Πάρτε μια οποιαδήποτε φωτογραφία του Διονύση Σαββόπουλου, παλιά ή νέα. Όπως για παράδειγμα αυτή από την τελευταία του συναυλία στην Αθήνα για τα 30 χρόνια του Rockwave, τον περασμένο Ιούνιο. Έχεις την εντύπωση ότι είναι έτοιμος να ξεχυθεί από το κάδρο, σχεδόν τον βλέπεις να κινείται, ακούς τι λέει.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν υπήρξε στατικός ούτε στις φωτογραφίες του.

Δεν ξέρω αν το επιδίωξε ή όχι αλλά κάποια- διαφορετική προφανώς για τον καθένα- στιγμή μάς εξέφρασε όλους, μέχρι τον τελευταίο. Γι’ αυτό και τελικά κάποια στιγμή τους απογοήτευσε και όλους. Κοίταξε προσεκτικά το κοινό και θέλησε να το εκφράσει. Περισσότερο απ’ ό,τι θέλησε να εκφραστεί ο ίδιος. Το κοινό, όμως, το ακροατήριο, η μάζα, ο λαός είναι ένα ετερόκλητο και απρόσωπο σύνολο.

Αυτός είναι λες και επιδίωξε να διαπεράσει την αθροιστική φύση του, να το δει αποσπασματικά και να καθρεφτιστεί στην ατομική αυτονομία κάθε μονάδας. Αυτοί οι μικροί ατομικοί καθρέφτες προφανώς δημιουργούν ένα σύνθετο, ένα τμηματικό κάτοπτρο η συνολική επιφάνεια του οποίου λειτουργεί σαν ενιαίος καθρέφτης, αλλά η εικόνα μπορεί να εμφανίζει διασπασμένες ή πολλαπλές αντανακλάσεις.

Σαν έναν κοινωνικό καθρέφτη αυτού του είδους μπορώ να τον δω και, συγνώμη αν σας μπερδεύω, αλλά το πράγμα γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκο από το γεγονός ότι ούτε εμείς που αποτελούμε τα είδωλα στα μικρά αυτά καθρεφτάκια είμαστε ακίνητοι, στατικοί, απαράλλαχτοι, αναλλοίωτοι, ανεπηρέαστοι από τα ερεθίσματα που φέρνει η ζωή και η κοινωνική τριβή.

Ας το διατυπώσω λοιπόν κάπως απλούστερα. Η πορεία του Σαββόπουλου, από τα πρώτα βήματα στις μπουάτ και το Νέο Κύμα, μέχρι τις πολυπληθείς συναυλίες και την πολιτικά συντηρητική στροφή των τελευταίων δεκαετιών, αντικατοπτρίζει ακριβώς την αστάθεια, την εξέλιξη, τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις της κοινωνίας που προσπαθούσε να εκφράσει. 

Πώς το είχε πει; «Φταίνε τα τραγούδια του, φταίει κι ο λυράρης, μα φταίει κι ο ίδιος του ο λαός γιατί είναι μαραζιάρης».

Η όποια «προδοσία» λοιπόν πηγάζει από το γεγονός ότι και οι δημιουργοί μεγαλώνουν, εξελίσσονται, αλλάζουν ή και μεταλλάσσονται, διατηρώντας πάντως την αυτονομία τους απέναντι στις προσδοκίες των άλλων. Ακόμη και των πιο φανατικών τους θαυμαστών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ζήσει (sic) τις πολλαπλές του «κηδείες».

Κάθε γενιά, κάθε ακροατής, κάθε πολιτική ή κοινωνική ομάδα, τον «έθαβε» κάτω από τα δικά της ιδεολογικά ή αισθητικά στάνταρ, παρότι ενίοτε τον ξανάβρισκε ολοζώντανο όταν αναζητούσε στη ζούλα την τρυπητή νοσταλγία της νιότης ακούγοντας τα τραγούδια του. Ακριβώς με τον τρόπο που οι απατημένοι εραστές προσφεύγουν μαζοχιστικά σε κρυμμένα ενθύμια του χαμένου έρωτος.

Η σχέση του με το «κοινό» ήταν, λοιπόν, δυναμική, επαναδιαπραγματεύσιμη, εξελισσόμενη. Η παρεξήγηση δημιουργήθηκε όταν ήταν πλέον σαφές ότι έπαψε να είναι απλώς καλλιτέχνης και μετατράπηκε σε πολιτικό σύμβολο.

Δεν είναι μόνο ότι συνέβαλε στα πρώτα χρόνια της πορείας του, όταν ήταν κουλ, στην ιδεολογική διαμόρφωση της Αριστεράς μέσω των τραγουδιών του. Ούτε ότι λειτούργησε ως πολιτικός και πολιτισμικός αναβολέας κοινωνικής μνήμης, καταγράφοντας τις αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έως σήμερα. Είναι ότι αυτό το δυναμικό ακροατήριο, από κυριολεκτικά ολόκληρο το φάσμα των πολιτικών και απολίτικων πεποιθήσεων, διαμόρφωνε ταυτότητα μέσω της σχέσης με τη μουσική του, κόντρα στο οφθαλμοφανές γεγονός ότι ο ίδιος έβλεπε πάντα ως όχημα την ένταξή του στο κυρίαρχο πολιτιστικό κεφάλαιο.

Η ακρόαση της μουσικής του ή η εμπέδωση των στίχων του λειτουργούσε ως συλλογική εμπειρία, παρά το γεγονός ότι μάλλον άθελά του βρέθηκε ανάμεσα στις συμπληγάδες της πολιτισμικής διαπάλης μεταξύ αριστερής ιδεολογίας και κοινωνικής ενσωμάτωσης. Διατείνονταν ότι επιδίωξή του μέσω της μουσικής ήταν να γεφυρώνει και όχι να διχάζει, αλλά κατόρθωσε να βρεθεί στο επίκεντρο ενός εξελικτικού διχασμού. Ενός διχασμού που αναπόφευκτα αντικατοπτρίστηκε και στη δική του προσωπικότητα, καθώς μετατράπηκε σε σύμβολο διττής ταυτότητας: μεταξύ αντιστασιακού προφητικού τραγουδοποιού και συμβιβασμένου καλλιτέχνη. Έτσι όμως αποτέλεσε και δείκτη κοινωνικών διαφοροποιήσεων και συγκρούσεων.

Αν κάποια στιγμή αποτέλεσε εμβληματική μορφή συλλογικής νοσταλγίας, ενός κοινωνικού μηχανισμού προσκόλλησης στο παρελθόν, εν μέρει είναι και με δική του ευθύνη που συνέβη αυτό. Υπό την έννοια ότι όταν μπαίνεις στο τριπάκι να επιζητείς το απόλυτο αυτό έχει ένα τίμημα και συχνά μπορεί να χάσεις και τ’ αυγά και τα πασχάλια.

Δεν θα ήθελα να αγγίξω την παλιά και μεγάλη συζήτηση σε σχέση με το αν ο καλλιτέχνης οφείλει να βρίσκεται σε ακολουθία με το έργο του ή όχι. Άλλωστε, στην περίπτωση του Σαββόπουλου αυτός μάλλον ήταν πιο μπερδεμένος απ’ όλους μας. Εγκλωβίστηκε αλλά και άκμασε μέσα σε ένα ποτάμι επιρροών προσπαθώντας να μας «συναντήσει» όλους. Ανεξάρτητα απ’ αυτό, ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο και τα φαινόμενα δεν «προδίδουν», αλλά αποκαλύπτουν. Κυρίως τις αλλαγές που φέρνει ο χρόνος.

Ο Σαββόπουλος ήταν αδίστακτος στην προσπάθειά του να συγκεράσει τη μουσική του μέλλοντός μας, στην επιθυμία του να συναντήσει την καρβουναρού του τη μούσα, στον αγώνα του να καταθέσει την ατελή μουσική του και τους ελλειπτικούς στίχους του κουβαλώντας παράλληλα μέσα του τη σύγκρουση όλων των αντιθέσεων της ελληνικής ψυχής και αναδεικνύοντας τη γενεαλογία της ψυχής του ελληνικού τραγουδιού. Γι’ αυτό ήταν πάντα ένας μύθος εν κινήσει.

Ελεύθερα, 26.10.2025