπουν και από τον νότο. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, αντί να επαναλαμβάνει την κασέτα της δυσπιστίας, θα έπρεπε να μελετήσει προσεκτικά αυτά τα δεδομένα.
Η έρευνα Ψάλτη-Λοϊζίδη- Τεφίκ- Ιωαννίδη δεν είναι ένα ακόμη ακαδημαϊκό τεκμήριο· είναι ένας καθρέφτης. Δείχνει ότι η κοινωνία στον βορρά μετατοπίζεται από το δόγμα του φόβου προς τη λογική του ρεαλισμού. Ότι ο κόσμος θέλει ευρωπαϊκές απαντήσεις, όχι μεγάλα λόγια. Θέλει να ακούει πολιτικούς που ξέρουν να διαχειρίζονται οικονομία, θεσμούς, διεθνείς σχέσεις– όχι να ανακυκλώνουν το «δεν φταίμε εμείς».
Αν λοιπόν επιμένουμε να αντιμετωπίζουμε αυτή την εξέλιξη ως «μη γεγονός», τότε η ευθύνη για την επόμενη χαμένη ευκαιρία θα βαραίνει αποκλειστικά «το σύστημα» που μέχρι σήμερα θησαυρίζει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανένα. Διότι κάθε φορά που στον βορρά αναδύεται ένα ρεύμα υπέρ της λύσης, το σύστημα το πνίγει κάτω από το βάρος μιας διπλωματίας της πρόταξης και της κινδυνολογίας. Κάθε φορά που εμφανίζεται ένας πολιτικός που μιλά τη γλώσσα του ρεαλισμού, το «σύστημα» τον χαρακτηρίζει «όργανο» της Άγκυρας και των γκρίζων λύκων.
Κάθε φορά που ένας αριθμός μάς λέει «ο κόσμος κουράστηκε από τη διχοτόμηση», το σύστημα κράζει «στην πυρά-στην πυρά». Με αυτή τη στάση, δεν είμαστε απλώς αδρανείς· είμαστε συνένοχοι καθώς συντηρούμε το τέλμα.
Η επανένωση δεν είναι ρομαντικό σύνθημα· είναι υπαρξιακή ανάγκη. Και για να συμβεί, πρέπει πρώτα να απελευθερώσουμε την κοινωνία από την αδράνεια, τη θρησκοληψία και τη μαλθακότητα. Η πολιτική κουλτούρα της Κύπρου, δεκαετίες τώρα, χτίζεται πάνω στην αναβολή, στην αυταρέσκεια και στην απουσία στρατηγικού βλέμματος. Η έρευνα των τεσσάρων πανεπιστημιακών αποκαλύπτει κάτι πολύτιμο: ότι η άλλη πλευρά του νησιού δείχνει έτοιμη για το επόμενο βήμα. Το ερώτημα είναι αν είμαστε κι εμείς. Αν συνεχίσουμε να ζούμε με το σύνδρομο του «να μη χαλάσουμε τις ισορροπίες», τότε οι ισορροπίες θα μας καταπιούν.
Η Προεδρία της ΕΕ δεν μπορεί να είναι άλλοθι για απραξία· μπορεί να είναι ευκαιρία να ξαναφέρουμε το Κυπριακό στο ευρωπαϊκό τραπέζι με όρους σύγχρονης πολιτικής και όχι εθνικής φοβίας. Η νίκη του Ερχιουρμάν δεν είναι απλώς πολιτική εναλλαγή· είναι προειδοποίηση. Οι κοινωνίες αλλάζουν πριν από τα καθεστώτα. Αν δεν ακολουθήσουμε, θα μείνουμε μόνοι με τις ψευδαισθήσεις μας και τις αλυσίδες της στασιμότητας να κρατάνε πια δεμένα από τα πόδια τα παιδιά μας.
Ο Χάρης Ψάλτης, σημειώνει κάτι που αξίζει να κρατήσουμε: «Δεν μπορείς να υποστηρίζεις την επανένωση και να αγνοείς τη φωνή του άλλου». Ίσως λοιπόν η ώρα να αρχίσουμε από τα βασικά: να ακούμε. Όχι για να επιβεβαιώσουμε τις βεβαιότητές μας, αλλά για να τις ξεπεράσουμε. Να διαβάζουμε τους αριθμούς, όχι για να τους ερμηνεύουμε κατά το δοκούν, αλλά για να τους κατανοούμε. Και να αντιληφθούμε πως η στασιμότητα δεν είναι πεπρωμένο– είναι επιλογή. Μια επιλογή που μπορούμε, επιτέλους, να αλλάξουμε.
Ελεύθερα, 26.10.2025